Γνωστές και άγνωστες πτυχές από τη ζωή του Τζιν Χάκμαν, ενός από τους τελευταίους μεγάλους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 95 ετών.
Αν και είναι νωρίς για κάποιο συμπέρασμα, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι ο θάνατος του Τζιν Χάκμαν δεν σχετίζεται με εγκληματική ενέργεια. O γεννημένος στην Kαλιφόρνια (30/01/1930) ηθοποιός είχε αποσυρθεί από την υποκριτική εδώ και μία εικοσαετία λόγω των προβλημάτων που είχε με την καρδιά του. Η τελευταία αξιοσημείωτη ερμηνεία του ήταν στους «Ενόρκους» του Γκάρι Φλέντερ το 2003, ενώ λίγους μήνες αργότερα κόλλησε και τα τελευταία ένσημα ως ηθοποιός παίζοντας στην απόλυτα ξεχασμένη κωμωδία του Ντόναλντ Πέτρι «Ολοι οι άνθρωποι του δημάρχου».
Ο χωρισμός που τον σημάδεψε
Στα 13 του ο νεαρός Γιουτζίν Αλεν Χάκμαν είδε τον πατέρα του να χωρίζει με τη μητέρα του και να τους εγκαταλείπει. Η οργή του νεαρού εφήβου για τον χωρισμό των γονιών του τον οδηγεί σε φυγή από το σπίτι στα 16 του και στην αναζήτηση περιπέτειας. Θα καταταγεί στον στρατό δηλώνοντας ψεύτικη ηλικία και θα υπηρετήσει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια στην Ασία (Τόκιο, Χονγκ Κονγκ, Σανγκάη κ.α.) και τη Χαβάη, μεταξύ άλλων.
Οταν απολυθεί από τον στρατό θα σχεδιάσει να γίνει δημοσιογράφος, καθώς στην οικογένειά του υπήρχε το υπόβαθρο: εκτός του πατέρα του, που δούλευε σε τυπογραφείο εφημερίδων, ο παππούς κι ένας θείος του ήταν ρεπόρτερ. Το μικρόβιο του γραψίματος πάντα το είχε, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία δεν σταμάτησε να γράφει, προτιμώντας συνήθως το πρωί. Στο διάστημα αυτό θα κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού («η χειρότερη δουλειά που έχω κάνει είναι να γυαλίζω για ολόκληρα βράδια τα γραφεία που στεγάζονταν στο κτίριο της Chrysler») προτού αποφασίσει να τα παρατήσει όλα στα 27 του για να γίνει ηθοποιός. Θα μπει σε μια θεατρική ομάδα με ανερχόμενους ηθοποιούς όπως ο νεαρός Ντάστιν Χόφμαν με τον οποίο ήταν συγκάτοικοι –θα παίξουν μαζί μόνο μία φορά, στους «Ενόρκους» το 2003– και ο Ρόμπερτ Ντιβάλ, με τους οποίους θα μείνει κολλητός για μια ζωή.
Από το Μπρόντγουεϊ στο Χόλιγουντ
Η πρώτη σημαντική εμφάνιση του Τζιν Χάκμαν έρχεται το 1964, όταν συμμετέχει στο Μπρόντγουεϊ με το «Any Wednesday». Την ίδια χρονιά κάνει ντεμπούτο και στη μεγάλη οθόνη με το «Lilith», την τελευταία ταινία του Ρόμπερτ Ρόσεν, χάρη στην οποία γνωρίζει τον Γουόρεν Μπίτι. Ο διάσημος σταρ θα μεσολαβήσει στον σκηνοθέτη Αρθουρ Πεν και ο Χάκμαν θα πάρει το βάπτισμα του πυρός στο Χόλιγουντ το 1967 με το επαναστατικό «Μπόνι και Κλάιντ», που θα του χαρίσει μάλιστα την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα (Β΄ ρόλου) για τον ρόλο του μεγάλου αδερφού του Κλάιντ Μπάροου, τον οποίο υποδυόταν φυσικά ο Μπίτι.
Τρία χρόνια μετά θα έρθει ακόμη μία οσκαρική υποψηφιότητα (ξανά Β΄ ρόλου) με το φιλμ του Γκίλμπερτ Κέις «I never sang for my father» αλλά με την τρίτη και φαρμακερή θα φτάσει στο πολυπόθητο βραβείο. Το 1972 ως διεφθαρμένος αστυνομικός με το παρατσούκλι «Ποπάι Ντόιλ» στο συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ του Φρεντ Τσίνεμαν «Ο άνθρωπος από την Γαλλία», κερδίζει το Οσκαρ Α΄ ρόλου και γίνεται περιζήτητος για την ανερχόμενη επαναστατική γενιά των δημιουργών του Χόλιγουντ.
Οι επόμενες επιλογές του Τζιν Χάκμαν στη δεκαετία του ’70 δεν είναι και οι καλύτερες, καθώς απορρίπτει ρόλους σε σημαντικά φιλμ («Η φωλιά του κούκου», «Αποκάλυψη τώρα» κ.ά.) λόγω των άκαμπτων οικονομικών απαιτήσεών του. Εξαίρεση στο διάστημα αυτό είναι η συγκλονιστική ερμηνεία του στην αριστουργηματική «Συνομιλία» (1974) του Κόπολα, όπου είναι ο ειδικός στις παρακολουθήσεις Χάρι Κολ που αποκαλύπτει άθελά του ένα έγκλημα, αλλά και το συναισθηματικά ανυπέρβλητο «Σκιάχτρο» (1973) του Τζέρι Σάντζμπεργκ, όπου μαζί με τον Αλ Πατσίνο συνθέτει ένα εξαίσιο ιλαροτραγικό δίδυμο (απολαυστική η σκηνή με τον Χάκμαν ντυμένο σαν κρεμμύδι που προκαλεί απορία στον φίλο του και τον ρωτά «δηλαδή, όταν κάνει κρύο, τι φοράς;»), που αναδεικνύει το πεσιμιστικό κλίμα μιας Αμερικής η οποία βρίσκεται σε βαθιά κρίση.
Το 1978 παίζει στον πρώτο «Σούπερμαν» με τους Κρίστοφερ Ριβ και Μάρλον Μπράντο, ενώ τα χρόνια που ακολουθούν δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να είναι σταρ αλλά ηθοποιός και πρωταγωνιστεί σε σίγουρα εμπορικά χαρτιά αλλά με ποιοτικό προφίλ («Αδιέξοδο», «Ο Μισισιπής καίγεται» όπου παίρνει την τέταρτη οσκαρική υποψηφιότητα, «Φίρμα», «Crimson tide», «Μια άλλη γυναίκα» κ.ά.). To 1993 κερδίζει το δεύτερο Οσκαρ στην καριέρα του χάρη στους «Ασυγχώρητους» του Κλιντ Ιστγουντ, ενώ το 2003 του απονέμεται το βραβείο Cecil B. DeMille.
Όταν σε ηλικία 78 ετών ο Τζιν Χάκμαν ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την υποκριτική, τον ρώτησαν ποιος είναι ο βασικός λόγος της απόσυρσής του. «Μου κοστίζει συναισθηματικά» απάντησε. «Αν και νιώθω ακόμη δυνατός, δεν μπορώ να παρακολουθώ τον εαυτό μου στην οθόνη. Σκέφτομαι τον εαυτό μου ως αρκετά νέο ακόμη, όμως μετά κοιτάζω αυτό τον γέρο με τα φαρδιά πιγούνια, τα κουρασμένα μάτια και τα αραιά μαλλιά και μελαγχολώ».