Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο πρακτορείο άρθρων γνώμης Project Syndicate, ο νομπελίστας οικονομολόγος και καθηγητής στο επιφανές αμερικανικό πανεπιστήμιο Κολούμπια, Τζόζεφ Στίγκλιτς, ξεκαθαρίζει ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα στην υπόθεση της επίσημης αμφισβήτησης της κλιματικής αλλαγής από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του, καθώς και της επακόλουθης αποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ) από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Εξετάζει κατά πόσον ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι θέσεις του Αμερικανού προέδρου, ποιος πληρώνει το τίμημα και πώς θα μπορούσε να λυθεί το ζήτημα της έλλειψης εσόδων.
Στον ισχυρισμό του προέδρου Τραμπ ότι η Συμφωνία του Παρισιού ήταν κακή και άδικη για τις ΗΠΑ (προηγήθηκε το 2012 η αντιεπιστημονική δήλωσή του ότι «η έννοια της παγκόσμιας υπερθέρμανσης δημιουργήθηκε από και για τους Κινέζους, με στόχο να καταστήσουν μη-ανταγωνιστικό τον κατασκευαστικό τομέα των ΗΠΑ»), ο Τζόζεφ Στίγκλιτς απαντά με δεδομένα.
«Ιστορικά, οι ΗΠΑ έχουν συμβάλλει δυσανάλογα στην αυξανόμενη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα και μεταξύ των μεγάλων χωρών παραμένει ασυζητητί ο μεγαλύτερος κατά κεφαλήν εκπομπός διοξειδίου του άνθρακα ξεπερνώντας στο διπλάσιο τα ποσοστά εκπομπών της Κίνας και περί των δυόμιση φορών τα ποσοστά της Ευρώπης το 2013 (πρόκειται για την τελευταία φορά που η Παγκόσμια Τράπεζα δημοσίευσε ολοκληρωμένα δεδομένα)» λέει, υπενθυμίζοντας ότι «χάρη στα υψηλά έσοδά τους, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πολύ ευμενέστερη θέση ώστε να προσαρμοστούν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής σε σχέση με φτωχότερες χώρες, όπως η Ινδία και Κίνα, πόσο μάλλον κάποια χώρα χαμηλού εθνικού εισοδήματος στην Αφρική.»
Θύμα της μη βασιζόμενης σε επιστημονικά δεδομένα νέας πολιτικής των ΗΠΑ είναι ο υπόλοιπος πλανήτης, και ιδιαιτέρως τα πολύ φτωχά κράτη, σύμφωνα με τον Στίγκλιτς. «Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επιβάλλουν ένα άδικο φορτίο στα υπόλοιπα κράτη, τα οποία καλούνται να πληρώσουν την αδιαφορία της Αμερικής».
Ο προσκολλημένος στο παρελθόν Τραμπ αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις της τεχνολογίας και τις ευκαιρίες που προσφέρονται για την οικονομία. «Η υπόσχεσή [του Τραμπ] να ξαναδημιουργήσει θέσεις εργασίας στον τομέα εξόρυξης άνθρακα (οι οποίες σήμερα αγγίζουν τις 51 000, λιγότερες του 0,04% της μη γεωργικής απασχόλησης στις ΗΠΑ) παραβλέπει τις δριμείες συνθήκες και τους κινδύνους για την υγεία που συνεπάγεται αυτή η βιομηχανία, πόσο μάλλον το γεγονός ότι η πρόοδος της τεχνολογίας θα συνεχίσει να μειώνει τις θέσεις εργασίας σε αυτόν τον τομέα ακόμη κι αν η παραγωγή άνθρακα «αναστηθεί».
«Στην πραγματικότητα,» συνεχίζει ο Στίγκλιτς, «πολλές περισσότερες θέσεις εργασίας δημιουργούνται στον τομέα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε σχέση με αυτές που χάνονται στην παραγωγή άνθρακα. Η κατεύθυνση προς μια πράσινη οικονομία θα αύξανε σήμερα το εισόδημα στις ΗΠΑ και στο μέλλον την ανάπτυξη της οικονομίας τους.»
Όσον αφορά τα προβλήματα της έλλειψης εσόδων και της ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, η λύση που προτείνει ο διακεκριμένος οικονομολόγος βρίσκεται στην επιβολή χρέωσης, φόρου δηλαδή, για τις εξαιρετικά ρυπογόνες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
«Με αυτό τον τρόπο εταιρείες και νοικοκυριά θα έβρισκαν κίνητρο ώστε να αναβαθμιστούν και να μπουν στον κόσμο του μέλλοντος. Άλλες επιχειρήσεις θα εύρισκαν κίνητρο να καινοτομήσουν στον τομέα των τεχνολογιών για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης, αποκτώντας ένα δυναμικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» καταλήγει ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος.