Βαγγέλης Κορακάκης: «Το παρελθόν δεν είναι κάτι που σβήνει, είναι η ίδια σου η ζωή»

Βαγγέλης Κορακάκης: «Το παρελθόν δεν είναι κάτι που σβήνει, είναι η ίδια σου η ζωή»
(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Ο λαϊκός τραγουδοποιός Βαγγέλης Κορακάκης μιλάει για όσα νοηματοδότησαν την πορεία του.

Συναντιόµαστε µε τον Βαγγέλη Κορακάκη στην Κρύπτη, τη λαϊκή σκηνή –ή καλύτερα το δεύτερο σπίτι του– στην Καισαριανή. Εκεί, ανάµεσα στα έργα του εικαστικού Κώστα Λαδόπουλου, καθόµαστε να µιλήσουµε για όλα όσα τον καθόρισαν µε αφορµή την κυκλοφορία του βιβλίου-CD «Αδολη σιωπή», στο οποίο για πρώτη φορά ο τραγουδοποιός ξετυλίγει σε µορφή σύντοµων διηγηµάτων εικόνες της ζωής του. Με µια γρήγορη µατιά στον χώρο αντιλαµβάνοµαι ότι περιστοιχιζόµαστε από επτά µπουζούκια. Oλα τρίχορδα. Ετσι ξεκινάει η κουβέντα.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Τι αποδίδεται καλύτερα στο τρίχορδο;

Είναι του κλασικού ρεπερτορίου, του προπολεµικού τραγουδιού και της εποχής του Τσιτσάνη, του Μητσάκη κ.λπ. Και το τετράχορδο είναι πολύ σπουδαίο όργανο, αλλά είναι διαφορετικό, διαφορετική ψυχολογία. Εγώ γράφω πάνω στο τρίχορδο. Αυτά που παίζω στο τρίχορδο δεν µπορώ να τα παίξω στο τετράχορδο. Αλλιώς τα βιώνω µε το ένα και αλλιώς µε το άλλο.

Πώς προέκυψε η αγάπη σας γι’ αυτό;

Οταν µικρός πήγα να πάρω µπουζούκι, χωρίς να έχω θέση και άποψη, πήρα ένα τρίχορδο γιατί ήταν το πιο φτηνό που υπήρχε στο µαγαζί. Ολη µου η ψυχολογία εκ των υστέρων έπεσε πάνω σε αυτό το ρεπερτόριο.

Από πού πήρατε το πρώτο σας µπουζούκι;

Από έναν ξάδερφο του πατέρα µου στη Σατωβριάνδου. Λεγόταν Μπουγαδάκης, πούλαγε και δίσκους. Με πήγε εκεί ο πατέρας µου γιατί έκλαιγα – αυτά που κάνουν τα παιδιά. Οταν κατεβήκαµε στο κέντρο τον πήγα στον Τσακιριάν – είχα κιαλάρει τι ήθελα αλλά ήταν ακριβό, δύο χιλιάδες είχε. Ετσι καταλήξαµε στον ξάδερφό του, από τον οποίο τελικά πήρα το πρώτο µου µπουζούκι που είναι το αγαπηµένο µου και το έχω στη Σέριφο. Σε αυτό το µαγαζί είχα γνωρίσει και τη Ρένα Στάµου.

Πώς έγινε η συνάντηση;

Πήγαινα στο µαγαζί κάποιες φορές, οπότε µια µέρα είδα τη Ρένα να µπαίνει µέσα. Μόλις µου είπαν ποια ήταν έπαθα πλάκα. Την πλησίασα και της είπα: «Ξέρετε, έχω γράψει ένα τραγούδι, γίνεται να το κάνουµε πρόβα;». Αυτό συνέβη πριν από το 1988, δηλαδή πριν από τους «Αρχοντες». Πρέπει να ήταν γύρω στο 1986, µόλις είχα γράψει το «Πρώτο φθινόπωρο». Με κάλεσε στο σπίτι της στην πλατεία Βάθη για να κάνουµε πρόβα το τραγούδι. Χτύπησε κάποια στιγµή το κουδούνι ο ∆ηµήτρης ο Τσαουσάκης, ο γιος του Πρόδροµου, που προφανώς η Ρένα τον ήξερε από παιδάκι, και ανέβηκε κι εκείνος πάνω. Αυτή την ηχογράφηση την έχω σε κασέτα µέχρι σήµερα και είναι αξεπέραστη. Αυτός είναι και ο λόγος που την έβαλα στον δεύτερο δίσκο και το επανεκτέλεσε.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Στο βιβλίο σας έχετε ένα κείµενο στο οποίο αναφέρεστε στον Πρόδροµο Τσαουσάκη. Θα θέλατε πολύ να είχατε συνεργαστεί;

