Τζαν Ντιουντάρ: «Η δημοσιογραφία θέλει θάρρος και γενναιότητα»

Τζαν Ντιουντάρ: «Η δημοσιογραφία θέλει θάρρος και γενναιότητα»
«Ηθελα να κάνω κάτι καινούργιο με σκοπό να προσελκύσω το νεανικό κοινό» λέει ο Τζαν Ντιουντάρ για το κόμικς που αφορά τη ζωή και την πολιτική πορεία του Ερντογαν, το οποίο δημιούργησε σε συνεργασία με τον Αιγυπτιοσουδανό καλλιτέχνη κόμικς Ανουάρ

Ο αυτοεξόριστος στο Βερολίνο Τούρκος δημοσιογράφος που κυνηγήθηκε από τον Ερντογάν για τις αποκαλύψεις του και τόλμησε να κάνει graphic novel τον… σουλτάνο μιλάει για τις διώξεις και την ελευθερία του Τύπου.

Οταν διάβασα το graphic novel «Erdogan: Η άνοδος ενός σύγχρονου σουλτάνου» με κείμενα του βραβευμένου δημοσιογράφου Τζαν Ντιουντάρ, αυτοεξόριστου στο Βερολίνο (ο Ερντογάν τον έχει χαρακτηρίσει δημόσια «τρομοκράτη»), καθηλώθηκα από την αφήγηση και την πλούσια εικονογράφηση. Το βιβλίο αφηγείται την πορεία ανόδου του Ερντογάν και περιγράφει λεπτομερώς τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τις τεταμένες σχέσεις με τον πατέρα του, την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, την εμπλοκή του με φανατικές οργανώσεις της ισλαμικής νεολαίας και την πολιτική μεταστροφή του για να καταλάβει την εξουσία. Με αφορμή την κυκλοφορία του graphic novel (προϊόν συνεργασίας του με τον Αιγυπτιοσουδανό καλλιτέχνη κόμικς Ανουάρ) μιλήσαμε τηλεφωνικά με τον Τζαν Ντιουντάρ. Συζητήσαμε αναλυτικά για το βιβλίο, την πολυσύνθετη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Τουρκίας, την ανάγκη για ελευθερία του Τύπου. Είναι ο άνθρωπος που το 2015 αποκάλυψε με ρεπορτάζ ότι η υπηρεσία πληροφοριών της Τουρκίας τροφοδοτούσε παράνομα με βαρύ οπλισμό τζιχαντιστές που δρούσαν στη Συρία.

Στη φυλακή

«Εχω γράψει δεκάδες άρθρα και ρεπορτάζ που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και έχω αποκαλύψει πολλές υποθέσεις διαφθοράς. Τα γραπτά μου ήταν “ενοχλητικά” και ο Ερντογάν ζήτησε αρκετές φορές την απόλυσή μου. Οταν ήμουν αρχισυντάκτης της “Cumhuriyet” με συνέλαβαν, με έκλεισαν στη φυλακή και κατά τη διάρκεια της δίκης μου δέχτηκα ένοπλη επίθεση. Αποφάσισα να εγκατασταθώ στην Ευρώπη γιατί δεν υπήρχε κανένας τρόπος να παραμείνω στην Τουρκία και να είμαι ελεύθερος ή να έχω μια δίκαιη δίκη» μου λέει.

Αναβάθμιση ποινής

Η δίωξή του προκάλεσε πλήθος διαμαρτυριών από οργανώσεις στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Ο δημοσιογράφος τελικά κρίθηκε ένοχος για διαρροή απόρρητων κρατικών πληροφοριών και καταδικάστηκε αρχικά σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες φυλάκιση, ενώ η ποινή του τελικά αναβαθμίστηκε σε 27 χρόνια φυλάκιση για κατασκοπεία και παροχή βοήθειας σε τρομοκράτες. Tο καλοκαίρι του 2016 αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στο Βερολίνο. Πήρε μαζί του μόνο κάποια βιβλία και μια οδοντόβουρτσα.

Η ζωή στο Βερολίνο

Σήμερα ο Τούρκος δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστας συνεργάζεται με τη «Washington Post», διευθύνει την online δημοσιογραφική πλατφόρμα Özgürüz και ζει στη γερμανική πρωτεύουσα –με διακριτική αστυνομική προστασία– υπό τον φόβο νέας επίθεσης υποστηρικτών του Ερντογάν. Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στο θέατρο από τη Royal Shakespeare Company στην Αγγλία, ενώ έχει κάνει μια καλλιτεχνική δράση στο Θέατρο Μαξίμ Γκόρκι του Βερολίνου με θέμα το κελί του στην Τουρκία. Εχει λάβει βραβεία από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα και την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων CPJ.

«Το θάρρος και η γενναιότητα είναι τα βασικά προαπαιτούμενα για να κάνει ένας νέος δημοσιογράφος αυτήν τη δουλειά» είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που σχολιάζει. Ο Τζαν Ντιουντάρ δέχτηκε επιθέσεις από ακροδεξιούς υποστηρικτές τού Ερντογάν και στη Γερμανία. Θυμάται ακόμη τον ήχο των πυροβολισμών και τις φωνές των ανθρώπων δίπλα του τη μέρα που δέχτηκε την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη.

Τον ρωτάω για την καθημερινότητά του στη Γερμανία όπου βρίσκεται τα τελευταία χρόνια. «Η ζωή μου είναι εντελώς διαφορετική. Κάνω όμως τα ίδια πράγματα. Γράφω μανιωδώς άρθρα, ρεπορτάζ και βιβλία, γυρίζω ντοκιμαντέρ. Ο σκοπός μου είναι να προσεγγίσω ξανά το αναγνωστικό μου κοινό στην Τουρκία, αλλά κυρίως να δείξω στον κόσμο τι συμβαίνει στη χώρα μου. Εχασα το σπίτι μου, τους φίλους μου και τη δουλειά μου. Καλύτερη όμως η εξορία από τη φυλακή».

Πιο εθνικιστική από ποτέ

Η έρευνα για να ολοκληρωθεί το graphic novel διήρκεσε αρκετά χρόνια, με ενδελεχή μελέτη, διασταύρωση υλικού, συλλογή εκατοντάδων φωτογραφιών. «Επρεπε να επιβεβαιώσουμε κάθε λεπτομέρεια, να μελετήσουμε κάθε επίσημη βιογραφία του Ερντογάν και να διαβάσουμε όλα τα δημοσιεύματα στον Τύπο. Πήραμε συνεντεύξεις από ανθρώπους και συνεργάτες που φοβήθηκαν να μας μιλήσουν επώνυμα. Παρά την προσωπική μου δίωξη από τον Ερντογάν, προσπάθησα να παρουσιάσω ένα αληθινό και πολύπλευρο πορτρέτο για το πώς κατάφερε να ανέβει τα σκαλοπάτια της εξουσίας και να εγκαθιδρύσει ένα πανίσχυρο καθεστώς» λέει. Και προσθέτει: «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε τη διαδρομή που ακολούθησε και τι είδους άνθρωπος είναι, όχι μόνο για το κοινό της Τουρκίας αλλά για να φτάσει αυτή η πληροφορία σε ολόκληρο τον κόσμο. Πάντοτε στη χώρα μου διεξαγόταν μια σημαντική μάχη με αίτημα να υπάρξει περισσότερη και πραγματική δημοκρατία. Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε τη θρησκεία για να αποκτήσει δύναμη και τη δύναμη της θρησκείας για να καταλάβει την εξουσία. Η εκτίμησή μου είναι ότι η χώρα είναι πιο εθνικιστική, συντηρητική και ισλαμιστική από ποτέ».

«Graphic journalism»

Πολλοί γελοιογράφοι και σκιτσογράφοι στην Τουρκία έχουν συλληφθεί και καταδικαστεί επειδή δημοσίευσαν σκίτσα του Ερντογάν. Αυτό το βιβλίο –σύμφωνα με τους δημιουργούς– είναι και ένα μήνυμα αλληλεγγύης. «Το κόμικς είναι ένας σύγχρονος τρόπος για να δημοσιεύει κανείς ιστορίες, ο οποίος αποκαλείται “graphic journalism”. Εχω δημοσιεύσει ήδη αρκετά βιβλία και τώρα ήθελα να κάνω κάτι καινούργιο με σκοπό να προσελκύσω το νεανικό κοινό. Ηταν εξαιρετική η συνεργασία μου με τον Ανουάρ και παρόλο που το βιβλίο δεν επιτρέπεται να βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων της Τουρκίας, έχει εκδοθεί σε πολλές γλώσσες και έχει διαβαστεί από χιλιάδες ανθρώπους».

«Ο μεγάλος αδερφός»

Τα Χριστούγεννα έτυχε να ταξιδέψω στην Κωνσταντινούπολη –μια πόλη απόλυτα συνδεδεμένη με τις μεταρρυθμίσεις, την πολιτική πορεία και το αποτύπωμα των παρεμβάσεων του Ερντογάν– και έτσι ρώτησα τον Ντιουντάρ για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα ενόψει και των εκλογών. Είναι γνωστό πως πολλοί ακτιβιστές, διανοούμενοι και καλλιτέχνες έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πόλη και ότι ακόμη και το κοσμοπολίτικο Πέρα (Beyoğlu) σταδιακά έχει αλλάξει χαρακτήρα. «Η Ινσταμπούλ έχει χάσει ένα κομμάτι της γοητείας της και δεν θυμίζει μια δημοκρατική και λειτουργική πόλη. Πολλοί επιλέγουν να φύγουν από το κέντρο και να μετακινηθούν σε περιοχές που αισθάνονται πιο μακριά από τον έλεγχο του καθεστώτος. Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου καλά γιατί ο “μεγάλος αδερφός” είναι παντού».

