Τζόναθαν Κόου: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντία στην “αγγλικότητα”»

Τζόναθαν Κόου: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντία στην “αγγλικότητα”»
©Josefina Melo

Τον χαρακτηρίζουν χρονογράφο της «αγγλικότητας», κάτι που ο ίδιος ούτε επιδίωξε ποτέ ούτε αποδέχεται. Η ανάγκη του Τζόναθαν Κόου να περιγράψει τη βρετανική κοινωνία έχει πολύ πιο ουσιαστικό κίνητρο. Είναι η βαθιά του επιθυμία να κατανοήσει τις συνθήκες που διαμόρφωσαν την κοινωνία στην οποία μεγάλωσε. Γι’ αυτό επανέρχεται στη σύγχρονη ιστορία της χώρας του φωτίζοντάς την κάθε φορά από άλλη πλευρά.

Το νέο βιβλίο του «Μπόρνβιλ: Το διαιρεμένο βασίλειο» εκτυλίσσεται με φόντο το εργοστάσιο σοκολάτας Cadbury στο Μπόρνβιλ του Μπέρμιγχαμ. Κεντρική ηρωίδα είναι η Μαίρη, η πορεία της οποίας βασίζεται στη ζωή της μητέρας του συγγραφέα. Μέσα από τα βιώματά της ο αναγνώστης ταξιδεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο με επτά στάσεις που καλύπτουν την περίοδο από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι σήμερα. Το βιβλίο, ίσως το πιο προσωπικό του Κόου –ειδικά στο τελευταίο μέρος όπου αποτυπώνεται η εμπειρία του από τον θάνατο της μητέρας του κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κλείνει, όπως λέει ο ίδιος, τον κύκλο των βιβλίων στα οποία επιστρέφει στο παρελθόν. Λίγες μέρες προτού ο Αγγλος συγγραφέας βρεθεί στην Ελλάδα για να συνομιλήσει με το κοινό (26/4 στις 19.00 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης & 28/4 στις 19.00 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) μίλησε στο Documento.

Σας αποκαλούν «χρονογράφο της αγγλικότητας». Τι είναι λοιπόν η «αγγλικότητα» και πόση σχέση έχει ο μέσος Λονδρέζος με τον μέσο Βρετανό;

Το γεγονός ότι κάποιοι με αποκαλούν έτσι δεν σημαίνει ότι ισχύει κιόλας. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντία στην «αγγλικότητα», η οποία αποτελεί ένα περίεργο φαινόμενο που ουσιαστικά κανείς δεν κατανοεί. Νομίζω ότι στην ουσία μας δεν διαφέρουμε τόσο από τους άλλους Ευρωπαίους, εκτός από τη νησιωτική μας νοοτροπία και την απίστευτη ικανότητά μας να κρατάμε τα συναισθήματά μας θαμμένα και καταπιεσμένα (αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι δεν έχουμε καθόλου συναισθήματα – μάλλον συμβαίνει το αντίθετο). Και, φυσικά, το Λονδίνο είναι διαφορετικό από τις μικρότερες πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου ή τα χωριά του, αλλά δεν νιώθω άνετα να μιλάω ούτε για τον μέσο Λονδρέζο ούτε για τον μέσο Βρετανό. Επέλεξα να ασχοληθώ με τη μυθοπλασία και όχι με τη δημοσιογραφία για να αποφεύγω τέτοιες γενικεύσεις. Η μυθοπλασία στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να καταρρίψει αυτήν τη διάκριση μεταξύ του γενικού και του ειδικού, συμβάλλοντας στον σεβασμό των ατομικών ταυτοτήτων των ανθρώπων, ενώ παράλληλα μπορεί να τους αναδείξει σε αρχετυπικές φιγούρες.

Στο βιβλίο σας η ιστορία της Μαίρης αρχίζει να ξεδιπλώνεται στις 8 Μαΐου 1945 όταν η φωνή του Ουίνστον Τσόρτσιλ ακούγεται από το ραδιόφωνο της οικογένειας να αναγγέλλει το τέλος του πολέμου. Αποτελεί ο Τσόρτσιλ τοτέμ για τους Βρετανούς;

Και πάλι δυσκολεύομαι να γενικεύσω. Μπορώ μόνο να πω ότι αυτό ισχύει για ορισμένους Βρετανούς. Οχι τόσο για τη νεότερη γενιά όσο για όσους πάνω από τα 70 θα μπορούσαν να θυμούνται αμυδρά μια εποχή κατά την οποία ο Τσόρτσιλ είχε ακόμη σημαντική παρουσία στο βρετανικό πολιτικό τοπίο. Εχει περάσει όμως πολύς καιρός από τότε. Για τη νεότερη γενιά είναι περισσότερο μια μυθική προσωπικότητα και, όπως, συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις αμφισβητείται έντονα. Είναι τελικά ο άνθρωπος που έσωσε την Ευρώπη από τον ναζισμό ή ένας ρατσιστής και αποικιοκράτης; Ως συνήθως η αλήθεια βρίσκεται στα ψιλά γράμματα, είναι αντιφατική και περίπλοκη. Προσωπικά πιστεύω ότι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά με τον Τσόρτσιλ είναι ότι υποστήριξε τη δημιουργία των νέων «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» μετά τον πόλεμο. Και αυτό φορτίζει με ειρωνεία το γεγονός ότι επικαλέστηκαν το όνομά του οι υποστηρικτές του Brexit.

