Ενας μακρόσυρτος λυγμός διαπερνά τους τοίχους των προσωπικών μας φυλακών πυροδοτώντας την ανατροπή της θλιβερής μας κανονικότητας
Φόρεσα τα γάντια, τη µάσκα, τα γυαλιά και το καπέλο. Η συνθήκη επέβαλλε τη χρήση πανοπλίας. Ανοιξα το παράθυρο. Ηταν η ώρα που έκλεβα εικόνες από την καθηµερινότητα των άλλων. Οµως σήµερα δεν ήταν αρκετό. Ο «ήχος» µε είχε κατακλύσει. Είχε ξυπνήσει ό,τι µε κόπο είχα φροντίσει να θαφτεί. Επιθυµούσα να αφουγκραστώ ένα κορµί, να εισπνεύσω ένα επιφώνηµα, να µελετήσω ένα πρόσωπο µε σηµάδια από ζωή. Αποφάσισα, λοιπόν, να το τολµήσω.
Κατευθύνθηκα προς το φαρµακείο της γειτονιάς. Καθώς πλησίαζα άρχισα να νιώθω δυσφορία. Εξω από το µαγαζί σχηµατιζόταν µια ουρά. Ολοι αυτοί θα έµπαιναν µέσα πριν από εµένα, θα έπιαναν τα πράγµατα πριν από εµένα, θα ανέπνεαν αβίαστα παντού, θα… Κοντοστάθηκα. Ο ήλιος έκαιγε φιλόξενα το δέρµα. Τι ωραία που έµοιαζαν τα σώµατα! Πόσο όµοιοι είµαστε όλοι µες στην καταστροφή… Η καµπούρα από το βάρος. Το αίσθηµα της ανησυχίας από τα πόδια ως την κορφή. Οι παλάµες σε γροθιά και το πέλµα έτοιµο να τραπεί εκτάκτως σε φυγή. Οι αλυσίδες. Μια λάθος κίνηση µπορεί να αποβεί θανατηφόρα. Για σένα και για τους υπόλοιπους. Γι’ αυτούς που αγαπάς. Αυτό είναι το φορτίο. Γι’ αυτό έκοψα κάθε επαφή. ∆εν άντεχα να είµαι εκείνος που θα φέρει τον ιό µέσα στο σπίτι. Κλείστηκα σε έναν µικρό άγνωστο χώρο από τον οποίο δεν έχω ξεµυτίσει ούτε στιγµή.
Σήµερα, ωστόσο, λαχτάρησα να βγω. Εκανα µια παρασπονδία. Αλλά τώρα κοντοστέκοµαι. ∆εν ξέρω αν είµαι διατεθειµένος να ρισκάρω. Μπορώ να τρέφοµαι µε όσπρια, ρύζι, µακαρόνια. Μπορώ να βάλω χαρτί µέσα στα αυτιά, να συµφιλιωθώ επιτέλους µε τον «ήχο». Ναι, µπορώ να ζήσω µε ό,τι υπάρχει σε αφθονία στο κλουβί. Αυτό ήταν άλλωστε το νόηµα της αγγελίας ενοικίασης: «∆ιατίθενται χώροι πλήρως εξοπλισµένοι για περιπτώσεις καραντίνας». Η τιµή δεν ήταν βέβαια φιλική. Αλλά ποιος νοιάζεται αυτή την εποχή; Ηµουν µια χαρά µέσα στην πέτρινη κουφάλα. Μέχρι που άρχισε ο «ήχος». Πρόκειται για έναν µακρόσυρτο λυγµό ο οποίος αναβλύζει από το κλουβί στα δεξιά µου. Το κλάµα µε ταράζει. Φέρει µέσα του οργή και πόνο και ορµή και µια θανάσιµη επιθυµία για ζωή. Ο σπαραγµός δεν σταµατάει ούτε τη νύχτα. Ισα ίσα… Σταδιακά γίνεται ακόµη εντονότερος. Με κάνει να θέλω να χαϊδέψω, να φιλήσω, να χωθώ στην αγκαλιά. Γι’ αυτό αποφάσισα να βγω. Αναζητώ να απαλλαγώ. Προσπαθώ να ελέγξω την επιθυµία να αγγίξω το πλάσµα που βρίσκεται στο διπλανό κλουβί και µαζί του όλο τον κόσµο.
Πρέπει να φτάσω στην ουρά. Πρέπει να ενισχύσω µέσα µου τον φόβο. Μην ξεχνάς. Εχουν πεθάνει τόσοι άνθρωποι. Είναι ύπουλος ετούτος ο εχθρός. Αόρατος. Πανταχού παρών. Ζαλίζοµαι! Τα πόδια µου βαραίνουν. Ολη µέρα κάνω µόνο τα απαραίτητα µα είµαι τόσο κουρασµένος. Πρέπει να πάρω µια απόφαση: θα δείξω θάρρος και τελικά θα µπω στη µάχη ή θα επιστρέψω στο κλουβί χωρίς ανδρεία, χωρίς έκθεση, χωρίς ωτοασπίδες, χωρίς… Το εν λόγω κλάµα επανέρχεται στα αυτιά. ∆ιαπερνά τα σωθικά. Θυµίζει όσα άφησα ξοπίσω κι όσα δεν θα είναι ποτέ εκ νέου υπαρκτά· φέρει αρώµατα και λέξεις κι ένα χαµόγελο από λύπη µιας και η ελπίδα συνδέεται τόσο πολύ µε τον ορίζοντα και «εκείνοι» µας το έχουν πει από καιρό: δεν ξέρουµε πότε θα λήξει όλο αυτό, αγνοούµε, εξερευνούµε, είναι παντοδύναµος ο αντίπαλος, κερδίζει. Οχι, δεν έχω πολεµήσει, δεν έχω πιάσει όπλο ούτε έχω φτιάξει οχυρό, δεν έχω περίσσευµα από δύναµη ή κουράγιο, εξαντλούµαι και δεν ξέρω από πού και πότε να πιαστώ, έκανα ακριβώς ό,τι µου είπατε, έχουµε άλλον τόσο δρόµο, ίσως ακόµη περισσότερο, γιατί δεν µπορώ να αποδεχτώ;
Θα προχωρήσω. Ναι, θα φτάσω στην ουρά. Θα κρατήσω απόσταση ασφαλείας. Θα κάνω υποµονή. Αρκεί να πάρω επτά σετ ωτοασπίδες! Ενα για κάθε µέρα, κάθε εβδοµάδα, κάθε µήνα για την υπόλοιπη έγκλειστη ζωή. Μετράω πέντε πελάτες πριν από εµένα και τρεις ακόµη πιο µετά. Ενα σφίξιµο στον κόρφο, στο στοµάχι, στο υπογάστριο δυσκολεύει την κατάσταση. Με πλησιάζει ένα παιδί. Παρατηρεί το πρόσωπό µου. ∆εν ξέρω τι βλέπει αλλά ξεθαρρεύει και έρχεται ακόµη πιο κοντά. Χαµογελάει. Η µορφή του είναι όµορφη, αγνή και λαµπερή. Νιώθω σφοδρή ταχυκαρδία, ανησυχία, θέλω να διώξω το παιδί, να το στείλω από εκεί που ’ρθε, ψάχνω τριγύρω αλλά δεν βλέπω τον γονιό, κανείς δεν κοιτάζει τον άλλο µες στα µάτια, όλοι έχουν στραµµένο το βλέµµα πλέον προς το «κακό», το παιδί πλησιάζει περισσότερο, δεν µπορώ να ανασάνω, το µικροσκοπικό κορµί αγκαλιάζει απότοµα τα πόδια µου, τα σφίγγει, εγώ πιάνω τα µπράτσα του µε δύναµη, τα ξετυλίγω, τα σπρώχνω µακριά και τρέχω, τρέχω, τρέχω µε το κλάµα του πεσµένου κορµιού µέσα στα αυτιά, τον κίνδυνο του ιού στα σωθικά και στη ζωή, αχ τη ζωή, µόνο µου µέληµα. Μην κλαις… Θα περάσει και αυτό. Είσαι ζωντανός ακόµη.
Η Τζούλια Γκανάσου είναι συγγραφέας