Mια άγνωστη συνέντευξη -αποχαιρετισμός στον Ελληνα που έγραψε ιστορία στη Νότια Αφρική
«Τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του με φωνάζουν θείο Γιώργο. Εκείνος λέει ότι είμαι ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο δεν έχει τσακωθεί και, αλήθεια, δεν θα τσακωθούμε ποτέ!». Και έτσι ακριβώς έγινε στα 65 χρόνια της φιλίας τους.
Ο «θείος Γιώργος» ήταν ο Τζορτζ Μπίζος. Ο καρδιακός φίλος του δεν ήταν άλλος από τον Νέλσον Μαντέλα. Το 2013, δύο χρόνια μετά τη συνέντευξη, ο Μαντέλα φεύγει από τη ζωή. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 ο Μπίζος τον ακολούθησε. Ηταν πλήρης εμπειριών.
Ο Τζορτζ Μπίζος ήταν το alter ego του Νέλσον Μαντέλα, του ανθρώπου που άλλαξε τη μοίρα μιας βαθιά τραυματισμένης ηπείρου. Για τη Νότια Αφρική ο Μπίζος ήταν ο ήρωας δίπλα στον ήρωα. Για τον πλανήτη ήταν ο Ελληνας δικηγόρος που γλίτωσε τον φυλακισμένο ηγέτη από τη θανατική ποινή στην περίφημη δίκη της Ριβόνια. Για το πάνθεον της Ιστορίας ήταν «ο λευκός που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των μαύρων».
Το 2011 δοκίμασα την τύχη μου: τηλεφώνησα στο δικηγορικό του γραφείο στο Γιοχάνεσμπουργκ για να του ζητήσω συνέντευξη. Στα 83 του χρόνια ήταν καθημερινά παρών. Ετοιμος για νέους αγώνες, νέες αγορεύσεις. Μπορεί τότε να μην υπήρχαν οι βιντεοκλήσεις, όμως από το ηχόχρωμα της φωνής της τηλεφωνήτριας φαινόταν ο σεβασμός της για εκείνον, αντικατοπτρίζοντας τον σεβασμό ενός λαού.
Οταν λέω ότι καλώ από την Ελλάδα, τότε… σχεδόν μαγικά και προτού το καταλάβω με καλωσορίζει στα ελληνικά ο ίδιος ο Μπίζος: «Καλημέρα σας, με ψάχνετε;». Ποτέ δεν θα ξεχάσει ή θα μπερδέψει τα ελληνικά του, θυμάται τα πάντα με απόλυτη ακρίβεια. Στιγμή δεν θα ανέβει στο δικαιωματικό αυτάρεσκο βάθρο ενός ανθρώπου που όχι μόνο έζησε την Ιστορία αλλά τη συνδιαμόρφωσε… Η μόνη στιγμή που ξεφεύγει είναι όταν γεμάτος καμάρι μου λέει: «Τα καλοκαίρια που ερχόμαστε στην Ελλάδα με την οικογένειά μου παίρνω σπόρους και τους φυτεύω στον κήπο του σπιτιού μας στο Γιοχάνεσμπουργκ. Είμαι πολύ περήφανος για τον λαχανόκηπό μου, έτσι τρώνε τα παιδιά και τα εγγόνια μου ελληνικά φρούτα και λαχανικά, όπως κι εγώ όταν ζούσα στην πατρίδα». Ομως ο δικός του… σπόρος δεν είναι μόνο αυτός από το μποστανάκι του…
Στον πυρήνα της Κατοχής ήσασταν έφηβος. Ποια στιγμή ο πατέρας σας αποφασίζει να αλλάξετε τη μοίρα σας;
Τον Οκτώβριο του 1941 ήμουν 13 χρόνων, εκείνη την εποχή ο μπαμπάς μου ήταν πρόεδρος στο χωριό μας, στο Βασιλίτσι της Μεσσηνίας. Φοβόταν ότι οι Γερμανοί θα έμπαιναν στα μέρη μας και θα έκαναν τα παιδιά γενίτσαρους, όπως οι Τούρκοι. Ετσι πήραμε το πλοίο για Κρήτη. Το σχέδιο ήταν να ακολουθήσουν αργότερα η μητέρα και τα αδέρφια μου. Δεν φοβήθηκα ούτε λεπτό, άλλωστε τα παιδιά αγαπούν την περιπέτεια και εγώ δεν ήμουν εξαίρεση. Τρεις μέρες πριν φτάσουμε στην Κρήτη μας μάζεψε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο που πήγαινε να βοηθήσει το νησί. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει κι εκεί τις επιθέσεις. Οι Αγγλοι είχαν τελικό προορισμό την Αίγυπτο, πήγαμε μαζί τους. Τότε είδα πρώτη φορά ανθρώπους άλλου χρώματος, άντρες που δεν φορούσαν παντελόνια αλλά «φουστάνια» (κελεμπίες). Ο πατέρας πήγε στο Κάιρο να δουλέψει και για λίγο καιρό έμεινα σε ορφανοτροφείο στην Αλεξάνδρεια. Οταν επέστρεψε μου ανακοίνωσε ότι θα φεύγαμε για Νότια Αφρική.
