Στην τηλεόραση, δεν έχανα το Τζένη – Τζένη και το Δεσποινίς Διευθυντής. Από εκεί την αγάπησα άλλωστε, όπως τώρα η κόρη μου, και τα σημερινά παιδιά, και τα αυριανά.
Γιατί μέσα στη μαζική παραγωγή των ταινιών του ‘60, της Αθήνας της αντιπαροχής και των αυθαιρέτων, εκείνη είχε έναν αέρα άλλο. Σαν γαλλικό άρωμα ανάμεσα στα συνηθισμένα.
Γι’ αυτό και, όταν το θέλησε η ψυχούλα της, κατάφερε το μεγάλο άλμα, σε ένα θέατρο βαθύ, απαιτητικό, ουσιαστικό – με την πλατεία πάντα γεμάτη.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Έντα Γκάμπλερ, Μήδεια, Ηλέκτρα, Πρόσωπο με πρόσωπο, Τζόκινγκ, Βυσσινόκηπος, Διαμάντια και μπλουζ. Και βέβαια η θεατρική κραυγή ενός λαού κατά της Χούντας: Το μεγάλο μας τσίρκο.
Όταν οι γονείς μου πήγαν, το ‘82, να δουν το θεατρικό φαινόμενο της εποχής, το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, ήμουν 9 χρόνων.
Τους είπα «Θέλω να ‘ρθω κι εγώ». Μου απάντησαν «η Καρέζη δεν παίζει αυτά που βλέπεις στις ταινίες, δεν είναι για παιδιά αυτό το έργο».
Λίγα χρόνια μετά όμως την είδα. Από τη Μήδεια μέχρι το Διαμάντια και μπλουζ ανελλιπώς.
Τρεις και τέσσερις φορές κάθε παράσταση.
Κι αυτό που είδα δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Αυτή την ακριβή ομορφιά, με τη φυσική φθορά του χρόνου να την κάνει γήινη και μυθική μαζί.
Τη βραχνή φωνή με τις βαθιές ανάσες, τις έντονα τονισμένες λέξεις και τις καταλήξεις των αποσιωπητικών.
Τα δάχτυλα που έφτιαχναν το σχήμα του τσιγάρου.
Το δάκρυ που στεκόταν στην άκρη των ματιών της σαν διαμάντι.
Αυτά τα μάτια που έλαμπαν κι από το τελευταία κάθισμα. Πώς γίνεται αυτό;
Σήμερα, συμπληρώνονται 30 χρόνια χωρίς.
Ένα μεγάλο χωρίς.
Εκείνο το μεσημέρι, στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης, είδα το πρόσωπό της για τελευταία φορά κάτω από το γυάλινο τζαμάκι. Στιγμιαία – γιατί ήταν μεγάλη η ουρά. Άφησα βιαστικά ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα άνθρωπο να μη ζει. Να λάμπει και να μη ζει. Πώς γίνεται αυτό;
Είδα μεγάλες παραστάσεις έκτοτε.
Είδα καταπληκτικούς ηθοποιούς.
Καθηλωτικούς.
Κανένας δε με γράπωσε όπως εκείνη.