Μετά το Brexit τι έχει αλλάξει στη ζωή σας;

Εχουν προκύψει μικρές ταλαιπωρίες σε προσωπικό επίπεδο, όπως οι μεγάλες ουρές στο αεροδρόμιο επειδή για να ταξιδέψουμε πρέπει πλέον να σφραγιστεί το διαβατήριό μας. Σε εθνική κλίμακα αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με την οικονομία της χώρας, τις εισαγωγές και εξαγωγές των αγαθών, την αύξηση των τιμών, τα κενά ράφια των σουπερμάρκετ. Ωστόσο πιο ανησυχητικό από όλα είναι η συνειδητοποίηση ότι στο νησί μου ζουν άνθρωποι με ριζικά διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο. Ορισμένοι επιθυμούν τη συνεργασία μεταξύ των εθνών, ενώ άλλοι επιδιώκουν ισχυρή επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας και της ανεξαρτησίας. Κάποιοι δηλαδή θεωρούν σημαντική την ανάπτυξη στενότερων δεσμών με τους Ευρωπαίους γείτονές μας, άλλοι θέλουν να υψώσουν τείχη. Μετά το Brexit αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τον εαυτό μας ως έθνος, αυτό όμως δεν μας κάνει να νιώθουμε πιο ήρεμοι. Πλέον έχουμε πολύ ξεκάθαρη εικόνα για όσα μας χωρίζουν.

Είναι μεγάλο το ποσοστό του πληθυσμού που ονειρεύεται την επιστροφή στις «ένδοξες μέρες» της Bρετανικής Aυτοκρατορίας;

Οχι, δεν νομίζω. Και αν υπάρχει, το συναντάς μόνο στις μεγαλύτερες ηλικίες, από όπου προήλθε το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων υπέρ του Brexit. Η νεότερη γενιά είναι πιο πιθανό να ντρέπεται για την αποικιοκρατική ιστορία μας. Υπάρχει τεράστια αλλαγή στη στάση μεταξύ των γενεών, όχι μόνο σε αυτό το θέμα αλλά και σε πολλά άλλα.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε τη ζωή της Μαίρης μέσα από κομβικά γεγονότα στη βρετανική συλλογική ζωή. Τέσσερα από τα επτά γύρω από τα οποία πλέκεται η ιστορία αφορούν τη βασιλική οικογένεια. Τα επιλέξατε με στόχο να προσεγγίσετε το πιο συντηρητικό βρετανικό αναγνωστικό κοινό ή αποτελεί δική σας πολιτική ανάγκη η θέαση μέσα από ένα πιο συντηρητικό πρίσμα;

Προσωπικά δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για τη βασιλική οικογένεια. Επέλεξα αυτά τα επτά γεγονότα γιατί αυτά θυμάμαι πιο έντονα από τη ζωή της δικής μου οικογένειας – η οποία σίγουρα ήταν κατ’ ουσίαν συντηρητική, μεσαίας τάξης και συμβατική. Δεν νομίζω ότι γίνομαι πιο συντηρητικός με τα χρόνια, αλλά με τα χρόνια αυξάνεται η περιέργειά μου για τους συντηρητικούς, για την κοσμοθεώρηση και τις προτεραιότητές τους που μου φαίνονται τόσο διαφορετικές από τις δικές μου. Θέλω να προσπαθήσω να τους καταλάβω, αλλά μου φαίνεται δύσκολο. Μου είναι τόσο προφανές ότι πρέπει να βαδίσουμε προς μια πιο οικονομικά ισότιμη και περιβαλλοντικά υπεύθυνη κοινωνία και με εκπλήσσει που τόσοι άνθρωποι διαφωνούν.

Ο χαρακτήρας της Μαίρης στο βιβλίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα σας. Η ανάδειξή της σε κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας σάς βοήθησε να την κατανοήσετε εις βάθος;

Ναι, αν και ο στόχος δεν ήταν πραγματικά να την καταλάβω καλύτερα, αλλά να μπορέσω να νιώσω ξανά κοντά της μετά τον θάνατό της. Ενα από τα παράδοξα που συμβαίνουν όταν πεθαίνει και ο δεύτερος γονιός σου είναι ότι περνάς ένα διάστημα σε μια φάση περίεργης και ασυνήθιστης εγγύτητας μαζί του, γιατί πρέπει να έρθεις σε επαφή με τα προσωπικά του αντικείμενα, να πετάξεις κάποια από αυτά και να αδειάσεις το σπίτι του. Την περίοδο που το έκανα βρήκα γράμματα, ημερολόγια και φωτογραφίες της μητέρας μου που δεν είχα ξαναδεί. Δεν έπεσα πάνω σε συγκλονιστικές αποκαλύψεις αλλά κατά κάποιον τρόπο άρχισα να τη γνωρίζω καλύτερα από όταν ζούσε. Βέβαια, η τραγωδία είναι ότι θέλεις να συζητήσεις όλα όσα ανακαλύπτεις για τον γονιό σου με εκείνον όμως δεν θα μπορέσεις ποτέ να το κάνεις.

