Απεβίωσε σε ηλικία 87 ετών, ο Βρετανός τραπεζίτης Τζέικομπ Ρότσιλντ, μέλος μίας από τις πιο γνωστές τραπεζικές δυναστείες της Ευρώπης. Ο Ρότσιλντ έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του, αλλά δεν αναφέρθηκε στα αίτια του θανάτου του.
Γεννήθηκε στην Αγγλία το 1936 και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην οικογενειακή επενδυτική τράπεζα NM Rothschild & Sons το 1963, προτού ιδρύσει μαζί με άλλους τον όμιλο Rothschild Assurance Group, που εξελίχθηκε στη σημερινή εταιρία χρηματοοικονομικών συμβούλων St. James’s Place με έδρα το Λονδίνο.
Αναμείχθηκε σε πολλά επιχειρηματικά εγχειρήματα, μεταξύ των οποίων στην ίδρυση της εταιρείας επενδύσεων RIT Capital Partners, που υποστήριξε διάφορες εταιρίες, από κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds) μέχρι νεοφυείς επιχειρήσεις καθαρής τεχνολογίας.
Λίγο μετά τα 40 του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την N.M. Rothschild & Sons Ltd., το 1989 για να επικεντρωθεί στην Rothschild Investment Trust, ένα παρακλάδι της εταιρείας το οποίος πέτυχε να εξελίξει σε ένα από τα μεγαλύτερα επενδυτικά καταπιστεύματα του Ηνωμένου Βασιλείου, γνωστό πλέον ως RIT Capital Partners Plc. Νωρίτερα είχε έρθει σε ρήξη με τα μέλη της οικογένειάς του για τον τρόπο διαχείρισης της οικογενειακής αυτοκρατορίας.
Ξεχώρισε όμως και για την αγάπη του στην τέχνη αλλά και για την εντυπωσιακή συλλογή έργων που είχε. Διετέλεσε πρόεδρος στα διοικητικά συμβούλια της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου και του National Heritage Lottery Fund, ενώ αναπαλαίωσε το το Spencer House στο Λονδίνο και διηύθυνε την πενταετή αποκατάσταση του Waddesdon Manor, της εξοχικής κατοικίας του 19ου αιώνα που χτίστηκε από έναν από τους πολλούς πλούσιους προγόνους του, από το 1990 έως το 1995.
Σε ένα tweet στο X, το Ίδρυμα Rothschild αναφέρει ότι «με βαθιά λύπη ανακοινώνει τον θάνατο του Λόρδου Rothschild, επιχειρηματία, φιλάνθρωπου και πολιτιστικού ηγέτη». «Θα λείψει πολύ στην οικογένειά του, στους συναδέλφους του και στους πολλούς φίλους του», προστίθεται στην ανακοίνωση.
Διαβάστε επίσης: Τραμπ: Έφεση στη δικαστική απόφαση για το πρόστιμο των 355 εκατ. δολαρίων