Η Τζίνα Ρόουλαντς γινόταν ένα με τον ρόλο της

Η Τζίνα Ρόουλαντς γινόταν ένα με τον ρόλο της
Με τις εμβληματικές της ερμηνείες η Τζίνα Ρόουλαντς άνοιξε νέους δρόμους στο αμερικανικό σινεμά

Αποχαιρετισμός στη Τζίνα Ρόουλαντς, τη γυναίκα-θρύλο του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, τη μούσα του Τζον Κασσαβέτη, μια από τις πιο επιδραστικές ηθοποιούς παγκοσμίως.

Πολλές ηθοποιοί προσπάθησαν να τη μιμηθούν. Δεν τα κατάφεραν. Γιατί η Τζίνα Ρόουλαντς έβαζε τη δική της σφραγίδα σε ό,τι έκανε. Η ομορφιά της δεν επισκίασε ποτέ το ταλέντο της, η δύναμή της δεν καμουφλάρισε ποτέ την ευάλωτη πλευρά της, η πολυπλοκότητά της δεν την εμπόδιζε ποτέ να φτάνει κατευθείαν στην πιο μύχια, ωμή, άγρια, σκοτεινή ή ανεξιχνίαστη πτυχή του ρόλου που ενσάρκωνε. Ηταν ηθοποιός που έπαιζε χωρίς κρατήματα. Αλλά και χωρίς την ανάγκη να προσθέτει τίποτε περιττό στις ηρωίδες της, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούσε τα πάντα για να τις αναδείξει. Με το βλέμμα, με τα δάχτυλα, με μια ανεπαίσθητη κίνηση, με ένα σπασμό στο πρόσωπο, με ένα κύρτωμα των ώμων, ακόμη και με τη σιωπή. Ή τινάζοντας απλώς την καύτρα του τσιγάρου της.

Η Τζίνα Ρόουλαντς, που έφυγε στις 14 Αυγούστου σε ηλικία 94 ετών χτυπημένη από τη νόσο Αλτσχάιμερ, απέκτησε τη φήμη της κυρίως μέσα από τις ταινίες του Τζον Κασσαβέτη, του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη, ηθοποιού, συγγραφέα και συζύγου της για πάνω από 30 χρόνια. Ο φακός του «πατέρα του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου» κατάφερε να αναδείξει τη σπάνιας ευρύτητας υποκριτική γκάμα της Ρόουλαντς, η οποία δεν υπήρξε μόνο η μούσα του αλλά και το άλλο του μισό. Μαζί αποτέλεσαν το πρώτο ισχυρό καλλιτεχνικό ζευγάρι του αμερικανικού art cinema στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Και οι ρόλοι που έπαιξαν τόσο στη μεγάλη οθόνη όσο και στη ζωή υπήρξαν συμπληρωματικοί και ισάξιοι. Μέσα από τις ταινίες του η Ρόουλαντς ανέδειξε όλες τις πλευρές τής ευφυούς και προικισμένης καλλιτεχνικά προσωπικότητάς της περνώντας στο πάνθεον των μεγαλύτερων ηθοποιών παγκοσμίως ως η ενσάρκωση παθιασμένων, επικίνδυνων, εύθραυστων, ακτινοβόλων, βασανισμένων, πυρακτωμένων ηρωίδων. Τόσο αληθινών που γίνονταν ανελέητες, τόσο «φευγάτων» που έφταναν σε απόγνωση, τόσο τρυφερών που έμοιαζαν τρεμάμενες, τόσο ανθρώπινων που όχι απλώς έμοιαζαν αληθινές αλλά ήταν.

Οπως ο Μάρλον Μπράντο

Ο Τενεσί Ουίλιαμς την είχε τοποθετήσει πρώτη στη λίστα των καλλιτεχνών που θαύμαζε επειδή έδωσαν στο κοινό την ίδια την ψυχή τους. «Οπως ο Μάρλον Μπράντο, έτσι και η Τζίνα Ρόουλαντς γίνεται στην οθόνη ένα με τον ρόλο της. Δεν μπορείς να την ξεχωρίσεις από την ηρωίδα της. Η υποκριτική της είναι αόρατη, δεν φαίνεται το παίξιμό της, ιδίως στην ταινία «Μια γυναίκα εξομολογείται» (A woman under the influence), στον ρόλο της Μέιμπελ», όπως είπε σε συνέντευξή του στον κριτικό Τζέιμς Γκρίσομ το 1982.

Η κινηματογραφική ιστορία λέει ότι η ιδέα της ταινίας «Μια γυναίκα εξομολογείται», που της χάρισε ίσως τον καλύτερο ρόλο της καριέρας της, ήταν της ίδιας, καθώς επιθυμούσε να εξερευνήσει τις δυσκολίες των δύο φύλων μέσα σε ένα γάμο. Η αρχική γραφή του Κασσαβέτη ήταν για το θέατρο, αλλά και πάλι η Ρόουλαντς τον προέτρεψε να το κάνει κινηματογραφική ταινία διότι έβρισκε εξουθενωτικό να υποδύεται κάθε βράδυ τη Μέιμπελ, τη σύζυγο και μητέρα που σπάει όλα τα στερεότυπα της καθωσπρέπει μεσοαστής νοικοκυράς με την παράξενη, ιδιόρρυθμη, υπερβολική και τόσο διαφορετική από των άλλων συζύγων συμπεριφορά της. Η ιστορία λέει επίσης ότι για να γίνει η ταινία ο Κασσαβέτης υποθήκευσε το σπίτι τους και ότι έκανε ο ίδιος τη διανομή της στις αίθουσες.

Η Τζίνα Ρόουλαντς με τον Τζον Κασσαβέτη

Ανάμεσα στις δέκα εμβληματικές

Ηταν ηθοποιός που έπαιζε χωρίς κρατήματα. Αλλά και χωρίς την ανάγκη να προσθέτει τίποτε περιττό στις ηρωίδες της, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούσε τα πάντα για να τις αναδείξει ταινίες που γύρισαν μαζί μέχρι τον πρόωρο χαμό του Κασσαβέτη το 1989 ήταν αναμφισβήτητα το «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1974) και το «Γκλόρια» (1980), ταινίες που της χάρισαν δύο υποψηφιότητες στα βραβεία Οσκαρ, όπως επίσης το «Νύχτα πρεμιέρας» (Opening night, 1977) που της χάρισε την Αργυρή Aρκτο α΄ γυναικείου ρόλου. Και βέβαια μία από τις πρώτες τους κοινές ταινίες, τα «Πρόσωπα» (Faces, 1968) που έκαναν τους πάντες να μιλάνε για εκείνη. Στο ευρύ κοινό και ειδικά στις νεότερες γενιές η Ρόουλαντς είναι περισσότερο γνωστή από τη δημοφιλή ταινία «Το ημερολόγιο» (The notebook, 2004), του επίσης σκηνοθέτη γιου της Νικ Κασσαβέτη, στην οποία υποδύεται την ηλικιωμένη Αλι που πάσχει από Αλτσχάιμερ. «Είναι τόσο τρελό που η μητέρα μου πάσχει εδώ και πέντε χρόνια από την ίδια ασθένεια με την ηρωίδα της. Μαζί εξερευνήσαμε την ασθένεια για τον ρόλο και τώρα τη ζούμε στην πραγματικότητα» εξομολογήθηκε ο γιος της πριν από λίγο καιρό.

Ερχόταν από μέρος γνήσιο

Εκτός από τις ταινίες με τον Κασσαβέτη, η Ρόουλαντς ξεχώρισε σε ταινίες των Γούντι Αλεν («Μια άλλη γυναίκα», 1980), Τζιμ Τζάρμους («Μια νύχτα στον κόσμο», 1990), Ντέιβιντ Μίλερ («Lonely are the brave», 1962), Πολ Μαζέρσκι («Η τρικυμία», 1982) κ.ά. Πέρα από το τιμητικό Οσκαρ που της απονεμήθηκε το 2015 για το σύνολο της καριέρας της, έχει βραβευτεί επίσης με τέσσερα βραβεία Emmy και δύο Χρυσές Σφαίρες.

Για την ηθοποιό που άνοιξε νέους δρόμους στο αμερικανικό σινεμά με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της η Μία Φάροου δήλωσε στο περιοδικό «Elle» το 2015: «Την είχα δει στο σινεμά όταν ήμουν έφηβη. Δεν είχα αντικρίσει ποτέ κάποια τόσο όμορφη με τόση σοβαρότητα και ειδικό βάρος. Ηταν κάτι μοναδικό εκείνη την εποχή που πολλές γυναίκες υιοθετούσαν τη στάση “είμαι πολύ όμορφη” καθώς φαινόταν ο καλύτερος τρόπος για να πετύχουν. Η Τζίνα δεν έκανε τίποτε από αυτά. Είχε μια ευθύτητα και ερχόταν από ένα μέρος γνήσιο και βαθύ».

Documento Newsletter