Βαγγέλης Ραπτόπουλος: «Ο Καζαντζάκης έγραφε με κέφι»

Φωτογραφία: Σπύρος Κατωπόδης

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλάει στο Documento με αφορμή τις 259 αλληγορίες από το καζαντζακικό έργο που έχει μεταγράψει στο νέο του βιβλίο.

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο του «Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο» ανατρέχει στο σύνολο του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και σταχυολογεί 259 αλληγορικές μικροϊστορίες τις οποίες μεταγράφει στη σημερινή καθομιλουμένη. Η σκέψη για το βιβλίο προέκυψε την εποχή που δούλευε πάνω στην «Ανέγγιχτη», τη μυθιστορηματική ανάπλαση της σχέσης του Κρητικού συγγραφέα με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη. Τότε ήταν που ερχόμενος σε επαφή με όλο το έργο του Καζαντζάκη, από τα μυθιστορήματα και τα ταξιδιωτικά κείμενά του έως τις επιστολές του, αντιλήφθηκε για πρώτη φορά πως βρίθει από σύντομες αλληγορίες.

Οι αφηγήσεις

Ο συγγραφέας, όπως εξηγεί στη συνομιλία που είχαμε, μετέγραψε τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις σε τριτοπρόσωπες. Επίσης, επινόησε ένα πρόσωπο, τον Κ., που ο τρόπος γραφής του ονόματός του θυμίζει τον ομώνυμο ήρωα στη «Δίκη» του Κάφκα. «Η μεταγραφή στην καθομιλουμένη δεν είναι καθόλου μηχανική. Αντιθέτως, ήταν πολύ δημιουργική διαδικασία να σκεφτώ τι έπρεπε να κρατήσω ή να αλλάξω από τις δικές του λέξεις. Για παράδειγμα, προβληματίστηκα αρκετά σε κάποια σημεία αν έπρεπε να κρατήσω τη λέξη “λαχτάρα” ή να την αντικαταστήσω από την πιο σύγχρονη “επιθυμία”. Σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις έχω σκαρώσει ιστορίες στις οποίες ενέταξα φράσεις του Καζαντζάκη» εξηγεί.

Αρκετά τολμηρό και δύσκολο εγχείρημα καθώς η γλώσσα του Καζαντζάκη είναι στοιχείο ταυτότητας του έργου του. Ρωτώ τον Βαγγ. Ραπτόπουλο αν αλλάζοντας λέξεις του Κρητικού συγγραφέα ανησύχησε ότι θα μπορούσε ίσως να αλλοιώσει το στιλ του. Ο ίδιος εξομολογείται: «Ωρες ώρες νιώθω ότι απέτυχα στο θέμα της γλώσσας. Η γλώσσα του Καζαντζάκη, για την οποία έχει κατηγορηθεί πολύ, είναι “μπαρόκ” και έρχεται σε συμφωνία με τις εξίσου “μπαρόκ” ιδέες ή κοσμοθεωρίες του. Οπως συχνά συμβαίνει στους μεγάλους συγγραφείς, έτσι κι εκείνος είχε μια γλώσσα που ταίριαζε σε όσα ασυνήθιστα έλεγε ως δημιουργός. Αυτό με έναν τρόπο το κάνει και ο Τζέιμς Τζόις στο κατ’ ουσίαν αμετάφραστο “Fineggans Wake”. Δημιουργεί δηλαδή μια γλώσσα, γίνεται γλωσσοπλάστης, καθώς δεν του φτάνουν τα αγγλικά εκείνης της εποχής για να εκφράσει το όραμά του».

Τι συμβαίνει όταν τα αποσπάσματα του Καζαντζάκη χωρίζονται από τα αρχικά κείμενα; Πώς λειτουργεί μια τέτοια ανθολογία για τον αναγνώστη; Ο Βαγγ. Ραπτόπουλος λέει πως το βιβλίο του είναι υβριδικό, δεν κατηγοριοποιείται εύκολα. Αυτό παίζει ρόλο και στο πώς το προσεγγίζουν οι αναγνώστες. «Για κάποιον που δεν έχει μέχρι τώρα επαφή με τον Καζαντζάκη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εισαγωγή στο έργο του. Επίσης, θα μπορούσε κάποιος να το δει ως μεταμοντέρνο πειραματικό μυθιστόρημα και πνευματική προσωπογραφία του Καζαντζάκη. Για άλλους μπορεί να λειτουργήσει και ως new age βιβλίο αυτοβελτίωσης, κάτι σαν Χόρχε Μπουκάι» περιγράφει.

Πνευματικός γκουρού

Τον τελευταίο καιρό, με την επανέκδοση του έργου του Καζαντζάκη από τις εκδόσεις Διόπτρα και τα δύο βιβλία του Ραπτόπουλου, συζητάμε ξανά για τον μεγάλο Κρητικό λογοτέχνη.

Τι είναι αυτό που εν έτει 2024 μας συνδέει ακόμη μαζί του; «Πιστεύω ότι βιώνουμε μια εποχή βαριά υποδουλωμένη στο χρήμα, στην οποία κυριαρχεί όλο και πιο βαθιά αντιπνευματικότητα. Κακά τα ψέματα, ζούμε σε εποχή πνευματικής χρεοκοπίας. Το έργο του Καζαντζάκη λειτουργεί ως πνευματική τροφή» λέει ο Βαγγ. Ραπτόπουλος και προσθέτει πως ο Καζαντζάκης διαθέτει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό που σπανίως συζητάμε και που θα έπρεπε να είναι ύψιστο κριτήριο για τα γραπτά των συγγραφέων. «Είχε κέφι. Είχε την ικανότητα να περικλείει υψηλού επιπέδου νοήματα σε παραμυθένιες ιστορίες γραμμένες με κέφι. Υπάρχει καλύτερο αντίδοτο στην αντιπνευματικότητα της εποχής μας;» αναρωτιέται.

Τι είναι εκείνο που γοητεύει ακόμη και σήμερα τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο στο έργο του Καζαντζάκη; «Δεν έχω ιδέα, ακόμη το ψάχνω. Ελπίζω να τελείωσα, δεν θα γίνω καζαντζακολόγος» λέει γελώντας. «Επέδρασε πάνω μου με τρόπους που ίσως δεν είναι ορατοί με την πρώτη ματιά. Με έχει επηρεάσει πολύ, αλλά όχι ακριβώς σε επίπεδο κοσμοθεωρίας. Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς, ο Καζαντζάκης δεν έπλαθε απλώς ιστορίες με τη φαντασία του αλλά αγωνιζόταν να μην υπάρχει απόσταση ανάμεσα στα λόγια και τα έργα του, προσπαθούσε να εφαρμόζει όσα πιστεύουν οι ήρωές του και το αντίθετο, δηλαδή οι ήρωές του να απηχούν τις δικές του θέσεις. Γι’ αυτό και οι ήρωες αυτοί είναι τόσο επιδραστικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν πρωτοεκδόθηκε το “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” και έκανε επιτυχία στο εξωτερικό έρχονταν στην Ελλάδα κατά κύματα οι τουρίστες. Το βιβλίο επηρέασε τους χίπηδες τη δεκαετία του 1960 να αλλάξουν τη ζωή τους· ο ήρωας του Καζαντζάκη έγινε πνευματικός γκουρού τους» καταλήγει.


INF0
Το βιβλίο «Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο – Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος