Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς: O χιλμπίλης «τραγουδάει» για τον Τραμπ

Ο Βανς (αριστερά) με το βιβλίο που έγινε και ταινία έφερε στο προσκήνιο τα προβλήματα αλλά και τον τρόπο σκέψης των φτωχών λευκών των ΗΠΑ. Αυτών που ψηφίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ

Η επιλογή του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς ως υποψήφιου αντιπροέδρου φέρνει ξανά στο προσκήνιο το αμφιλεγόμενο μπεστ σέλερ του «Το τραγούδι του χιλμπίλη» για την πάμφτωχη λευκή Αμερική.

Πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς επιλέχθηκε ως υποψήφιος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ όχι για να πειστούν οι δύσπιστοι ψηφοφόροι ή εκείνοι των κρίσιμων αμφιταλαντευόμενων πολιτειών (swing states), αλλά για να ενισχυθεί δυναμικά η ακροδεξιά βάση των υποστηρικτών του πρώην προέδρου. Ο συγγραφέας, επιχειρηματίας και πρώτη φορά εκλεγμένος συντηρητικός γερουσιαστής του Οχάιο ενστερνίζεται πλήρως τη σκληρή τραμπική ατζέντα με τον ζήλο του παλιού εχθρού που είδε τελικά το φως και αλλαξοπίστησε. Γιατί ο Τζέι Ντι Βανς, όπως τον αποκαλούν οι φίλοι του, δεν αποκαλεί πια τον Τραμπ «ηλίθιο» ή «Χίτλερ της Αμερικής», όπως συνήθιζε, αλλά «μοναδική ελπίδα» για τη χώρα του.

Ποιος είναι όμως ο Βανς, που έγινε διάσημος εν μια νυκτί το 2016 με την κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού βιβλίου «Το τραγούδι του χιλμπίλη», το οποίο αργότερα έγινε και ταινία; Και πώς διαβάζεται σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, το μπεστ σέλερ που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα και επαινέθηκε από πολλούς ως γνήσια αποτύπωση της απόκληρης ζωής εκατομμυρίων λευκών Αμερικανών της εργατικής τάξης οι οποίοι ζουν καταδικασμένοι στο χάος, στη φτώχεια, στο ποτό, στα ναρκωτικά και σε μια ζωή χωρίς ελπίδα;

Ο θεός να βάλει το χέρι του

Η Αμερική αγαπάει τους survivors. Και ο Βανς είναι αναμφίβολα ένας από αυτούς. Είναι επίσης προικισμένος συγγραφέας που ξέρει να οδηγήσει τον αναγνώστη εκεί ακριβώς που θέλει. Σε απλοϊκά, κλειστοφοβικά συμπεράσματα ότι αρκεί η αλλαγή «από μέσα», χωρίς συστημική και δημόσια υποστήριξη, για να λυθούν προβλήματα δομικά ως διά μαγείας. Οπως η ένδεια και η απόγνωση που είναι μέρος της ζωής των προγόνων του χιλμπίληδων από την κοιλάδα του Κεντάκι και από τη «ζώνη της σκουριάς» των εγκαταλειμμένων εργοστασίων στο Μιντλτάουν του Οχάιο, οι οποίοι ξεκίνησαν από κολίγοι και κατέληξαν βιομηχανικοί εργάτες χάλυβα, μέχρι να έρθουν η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική κρίση να τους αποδεκατίσουν με το κλείσιμο των εργοστασίων ή τη μεταφορά τους εκτός Αμερικής.

Μια ψύχραιμη ματιά στην αυτοβιογραφία ενός νέου ανθρώπου (ήταν μόλις 31 ετών όταν βγήκε το βιβλίο) που πάλεψε με θεούς και δαίμονες για να σπάσει τον φαύλο κύκλο της καταγωγικής απόγνωσης σπουδάζοντας στη Νομική Σχολή του Γέιλ αποκαλύπτει την προβληματική νεοφιλελεύθερη κοσμοθεωρία ενοχοποίησης των θυμάτων ενός πολιτικού συστήματος που έχει αποτύχει παντελώς να ενσωματώσει εκατομμύρια Αμερικανών. «Τα προβλήματα δεν τα δημιούργησαν ούτε το κράτος ούτε οι μεγάλες επιχειρήσεις ούτε κανένας άλλος. Τα δημιουργήσαμε εμείς και μόνο εμείς μπορούμε να τα λύσουμε» γράφει συμπυκνώνοντας το σελφ σέρβις αμερικανικό όνειρο που μπορεί ο καθένας να ξαναβρεί με σκληρή δουλειά και πίστη στον θεό. «Ο θεός βοηθά όσους βοηθούν τον εαυτό τους» γράφει. Σωστά. Τι να την κάνεις την κρατική μέριμνα όταν έχεις εξασφαλισμένη τη θεία πρόνοια;

Ατομική ευθύνη χωρίς κράτος

Διαβάζοντας το βιβλίο του Βανς αντιλαμβάνεται κανείς τον τρόπο σκέψης των χιλμπίληδων, που φέρουν βαρέως ότι έχουν αποτύχει, είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, πιστεύουν στην οικογένεια –ακόμη και στη διαλυμένη– και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στον Ρέιγκαν και τώρα στον Τραμπ που θα τους ξαναδώσει πίσω τις δουλειές, ενώ δεν αντέχουν τον Ομπάμα επειδή πολλοί ακόμη πιστεύουν ότι γεννήθηκε σε ξένη χώρα και είναι μουσουλμάνος. Αντιλαμβάνεται επίσης ότι εξαιτίας της δυσχερούς θέσης των φτωχών βουνίσιων λευκών, της έλλειψης παιδείας και της συνεχούς πάλης για επιβίωση είναι εύκολα χειραγωγήσιμοι. Οι βιωμένες αλήθειες της περιγραφής του Βανς και η δύναμη της εντύπωσης που προκαλούν στον αναγνώστη δεν μπορούν να κρύψουν την ηθελημένη πρόθεση του συγγραφέα να ρίξει το βάρος της αποτυχίας της λευκής εργατικής Αμερικής στην ατομική ευθύνη του κάθε δύσμοιρου χιλμπίλη, ο οποίος ζει εγκλωβισμένος σε υποσχέσεις που δόθηκαν και δεν τηρήθηκαν από την πολιτεία και το σύστημα. Η μετέπειτα επιθετικά συντηρητική πολιτική διαδρομή του Βανς αποδεικνύει το βάθος και την έκταση της διαστρεβλωμένης κουλτούρας ενός χιλμπίλη που «τα κατάφερε μόνος του». Ενός χιλμπίλη που δικαιολογεί τον εαυτό του όταν θυμώνει με τα κρατικά επιδόματα του γείτονα «διότι τον κακομαθαίνουν να μη δουλεύει». Ενός χιλμπίλη με νοοτροπία και τρόπο σκέψης που επιτρέπoυν σε φαινόμενα όπως ο Τραμπ να συμβούν.

Η Γκλεν Κλόουζ (αριστερά) στον ρόλο της «θεότρελης Μάμω» με την Εϊμι Ανταμς που υποδύεται τη μητέρα του Βανς

Ο Βανς μεγάλωσε με μια κατεστραμμένη ναρκομανή μητέρα που άλλαζε συνεχώς συντρόφους, με έναν πατέρα φανατικό χριστιανό που απαγόρευε τη ροκ μουσική ως «δαιμονική», με άγριους καβγάδες και ξυλοδαρμούς στο σπίτι και με μια «θεότρελη χιλμπίλισσα γιαγιά», τη «Μάμω» όπως την αποκαλεί, που είχε τη βρισιά στα χείλη και το δίκαννο παραμάσχαλα για παν ενδεχόμενο. Επρεπε να καταταγεί στους πεζοναύτες και να πολεμήσει στο Ιράκ για να ξεφύγει από τη μοιρολατρία του περιβάλλοντος και της τάξης του, έπρεπε να φτάσει με χίλια βάσανα μέχρι το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο για να πάψει να είναι απαισιόδοξος. Επρεπε να περάσει στη Νομική Σχολή του Γέιλ για να πιστέψει ότι μπορεί να ορίσει τη μοίρα του. Αλλά δεν του έφτασε ο ρόλος του survivor. Επρεπε να γίνει ο εκλεκτός… κλώνος του Τραμπ για να αποδείξει ότι όλα είναι εφικτά με οποιοδήποτε κόστος. Στην ανοδική πορεία του από τους λόφους των χιλμπίληδων δεν ξεχνά ποτέ να μνημονεύσει τη «θεότρελη Μάμω», τη μόνη σταθερά και το αποκούμπι του, την ελπίδα και κινητήρια δύναμη που τον έπεισε ότι η μόνη λύση για να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια ήταν να «στρώσει κάτω τον κώλο του και να ξεστραβωθεί». Αλλιώς θα τον έτρωγε το μαύρο φίδι.


INFO
Το βιβλίο «Το τραγούδι του χιλμπίλη» του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα