Τζένη Λιαλιούτη: «Στον Ψυχρό Πόλεμο ο πολιτισμός είναι κεντρικό στοιχείο στη σύγκρουση των δύο πλευρών»

Μια συζήτηση με την επίκουρη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, Τζένη Λιαλιούτη, σχετικά με την πολιτιστική διπλωματία των ΗΠΑ τα μεταπολεμικά χρόνια

Το βιβλίο «Ο “άλλος” Ψυχρός Πόλεµος» της Τζένης Λιαλιούτη αποτελεί προϊόν µακρόχρονης έρευνας σε αµερικανικά αρχεία και φωτίζει ένα πεδίο, αυτό της αµερικανικής πολιτιστικής διπλωµατίας τον καιρό του Ψυχρού Πολέµου, το οποίο εν πολλοίς είναι terra incognita στην Ελλάδα. Αναζητήσαµε την επίκουρη καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης του ΕΚΠΑ για να συζητήσουµε µαζί της σχετικά µε την πολιτιστική διπλωµατία των ΗΠΑ στην Ελλάδα, τους όρους που οδήγησαν σε αυτήν και ποιο φάσµα δράσεων κάλυπτε.

Ποια είναι τα νέα δεδοµένα που φέρνει το µεταπολεµικό σκηνικό και οδηγούν τις ΗΠΑ να αξιοποιήσουν τον πολιτισµό προκειµένου να κατακτήσουν «τον νου και τις ψυχές των ανθρώπων»;

Η ανάδυση της αντιπαλότητας µεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣ∆ στα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια, η οποία παίρνει εντέλει τη µορφή του Ψυχρού Πολέµου, έχει στον πυρήνα της τον ανταγωνισµό δύο διαφορετικών συστηµάτων, δύο διαφορετικών οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτικών µοντέλων. Αυτό το γεγονός ερµηνεύει τη σηµασία που αποδίδεται στην ιδεολογία, την προπαγάνδα και στον πολιτισµό κατά τη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέµου. Από αυτή την οπτική, ο πολιτισµός δεν είναι ένα δευτερεύον, περιφερειακό όπλο στη σύγκρουση των δύο πλευρών αλλά ένα κεντρικό στοιχείο, διότι εκλαµβάνεται ως έκφραση και απόδειξη της ανωτερότητας του κάθε συστήµατος, εν προκειµένω του αµερικανισµού. Αλλωστε δεν πρέπει να µας διαφεύγει ο χαρακτήρας της µεταπολεµικής αµερικανικής ηγεµονίας, η οποία διαφοροποιείται από το µοντέλο της αποικιοκρατίας που είχαν ακολουθήσει οι µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις κατά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού.

Η αµερικανική ηγεµονία –έτσι όπως διαµορφώνεται µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο– είναι θεµελιωµένη στην «ήπια ισχύ», για την επίτευξη της οποίας η προώθηση των προϊόντων του πολιτισµού και η αποδοχή τους από τις άλλες χώρες παίζουν σηµαντικό ρόλο. Σε αυτή την εξέλιξη συντελούν και µια σειρά από τεχνολογικές και πολιτισµικές αλλαγές, οι οποίες αφορούν τον ρόλο των ΜΜΕ στη διαµόρφωση της µαζικής κουλτούρας και των καταναλωτικών συνηθειών.

Θα θέλαµε να µας δώσετε το περιεχόµενο του όρου «κρατικό – ιδιωτικό δίκτυο».

Αναφέρεται στη συµβιωτική σχέση, τη στενή συνέργεια µεταξύ της κρατικής δραστηριότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγµατα που εικονογραφούν τη λειτουργία αυτού του δικτύου αποτελεί η δράση των ιδρυµάτων Φορντ, Ροκφέλερ και Κάρνεγκι. Εκείνη την περίοδο η δράση αυτών των ιδρυµάτων είναι συµπληρωµατική προς τις αντίστοιχες δραστηριότητες του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Αποτελούσε άλλωστε συχνό φαινόµενο πρόσωπα τα οποία κατείχαν επιτελικές θέσεις στα συγκεκριµένα ιδρύµατα να είχαν υπηρετήσει και ως υψηλόβαθµοι αξιωµατούχοι της αµερικανικής κυβέρνησης.

Ποιος ήταν ο ρόλος της USIA και της USIS και ποιος ο κεντρικός άξονας της δραστηριότητάς τους στην Ελλάδα;

Η Αµερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (United States Information Agency – USIA) ιδρύεται το 1953 και έχει έδρα την Ουάσινγκτον. Ο ρόλος της ήταν η προώθηση µιας θετικής εικόνας των ΗΠΑ στο εξωτερικό ώστε να ευνοείται η επίτευξη των στόχων που έθετε η αµερικανική εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό η USIA συντόνιζε δράσεις της πολιτιστικής διπλωµατίας και προπαγανδιστικές δράσεις. Οι γενικοί άξονες της USIA εξειδικεύονταν για κάθε χώρα στην οποία δραστηριοποιούνταν η υπηρεσία και οι επιµέρους δράσεις διαµορφώνονταν και υλοποιούνταν από τα κατά τόπους παραρτήµατα, που είχαν την επωνυµία United States Information Service (USIS).

Στην περίπτωση της Ελλάδας βασικός άξονας της USIS ήταν η προώθηση του φιλοατλαντισµού και του φιλοαµερικανισµού και αντίστροφα ο περιορισµός της επιρροής της κοµµουνιστικής ιδεολογίας ή της ΕΣΣ∆. Ανάλογα µε την εκάστοτε πολιτική συγκυρία ο βασικός αυτός άξονας συµπληρωνόταν και από άλλους στόχους, όπως για παράδειγµα η άµβλυνση του ελληνικού εθνικισµού που απέρρεε από το κυπριακό ζήτηµα έτσι όπως είχε διαµορφωθεί στο δεύτερο µισό της δεκαετίας του ’50 και ο περιορισµός των αρνητικών εντυπώσεων για τον ρόλο των ΗΠΑ στο κυπριακό.

Σε ποιους χώρους στόχευσαν οι Αµερικανοί προκειµένου να προσεταιριστούν άτοµα µε επιρροή στην κοινή γνώµη;

Οι χώροι οι οποίοι προσελκύουν αρχικά το ενδιαφέρον της πολιτιστικής διπλωµατίας είναι εκείνοι της πολιτικής, της δηµοσιογραφίας και της λογοτεχνίας λόγω του προφανούς ρόλου που διαδραµατίζουν στη διαµόρφωση της κοινής γνώµης. Οµως γρήγορα το ενδιαφέρον για τις ελληνικές ελίτ διευρύνεται και περιλαµβάνει πανεπιστηµιακούς, εκπαιδευτικούς, άτοµα από τον καλλιτεχνικό χώρο, φοιτητές κ.λπ.

Αναδεικνύετε την αντίφαση που χαρακτήριζε την αµερικανική πολιτιστική διπλωµατία στην Ελλάδα του ’50: από τη µια προώθηση µιας εκσυγχρονιστικής ατζέντας και από την άλλη προσχώρηση σε πολιτικές επιλογές που υπαγορεύονταν από την κυρίαρχη αντικοµµουνιστική στρατηγική. Επιλύθηκε αυτή η αντίφαση και µε ποιον τρόπο;

Θεωρώ πως παρά τις κάποιες προσπάθειες που έγιναν για να την υπερβούν, αυτή η αντίφαση δεν επιλύθηκε, µε αποτέλεσµα η αντικοµµουνιστική στρατηγική να υπονοµεύσει σε έναν βαθµό την εκσυγχρονιστική ατζέντα. Με αυτή την αντίφαση συνδέεται άλλωστε η ανάπτυξη του ελληνικού αντιαµερικανισµού.

Κυρίως µετά τις εκλογές του 1958, όταν η Ε∆Α αναδείχτηκε αξιωµατική αντιπολίτευση, και µε την πίεση που δηµιουργείται εξαιτίας του κυπριακού, το αµερικανικό ενδιαφέρον στρέφεται προς τους ανθρώπους του κέντρου. Ούτως ή άλλως όµως αυτοί δεν υπήρξαν ένθερµοι υποστηρικτές του αµερικανισµού και αντικοµµουνιστές;

Ο χώρος του κέντρου παρουσιάζει πολλές επιµέρους διαφοροποιήσεις. Ο κεντρώος αντικοµµουνισµός διαφέρει ως προς την ένταση και τα χαρακτηριστικά του από τον αντικοµµουνισµό της δεξιάς παράταξης. Ας µην ξεχνάµε άλλωστε ότι στις εκλογές του 1956 υπήρξε εκλογική συνεργασία των κοµµάτων του κέντρου µε την Ε∆Α υπό το σχήµα της ∆ηµοκρατικής Ενωσης, συνεργασία η οποία προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια της αµερικανικής πρεσβείας. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις µε τις ΗΠΑ, αν και το κέντρο δεν αµφισβητεί τη θέση της χώρας στην Ατλαντική Συµµαχία, διατυπώνει το αίτηµα για πιο ισότιµη συµµετοχή στο ΝΑΤΟ και για διαµόρφωση περισσότερο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής έναντι των ΗΠΑ. Εξάλλου το αµερικανικό ενδιαφέρον για το κέντρο µετά τις εκλογές του 1958 προέρχεται και από την επιθυµία των ΗΠΑ να υπάρξει ενιαία κοµµατική έκφραση του χώρου αυτού ώστε να αποτελέσει αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική απέναντι στην ΕΡΕ και να ανακόψει την περαιτέρω ενίσχυση της Ε∆Α.