Πρόκειται για µια φαντασίωση. Ο Τσαουσάκης είναι ο τραγουδιστής µου, τον θεωρώ κολοσσό, έναν γίγαντα του λαϊκού τραγουδιού. Ηταν και ο αγαπηµένος τραγουδιστής του µεγάλου Τσιτσάνη. Ο Πρόδροµος είπε πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη –νοµίζω τα περισσότερα σε πρώτες εκτελέσεις– σε αυτές τις απίστευτες ηχογραφήσεις από το 1946 έως το 1952… µέχρι πότε τράβηξε αυτή η ιστορία. Τον γουστάρω πάρα πολύ. ∆εν κλαίει, τα λέει, κάνει κάτι τσαλκάντζες περίεργες που είναι πολύ δύσκολο να τις κάνει κάποιος. Είναι η φωνή του θείου µου, η φωνή του γείτονα, του καθηµερινού ανθρώπου. Αυτός είναι ο Πρόδροµος, ο µεγάλος Πρόδροµος.

∆εν είναι τυχαίο ότι πάνω στη φωνή του πάτησε αρχικά ο Καζαντζίδης.

Ναι, το έλεγε κι ο ίδιος. Αλλά αυτός είναι άλλη ιστορία, εκτός συναγωνισµού. Ο Καζαντζίδης είναι κάπου µόνος του.

Στην Καισαριανή γεννηθήκατε, µεγαλώσατε και δεν την εγκαταλείψατε ποτέ. Πώς θυµάστε τις παλιές γειτονιές;

Εδώ µέσα που βρισκόµαστε είναι κάτι που έχει αποµείνει από τότε και το φυλάµε σαν κόρη οφθαλµού. Η Καισαριανή είναι µια προσφυγική συνοικία η οποία έχει αγώνες και όπου η Αριστερά ήταν πάντα παρούσα. Μια συνοικία µε ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Ηταν κάτι µαγικό. Εχω ξεκινήσει τη γρίνα πολλά χρόνια, όχι τώρα. Οποτε έβλεπα την µπουλντόζα έξω από σπίτι για να το γκρεµίσει ράγιζε η καρδιά µου. ∆εν ξέρω αν είναι φυσιολογικό αλλά αυτά τα πράγµατα µε συγκλονίζανε αν και δεν θεωρώ τον εαυτό µου οπισθοδροµικό. Το παρελθόν για µένα είναι κάτι πολύ σηµαντικό. ∆εν είναι κάτι που σβήνει ή το µετανιώνεις. Το παρελθόν είναι η ίδια σου η ζωή, τα ίδια σου τα βήµατα. Είναι η µάνα σου, ο πατέρας σου, εκεί όπου γεννήθηκες, εκεί όπου πήρες τις αξίες σου σαν άνθρωπος. Η γνώση και η σοφία για το µέλλον. Η Καισαριανή ήταν και παραµένει έρωτας µεγάλος.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Ο πατέρας σας γεννήθηκε εδώ;

Ναι, στην Καισαριανή, το 1926. Ο παππούς και η γιαγιά µου ήταν από τον Μπουτζά της Σµύρνης. Μπουτζαλήδες τους έλεγαν εδώ· υπήρχαν και πολλοί Βουρλιώτες.

Ακόµη και χωρίς να γνωρίζει κανείς πληροφορίες για εσάς είναι σαφής αυτή η καταβολή στη µουσική σας. Η Σέριφος πόσο σας έχει επηρεάσει;

Στη Σέριφο έχω ζήσει και τα έπαιξα όλα για όλα. Εχω ένα πολύ µικρό σπίτι εκεί και µια βάρκα. Η µάνα µου γεννήθηκε εκεί το 1931. Στο βιβλίο έχω ένα κείµενο, το «Αρχοντόσπιτο», το οποίο είναι για εκείνη. Γεννήθηκε στο Μέγα Λιβάδι Σερίφου, την περιοχή όπου είχε γίνει η απεργία των µεταλλωρύχων το 1916 η οποία κατέληξε σε εξέγερση µε νεκρούς.

Η µάνα µου πέρασε ευτυχισµένα παιδικά χρόνια, αλλά µε τον πόλεµο έπεσε πείνα και οι άνθρωποι αποδεκατίστηκαν. ∆εν είχαν γη, ούτε ζώα, ήταν όλοι εργάτες. Η µάνα της και η αδερφή της πέθαναν από την πείνα. Απόµεινε η µάνα µου µε τον πατέρα της που δούλευε στα µεταλλεία εργάτης µε µια αδερφή διανοητικά καθυστερηµένη και µε έναν αδερφό που σκελετώθηκε από την πείνα. Οπότε στα εννιά της ανέλαβε το σπίτι. Αυτές οι τραυµατικές εµπειρίες που πέρασαν µέσα της και τη στιγµάτισαν σαν παιδάκι ήταν η καθηµερινή µας συζήτηση. Μου έλεγε ότι από την πείνα πάθαινε ό,τι παθαίνουν αυτοί στην έρηµο· έβλεπε τις πέτρες και νόµιζε ότι ήταν ψωµί. Αυτό το πράγµα η µάνα µου µου το έδινε. Ρουφούσα τη θλίψη της. Με στενοχωρούσε πάρα πολύ που αισθανόταν ότι δεν είχε δικαίωµα στην ευτυχία, λες και κουβαλούσε στην πλάτη της όλες τις αµαρτίες του κόσµου. Ηταν ένας άνθρωπος που θρηνούσε αλλά κι ένας άνθρωπος πολύ ευγενικός.

Το µαγαζί που είµαστε τώρα είναι το παλιό Μακάµι που είχατε;

Ναι, η µετέπειτα Μαγιοπούλα.

Εδώ σας είδε για πρώτη φορά ο Αγγελος Σφακιανάκης;

Εδώ γνωρίστηκα µε τον Τάσο τον Σαµαρτζή. Είχε απολυθεί κι αυτός φρέσκος από τον στρατό και είχε γράψει κάτι στίχους. Γνωριστήκαµε µε τον Τάσο και µπήκα στη διαδικασία να φτιάξω τη µουσική. Πήγαµε µαζί στον Καλδάρα. Μας δέχτηκαν ο κυρ Απόστολος και η γυναίκα του, η κυρία Λούλα. Εγώ τον είχα πολύ καλά µέσα µου τον Καλδάρα, καθότι είχα παρακολουθήσει όλες τις ταινίες του Ξανθόπουλου µε τη µάνα µου που πηγαίναµε τα µεσηµέρια σε έναν κινηµατογράφο εδώ, στη Νανά. Τελικά έβαλα τη µουσική σε τρία τραγούδια. Κι από κει τα άκουσε ο Σφακιανάκης και µε πήρε τηλέφωνο να µε ρωτήσει εάν είχα υλικό. Στον Αγγελο Σφακιανάκη χρωστάω σχεδόν τα πάντα. Του πήγα τα τραγούδια και πήγαµε µαζί στη Λύρα. Ο Μαραβέλιας είχε διακαή πόθο να τα πει η Μπέλλου.

Το έµαθα πρόσφατα αυτό. Τελικά γιατί δεν τα είπε;

Εκεί έφαγα την πρώτη κατραπακιά. Το ήθελα πάρα πολύ. Και η Μπέλλου τα γουστάριζε πολύ. Για δικούς της λόγους όµως δυστρόπησε ξαφνικά, χάλασε. Στενοχωρήθηκα πολύ. Γιατί τη θεωρώ βουνό, πάρα πολύ µεγάλη τραγουδίστρια.

