Η κυβέρνηση έχει πει ότι δεν πρόκειται ποτέ να δεχτεί τη νομοθέτηση νέων μέτρων, τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στο Kontra Channel.
Επισήμανε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε σημείο της διαπραγμάτευσης που είναι κομβικό, αναφερόμενος στην ασυμφωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ για το πώς θα συνεχίσουμε από εδώ και πέρα, προσθέτοντας ότι το Ταμείο επιμένει σε παράλογες απαιτήσεις για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.
Τόνισε ότι δεν είναι ζήτημα που λύνεται σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων και πως η συζήτηση πρέπει να εμπλέξει την κορυφή των εμπλεκόμενων μερών. «Αυτό που επιδιώκουμε», είπε, «είναι στο Eurogroup της 26ης Γενάρη να ληφθεί μια απόφαση που θα ανοίγει τον δρόμο για να κλείσει η αξιολόγηση όσο το δυνατόν συντομότερα, με κομβική ημερομηνία την συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ, στις 9 Μαρτίου».
Υπογράμμισε ότι η καθυστέρηση για το κλείσιμο της αξιολόγησης δεν έχει γίνει με ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία τηρεί τα συμπεφωνημένα και πιάνει τους στόχους. Το ζήτημα, τόνισε, είναι να τελειώνουμε με όλη αυτή την ιστορία για να ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε μεταξύ άλλων ότι είναι ανοικτή η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος -τα οποία εφόσον παρθούν και θα παρθούν κάποια στιγμή έως τη λήξη του προγράμματος, εμείς επιδιώκουμε να ληφθεί τώρα αυτή η απόφαση- θα συμπαρασύρουν προς τα κάτω και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Υπογράμμισε ότι προκύπτει και από τη συμφωνία του Αυγούστου 2015 και από τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup ότι η Γερμανία αργά ή γρήγορα θα πρέπει να συμφωνήσει στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Πρόσθεσε ότι μπορεί αυτή τη στιγμή για πολιτικούς λόγους να δυσκολεύεται ή να δημιουργεί μια κατάσταση ολιγωρίας σε ό,τι αφορά τη λήψη της απόφασης, «αλλά αυτή η απόφαση είναι μια απόφαση που σχεδόν έχει ληφθεί».
Είπε ότι το 2018 θα επιτευχθεί ο στόχος για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα και πως όμως από εκεί και πέρα η διατήρηση του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι κάτι που η ελληνική πλευρά έχει δηλώσει ότι είναι οικονομικά αναποτελεσματικό, γιατί φρενάρει την ανάπτυξη.
Ερωτηθείς σχετικά, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση αν ο μη γένοιτο σε περίπτωση που γίνουν εκλογές και που ο μη γένοιτο κερδίσει η ΝΔ, αυτό που θα περιμένει τον λαό θα είναι κυριολεκτικά σοκ και δέος. «Τα έχουν πει, δεν τα κρύβουν», είπε, και πρόσθεσε ότι η ΝΔ δεν μπορεί να βρει τα περίφημα ισοδύναμα για τα οποία μιλά και πως τα ισοδύναμά της είναι μειώσεις μισθών, συντάξεων και απολύσεις.
Κληθείς να σχολιάσει σχετικά με αυτά που αναφέρει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο του ΣΕΒ, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι αυτού του τύπου έντονη ανησυχία και αβεβαιότητα που προβάλλεται από τον ΣΕΒ είναι μάλλον κάτι το οποίο θα έπρεπε και εκείνος να μετριάζει με τις ανακοινώσεις του. Πρόσθεσε ότι επίσης θα όφειλε να τοποθετηθεί κάποια στιγμή και για το ποιος ευθύνεται για αυτή την καθυστέρηση της αξιολόγησης, όπως και για τα ζητήματα που υπάρχουν, της συμμετοχής του ΔΝΤ, των περίπου 4,5 δισ. νέων μέτρων που ζητά, των συλλογικών διαπραγματεύσεων. «Και ο ΣΕΒ και η ΝΔ οφείλει να μας πει», είπε, ασκώντας δριμεία κριτική στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τόνισε ότι δεν υπάρχει «ζήτημα μεταρρυθμίσεων» και πως εκείνο που δεν επιτρέπει το κλείσιμο της αξιολόγησης είναι πρώτον τα περίπου 4,5 δισ. μέτρα που ζητά το ΔΝΤ για μετά το 2018 και η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. «Τα 4,5 δισ. που ζητά το ΔΝΤ δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουν αποδεκτά».
Στο ερώτημα εάν έχει εγκαταλείψει ο Β. Σόιμπλε αυτό το σενάριο, είπε ότι «γι΄ αυτό το ζήτημα πρέπει να ρωτήσετε τον κ. Σόιμπλε». «Εγώ θεωρώ», συνέχισε, ότι «όλοι δουλεύουν έτσι ώστε να αποφευχθεί μια αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, με δεδομένο μάλιστα ότι η ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή δεν έχει λόγο να μπει σε μια περίοδο τέτοιας κρίσης, καθώς τα μεγέθη είναι τέτοια που επιτρέπουν την με επιτυχία λήξη του προγράμματος». Πρόσθεσε πως «από εκεί και πέρα όλα αυτά μένει να αποδειχθούν και από την πολιτική στάση του καθενός θα κριθούν». Ο κ. Τζανακόπουλος επισήμανε ότι αυτή τη στιγμή η πολιτική αντίληψη που υπηρετεί η γερμανική κυβέρνηση έχει αρχίσει να αμφισβητείται από τους σοσιαλδημοκράτες τελευταία, «δειλά μεν αλλά εμπράκτως έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι να πορεύεται», ενώ αντίθετα, είπε, οι συντηρητικοί της Ευρώπης αδυνατούν ακόμα να το συνειδητοποιήσουν.
Τέλος, ερωτηθείς για τις σχέσεις της κυβέρνησης με τα ΜΜΕ, είπε ότι όπως αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν κριτική, «άλλοτε καλοπροαίρετη, και άλλοτε, συνήθως, κακοπροαίρετη», έτσι και η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να απαντά, ενώ στην παρατήρηση για ποινικές και αστικές διώξεις κατά ΜΜΕ, είπε ότι υπάρχουν ορισμένοι που τάσσονται υπέρ των αστικών διώξεων αποκλειστικά.