Πρόγραµµα εκπαιδευτικών ανταλλαγών: πώς λειτουργούσαν και ποιοι ήταν οι στόχοι τους;

Χρηµατοδοτούνταν από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και έδινε την ευκαιρία σε Ελληνες οι οποίοι είχαν διακριθεί σε κάποιο πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής –ή συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις ώστε να διακριθούν στο µέλλον– να µεταβούν στις ΗΠΑ και να παραµείνουν εκεί για σύντοµο χρονικό διάστηµα προκειµένου να έρθουν σε απευθείας επαφή µε την αµερικανική κοινωνία, οικονοµία και πολιτική, σε συνάφεια και µε τα ιδιαίτερα επαγγελµατικά τους ενδιαφέροντα. Η επιλογή των προσώπων, τα οποία ενέπιπταν στο πρότυπο του «δυνητικού ηγέτη» στα επιµέρους πεδία της δραστηριότητάς τους, γινόταν από την αµερικανική πρεσβεία σε συνεργασία µε την Αµερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών. Στόχος του προγράµµατος ήταν οι συµµετέχοντες να διαµορφώσουν θετική εικόνα για τις ΗΠΑ (ή να επιβεβαιώσουν την ήδη υπάρχουσα θετική γνώµη) και να µεταφέρουν αυτήν τη θετική εντύπωση στους συµπατριώτες τους κατά την επιστροφή τους.

Εκείνοι που έλαβαν χορηγία

Στο βιβλίο «Ο “άλλος” Ψυχρός Πόλεμος» διαβάζουμε μια σειρά από ονόματα του πολιτικού προσωπικού τα οποία προδικτατορικά έλαβαν χορηγία και συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Ξένων Ηγετών και Διεθνών Επισκεπτών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίσαμε των Κωνσταντίνου Καραμανλή (1951), Κωνσταντίνου Τσάτσου (1952), Γεώργιου Ράλλη (1953, 1958), Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1959), Μιχάλη Παπακωνσταντίνου (1963, 1966) και Ιωάννη Βαρβιτσιώτη (1963). Ο… ανθός της δεξιάς παράταξης, με ελαφρύ κεντρώο πασπάλισμα, συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα το οποίο του δημιουργούσε δεσμεύσεις στην άσκηση των καθηκόντων που του επέβαλλε η διακυβέρνηση του τόπου. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει στον αναγνώστη είναι κατά πόσο ο γνώμονας των πολιτικών την ώρα της άσκησης της διακυβέρνησης ήταν αποκλειστικά το συμφέρον του λαού και της χώρας. Ανατρέχοντας στα αμερικανικά αρχεία η Ζ. Λιαλιούτη εντόπισε και ονόματα δημοσιογράφων που συμμετείχαν στα προγράμματα ανταλλαγής. Και αν μικρή έκπληξη μας έκανε η αναφορά στο όνομα της Ελένης Βλάχου καθώς και σε μια πλειάδα άλλων δημοσιογράφων κυρίως του συντηρητικού Τύπου, δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε την περίπτωση του Λέοντα Καραπαναγιώτη, εμβληματικού δημοσιογραφικού στελέχους του συγκροτήματος Λαμπράκη. Πόσο τυχαίο είναι το γεγονός πως τον Νοέμβριο του 1965, λίγους μήνες μετά τα Ιουλιανά, με το κυπριακό να φλογίζει τις συνειδήσεις και ένα διάχυτο αντιαμερικανικό αίσθημα να διαπερνά την κοινωνία, ο Λέων Καραπαναγιώτης υπογράφει σειρά άρθρων με τα οποία αναδεικνύει τα μύρια όσα θετικά του αμερικανικού κράτους; Περνώντας στον πνευματικό κόσμο συναντάμε τα ονόματα των Βενέζη, Καραγάτση, Θεοτοκά, Μυριβήλη, Καραντώνη, οι οποίοι μοιάζουν σαν να έχουν λησμονήσει τις ναπάλμ που έριχνε στα ελληνικά βουνά λίγα χρόνια πριν ο «πρώτος επίγειος υλικός παράδεισος» –οι ΗΠΑ κατά Καραντώνη– και επιδίδονται στη διατύπωση φληναφημάτων με αποθεωτικό επίχρισμα για τον «νέο κόσμο». Η έρευνα της κ. Λιαλιούτη έριξε φως στην ελαστική ηθική της γενιάς του ’30, του τοτέμ των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων.

INFΟ

O «άλλος» Ψυχρός Πόλεμος. Η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα, 1953-1973

Ζηνοβία Λιαλιούτη

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

ΣΕΛ.: 352

ΤΙΜΗ: €23,00