Πώς επέδρασε στη ζωή σας η απώλειά της;

Τα συναισθήματα που επικράτησαν το πρώτο διάστημα ήταν συντριπτικά. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου –πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια από τότε που πέθανε– υπάρχει και μια πιο θετική πλευρά, με την έννοια ότι βιώνω το κλείσιμο ενός κύκλου. Ολα μου τα βιβλία μέχρι στιγμής τα έχει στοιχειώσει η παιδική μου ηλικία. Αυτό ισχύει τόσο για τα πολιτικά –όπως το «Τι ωραίο πλιάτσικο!»– όσο και για τα υποτιθέμενα πιο προσωπικά – όπως το «Σαν τη βροχή πριν πέσει». Μετά το «Μπόρνβιλ» δεν αισθάνομαι επιτακτικά την ανάγκη να επιστρέψω στο παρελθόν. Φαντάζομαι ότι το επόμενο βιβλίο θα είναι αρκετά διαφορετικό.

Τι έχει αλλάξει λοιπόν στον τρόπο που βλέπετε τα πράγματα από την εποχή τού «Τι ωραίο πλιάτσικο!»;

Η πολιτική μου θέση δεν έχει διαφοροποιηθεί πολύ από τότε. Αυτό που έχει μεταβληθεί είναι η αντίληψή μου σχετικά με το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να πετύχει ένα μυθιστόρημα. Κατά κάποιον τρόπο, το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» μου φαίνεται πλέον αφελές γιατί όταν το έγραψα πίστευα ότι θα μπορούσε να αλλάξει τη γνώμη των ανθρώπων για ορισμένα πράγματα. Πλέον συνειδητοποιώ ότι ο τόνος του βιβλίου ήταν τόσο οργισμένος και η πολεμική τόσο άμεση που απλώς απέτρεψαν πολλούς από το να το διαβάσουν. Τώρα –και ίσως αυτό να είναι εξίσου αφελές– προσπαθώ να γράφω λιγότερο φορτισμένα και πιο δίκαια, ώστε να μπορούν να διαβάσουν τα βιβλία μου και οι αναγνώστες που έχουν διαφορετική πολιτική άποψη από μένα. Ταυτόχρονα προσπαθώ να εισάγω στην ιστορία μερικά ανατρεπτικά στοιχεία με στόχο την έκπληξη.

Στο «Μπόρνβιλ» υπάρχουν αναφορές στον Τζέιμς Μποντ. Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει συζήτηση σχετικά με τις «ενοχλητικές» λέξεις που έχουν αφαιρεθεί από τα βιβλία του Ιαν Φλέμινγκ και της Αγκαθα Κρίστι, ενώ έγιναν προσπάθειες να αλλάξουν κάποιες φράσεις και σε βιβλία του Ρόαλντ Νταλ. Ποια είναι η γνώμη σας;

Είναι δύσκολο. Σου αρέσουν βιβλία που γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, αλλά ξαναδιαβάζοντάς τα σήμερα μπορεί να συναντήσεις λέξεις που θεωρούνται πλέον προσβλητικές και απαράδεκτες. Μπορώ να καταλάβω όσους μπαίνουν στον πειρασμό να τις σβήσουν αθόρυβα και να προσποιηθούν ότι ποτέ δεν γράφτηκαν, όμως θεωρώ ότι είναι λάθος προσέγγιση. Αλλάζοντας τη γλώσσα ενός συγγραφέα μετά τον θάνατό του παραποιείς την ιστορία. Ενα βιβλίο δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν της εποχής του. Οι περισσότεροι αναγνώστες έχουν την ικανότητα να διαβάσουν ένα βιβλίο εντάσσοντάς το στο ιστορικό του πλαίσιο και να αποφασίσουν αν είναι έτοιμοι ή όχι να λάβουν υπόψη τα ήθη λιγότερο φωτισμένων εποχών. Εάν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό και αν η γλώσσα και οι συμπεριφορές που συναντάς σε ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν από χρόνια σου φαίνονται απαράδεκτες, τότε μάλλον ήρθε η ώρα να βρεις άλλα βιβλία να διαβάσεις. Υπάρχουν πολλά εκεί έξω.

Info
Το μυθιστόρημα «Μπόρνβιλ: Το διαιρεμένο βασίλειο» του Τζόναθαν Κόου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη.

Documento Newsletter