Πώς επελέγη η Νότια Αφρική ως ο τελικός προορισμός σας;
Τότε ακουγόταν πολύ έντονα ότι η Νότια Αφρική ήταν ένας παράδεισος πλούτου. Περπατάς και βρίσκεις παντού διαμάντια και χρυσάφια. Τον Αύγουστο του 1941 μπαρκάραμε σε ένα πλοίο γεμάτο μετανάστες, πρόσφυγες και αιχμαλώτους…
Ποια ήταν η αρχική εντύπωση για τον τόπο που θα γινόταν η νέα σας πατρίδα; Πώς κύλησαν τα πρώτα χρόνια;
Οταν φτάσαμε στην προκυμαία είδα μαύρους ιθαγενείς ιδρωμένους και ρακένδυτους να σέρνουν καρότσια φορτωμένα με φρούτα και ζαρζαβατικά. Οσο φτωχοί και να ήμασταν στην Ελλάδα, γι’ αυτές τις δουλειές είχαμε ζώα. Ακόμη και οι χαμάληδες της Καλαμάτας δεν ήταν εξαθλιωμένοι. Τα πρώτα τρία χρόνια δούλευα σε παντοπωλείο, δεν πήγαινα σχολείο, δεν ήξερα ούτε αφρικανικά ούτε αγγλικά. Κάποια στιγμή η ιστορία του ξεριζωμού μας από την Ελλάδα έγινε άρθρο σε τοπική εφημερίδα. Τότε μια πελάτισσα του μαγαζιού προθυμοποιήθηκε να μου κάνει μαθήματα. Την επόμενη χρονιά πήγα σχολείο. Τελειόφοιτος πλέον αποφάσισα να μη γίνω γιατρός, όπως ήθελε ο πατέρας μου…
Κάπως έτσι από Γιώργος γίνατε ο Τζορτζ που ονειρευόταν να διαπρέψει ως δικηγόρος. Στο πανεπιστήμιο συναντήσατε έναν φοιτητή που ήταν μπροστάρης ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς. Θυμάστε την πρώτη γνωριμία σας με τον Νέλσον Μαντέλα;
Πώς να την ξεχάσω; Πρωτοσυναντηθήκαμε το 1948, όταν εκείνος ήταν τεταρτοετής και εγώ στο πρώτο έτος. Ηταν εννέα χρόνια μεγαλύτερός μου και ηγέτης του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC). Τότε οι μαύροι φοιτητές ήταν ελάχιστοι και δεν είχαν δικαίωμα ούτε στην κοινωνική ούτε στην αθλητική ζωή. Υπήρχε αναβρασμός, ταραχές και ο Μαντέλα πρωτοστατούσε στις διαδηλώσεις. Οι λόγοι του έβγαζαν φωτιά. Σύντομα από απλοί γνωστοί γίναμε συναγωνιστές και φίλοι. Από το 1954 έως το 1961 δικηγορούσαμε μαζί και κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις.
Η φιλία σας ερχόταν ενάντια στο απαρτχάιντ που καταδίκαζε τους μαύρους σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Η φιλία ανάμεσα σε έναν λευκό και έναν μαύρο όχι μόνο ξένιζε αλλά ήταν και απαγορευτική. Δεν μπορούσαμε να πάμε μαζί στο ίδιο εστιατόριο, το ίδιο καφέ, το ίδιο λεωφορείο. Χρειαζόμουν ειδική άδεια για να πάω στο Σοβέτο και να επισκεφτώ το σπίτι του, όμως τις περισσότερες φορές πήγαινα κρυφά, ως μορφή αντίστασης. Δεν ήθελα να τους… νομιμοποιήσω ζητώντας την έγκρισή τους για να κάνω το αυτονόητο.
«Χρειαζόμουν ειδική άδεια για να πάω στο Σοβέτο και να επισκεφτώ το σπίτι του, όμως τις περισσότερες φορές πήγαινα κρυφά, ως μορφή αντίστασης.
Δεν ήθελα να τους… νομιμοποιήσω ζητώντας την έγκρισή τους για να κάνω το αυτονόητο»
Στις 5 Αυγούστου 1962 η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής συνέλαβε τον Μαντέλα και εσείς ηγούσαστε της ομάδας των συνηγόρων του. Στις 26 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη που αποτελεί σημείο αναφοράς στα παγκόσμια δικαστικά χρονικά. Πώς δομήσατε την υπερασπιστική γραμμή;
Η κατηγορία που έπρεπε να καταρρίψουμε ήταν αυτή της εσχάτης προδοσίας. Υστερα από πολλές συσκέψεις με τη νομική ομάδα μας αποφάσισα ότι θα δίναμε «χαρακτήρα» στον Μαντέλα και στους άλλους συγκατηγορούμενους. Στόχος ήταν να τους αναδείξουμε ως κατήγορους του καθεστώτος. Επί μήνες προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ότι δεν ήταν προδότες της πατρίδας αλλά η φωνή ενός κόσμου που υπέφερε.
Στις 20 Απριλίου 1964 ο Μαντέλα πήρε τον λόγο, είχε έρθει η στιγμή της απολογίας του…
Την απολογία του την έγραψε απόλυτα μόνος. Ανέπτυσσε τις αρχές, τις αξίες, τις θέσεις του, όμως σε κάποιο σημείο σημείωνε: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω για την κοινωνία που αγωνίστηκα». Διαφώνησα. Ηταν σαν να τους προκαλούσε να τον εκτελέσουν. Δεν ήθελα να δώσει την εικόνα του οσιομάρτυρα και του αντιπρότεινα μια άλλη προσέγγιση. Να υποστηρίξει πως «αν χρειάζεται, είμαι έτοιμος να πεθάνω». Η διαφορά μοιάζει μικρή, αλλά αλλάζει την ουσία. Ο Μαντέλα κατάλαβε τη συλλογιστική μου και συμφώνησε. Η επιλογή μας δικαιώθηκε. Πείσαμε τους δικαστές. Δεν του επιβλήθηκε η θανατική ποινή αλλά τα ισόβια δεσμά. Ηταν μεγάλη νίκη, μια ιστορική απόφαση. Ο Μαντέλα δεν εκτελέστηκε και το κίνημα κατά του απαρτχάιντ αποκτούσε βαθιές ρίζες.
Εκείνη η πρόταση άλλαξε καθοριστικά την έκβαση της δίκης. Τελικά έμεινε στη φυλακή 27 χρόνια. Εχασε ποτέ την πίστη του;
Ακόμη και στα δύσκολα δεν κουραζόταν να εμψυχώνει τους συναγωνιστές του. Για εκείνον νικητής ήταν ο ονειροπόλος που δεν τα παράτησε ποτέ. Ο Μαντέλα ήταν ελεύθερη ψυχή. Ηταν απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν θα πέθαινε στη φυλακή. Ακόμη και πίσω από τα κάγκελα εξηγούσε στους λευκούς φύλακες το δίκαιο των αγώνων του και το λάθος τους να φοβούνται τους μαύρους. Πίστευε ότι η χώρα ανήκει σε όλους και όχι στους λίγους. Την πρώτη φορά που τον επισκέφτηκα στη φυλακή εμφανίστηκε με οκτώ δεσμοφύλακες και μου είπε με το γνωστό του χιούμορ: «Συγγνώμη, δεν σε σύστησα στην… τιμητική φρουρά μου». Ηταν η πρώτη φορά που έβλεπαν λευκό δικηγόρο να υπερασπίζεται μαύρο κατηγορούμενο.
Ένας από τους λόγους που είχατε «δέσει» με τον Μαντέλα ήταν και η αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα;
Οπως στην ελεύθερη ζωή του έτσι και στο κελί διάβαζε πολύ και κυρίως τους αρχαίους Ελληνες. Μάλιστα, κάποτε μαζί με άλλους φυλακισμένους ανέβασε μια παράσταση, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Εκείνος έπαιξε τον Κρέοντα.
Οι αρχές ποτέ δεν συνειδητοποίησαν το νόημα που πέρασε με αυτό τον τρόπο. Αργότερα, όταν πια ο Μαντέλα ήταν ελεύθερος και διεξάχθηκαν οι πρώτες διαφυλετικές εκλογές, συντάξαμε μαζί το καινούργιο σύνταγμα της Νότιας Αφρικής. Ηταν στο πνεύμα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Ο Μαντέλα συνήθιζε να λέει: «Η αρχαία Ελλάδα είναι η μητέρα της δημοκρατίας και η Νότια Αφρική η νεότερη κόρη της».
Πώς έχει καταγραφεί στη μνήμη σας η 11η Φεβρουαρίου 1990, η μέρα που ανέπνευσε ξανά ελεύθερος ο Μαντέλα αλλά και η Νότια Αφρική;
Οταν τον είδα να βγαίνει από τη φυλακή κρατώντας το χέρι της Γουίνι δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Ηταν από τις συγκλονιστικότερες στιγμές της ζωής μου. Τα λόγια που απηύθυνε στο πλήθος ήταν όλα όσα πιστεύαμε: «Είκοσι επτά χρόνια δεν άλλαξαν ούτε στιγμή τη θέληση και την πίστη να αγωνιστώ για την ελευθερία».
Η επόμενη ερώτηση ήταν: «Η ζωή σας πάντα στην πρώτη γραμμή. Αγώνες, πάμπολλες ώρες στις δικαστικές αίθουσες, αξιώματα, τιμές και σταθερός φίλος του Νέλσον Μαντέλα…». Δεν προλαβαίνω να την ολοκληρώσω. Εχει καταλάβει πού το πάω και σχολιάζει ντροπαλά, σχεδόν παιδικά: «Κάποιες φορές με έχουν παινέψει περισσότερο από όσο αξίζω». Χτυπάει το τηλέφωνό του, ήταν ο οδηγός που θα τον μετέφερε στον δικό του Νέλσον. «Πρέπει να σας αποχαιρετήσω, δεν θέλω να τον αφήσω να με περιμένει. Τους χαιρετισμούς μου στην πατρίδα».