(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Είχε τύχει να δείτε τον Τσιτσάνη στο Χάραµα;

Με το Χάραµα έχω µεγαλώσει, γιατί πήγαινα στο σχολείο που ήταν στο Σκοπευτήριο. Θυµάµαι εκείνη την κλασική ταµπέλα Τσιτσάνης – Μπέλλου. Κάθε σεζόν όταν ξεκινάγαµε εµείς τα µαθήµατα ξεκινάγανε και οι πρόβες. Οπότε ήτανε µόνιµο το στήσιµο και το χαλβάδιασµα απέξω µπας και τον ακούσω. Είχε µια µαύρη Mercedes και την άφηνε απέξω από το µαγαζί· στο πίσω κάθισµα είχε και κάνα µπαγλαµά. Μια φορά πήγα να τον δω και του ζήτησα συνέντευξη για ένα περιοδικό που βγάζαµε στο σχολείο. Μου είπε αν ήθελα να µου τη µαγνητοφωνήσει. Τελικά του ζήτησα να µου δώσει µια πένα. «Αυτά τα πράγµατα είναι εργαλεία» µου είπε και έβγαλε και µου έδωσε µια. Μια άλλη φορά τον είχα δει στην µπουάτ Θεµέλιο. Την Μπέλλου αργότερα πήγα και την άκουσα στο Χάραµα. Τον Τσιτσάνη δεν µπορούσα γιατί ήµουν παιδί του σχολείου, δεν είχα καν τη δυνατότητα να ξενυχτήσω.

Τα βιβλίο πώς προέκυψε;

Αυτό τραβάει πίσω ίσα µε τριάντα χρόνια. Είχα φύγει από δω για να παίξω σε ένα µαγαζί στην Πύλο για καλοκαίρι. Είχα πάει µε τη βέσπα που είχα φορτώσει µπουζούκια και άλλα πράγµατα. Επιασε βροχή στον δρόµο µετά τη Μεγαλόπολη και έκανα στάση στον Αγιο Φλώρο. Την άραξα εκεί, έβγαλα ένα µπλοκάκι και κάτι έγραψα: «Εκεί που φίλησε ο σκαντζόχοιρος το φίδι κύλησε το πρώτο δάκρυ του καλοκαιριού». Και έβαλα ένα ψευδώνυµο: Βράχος Σταυραετός. Μετά άρχισα και έγραφα και τα είχα σε µια κατάσταση χύµα. Κάποια στιγµή αποφάσισα να τα µεταφέρω σε ένα τετράδιο. Κάπως έτσι άρχισαν να µαζεύονται. Σε κάποια εκποµπή, στις «Συνακροάσεις» στο ∆εύτερο Πρόγραµµα, είπα ότι γράφω κείµενα και είδα ότι υπήρχε ενδιαφέρον. Ηρθαν κάποιοι, τα άκουσαν. Οµως από µέρους µου υπήρχε µεγάλη αναστολή – τι δουλειά έχω εγώ σε αυτό τον χώρο;

∆εν είχε πάντως την ίδια εντύπωση ο Μάνος Ελευθερίου.

Κάποια στιγµή έκανα εκποµπή στον 98,4 όπου κάποιος παρουσιάζει και προλογίζει τραγούδια. Οταν είχε γίνει η παρουσίαση της βιογραφίας του Χρήστου Νικολόπουλου στην Παλαιά Βουλή συνάντησα τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος είχε ακούσει την εκποµπή και µου είπε ότι του άρεσαν τα κείµενα µε τα οποία είχα προλογίσει τα τραγούδια. Οταν αποφάσισα να τον βρω δεν τα κατάφερα. ∆υο µέρες µετά ανακοινώθηκε ο θάνατός του. Εκείνος ήταν η αφορµή να ασχοληθώ περαιτέρω µε τα κείµενα.

Σας προκάλεσαν άγχος αυτά τα κείµενα ενώ τόσα χρόνια γράφετε στίχους;

Αυτά τα κείµενα είναι λιγάκι σκάψιµο στην ψυχή µου. Στην ουσία είναι η ζωή µου.

INF0

Το βιβλίο-CD «Aδολη σιωπή» του Βαγγέλη Κορακάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος

Documento Newsletter