Του ζητάω να σχολιάσει κάτι που μου έκανε εντύπωση, ότι η αστυνομική παρουσία δεν ήταν εμφανής στο κέντρο της πόλης. «Οντως δεν υπάρχει αστυνομία στους δρόμους γιατί δεν έχουν απομείνει πολλοί άνθρωποι που αντιστέκονται. Μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις στην πλατεία Ταξίμ το 2013, οι διαμαρτυρίες είναι περιορισμένες και απόλυτα ελεγχόμενες. Οι αντιφρονούντες που βρίσκονται στη φυλακή είναι λιγότεροι σε σχέση με πέντε χρόνια πριν, όχι γιατί υπάρχει περισσότερη δημοκρατία αλλά γιατί ελάχιστοι παίρνουν το ρίσκο να διαμαρτυρηθούν. Πιστέψτε το όμως, αν κάποιος φωνάξει δυνατά εναντίον της κυβέρνησης, οι αστυνομικές δυνάμεις θα κάνουν την εμφάνισή τους σε χρόνο-ρεκόρ».

Ο Ερντογάν και οι γυναίκες

Ενα κομμάτι του graphic novel εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο ο Ερντογάν εργαλειοποίησε τις γυναίκες προκειμένου να εξασφαλίσει πολιτική υποστήριξη. Ο Ντιουντάρ περιγράφει στο βιβλίο τους χειρισμούς του, από την εποχή που έστελνε γυναίκες χωρίς μαντίλες στις πιο προοδευτικές συνοικίες και γυναίκες με μαντίλες στις πιο συντηρητικές. «Είναι πραγματιστής σε αυτά τα θέματα. Η ιδεολογική του ταυτότητα ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με την πολιτική που ακολούθησε, όμως η κατάκτηση της εξουσίας ήταν ο πιο σημαντικός στόχος. Τα πρώτα χρόνια δεν δεχόταν ούτε να σφίξει το χέρι μιας γυναίκας, στην πορεία όμως κατάλαβε ότι το γυναικείο κοινό αποτελούσε δεξαμενή ψήφων και προσπάθησε να τις εκμεταλλευτεί. Στην Τουρκία οι περισσότερες γυναίκες βρίσκονται υπό τον έλεγχο του πατέρα, του αδερφού ή του συζύγου. Ο Ερντογάν τους έδωσε μια φαινομενική ελευθερία και τη δυνατότητα να εργαστούν για το κόμμα».

«Ισλάμ με γραβάτες»

Η φυσιογνωμία της Τουρκίας θεωρεί ότι κατευθύνεται ολοένα και σε πιο συντηρητική και θρησκευτική κατεύθυνση και στο βιβλίο του αναφέρει αρκετές φορές την έκφραση «ισλάμ με γραβάτες και κοστούμια». Ο Ντιουντάρ εξηγεί τι εννοεί όταν χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο: «Ο Ερντογάν ξέρει πολύ καλά να παίζει παιχνίδια με τον τουρκικό λαό, με τον Τύπο, με την Ευρώπη, αλλά και να αναπροσαρμόζεται σε σχέση με το πολιτικό προφίλ που τον συμφέρει να καλλιεργεί κάθε φορά. Είναι φανατικός ισλαμιστής, γνωρίζει όμως ότι αν προωθήσει μια ακραία προσέγγιση γύρω από αυτό το θέμα θα αποτύχει και έτσι προσπαθεί να στρογγυλεύει τις απόψεις του απέναντι στους κοσμικούς και τους ελίτ κύκλους της Ευρώπης και της Αμερικής. Εχει αντιληφθεί ότι χρειάζονται ένα πιο “ήπιο” ισλάμ και αυτή την εκδοχή προσπάθησε να εξυπηρετήσει. Σήμερα εκφράζεται με πιο φανατικό τρόπο και εκτιμώ ότι αυτή η στροφή θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια».

Τζαμί, σύμβολο εξουσίας

Η κουβέντα πηγαίνει στον ρόλο της θρησκείας στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Υπάρχει όντως φανατισμός; «Εξαρτάται. Θεωρώ ότι ένα μεγάλο ποσοστό επιζητά μέσω της θρησκείας υποστήριξη, εργασία, κοινωνικότητα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πηγαίνουν καθημερινά να προσευχηθούν όχι από τυφλή πίστη αλλά για να γίνουν κομμάτι μιας γραφειοκρατίας».

«Οι μιναρέδες ξιφολόγχες, οι θολωτές στέγες (των τζαμιών) κράνη, τα τζαμιά ο στρατώνας μας, οι πιστοί στρατιώτες» αναφέρουν οι στίχοι ενός ποιήματος που απήγγειλε ο Ερντογάν για πρώτη φορά το 1999 σε μεγάλη πολιτική εκδήλωση. Από τότε έχει χρησιμοποιήσει τα ίδια λόγια αρκετές φορές σε δημόσιες ομιλίες του. Οι παρεμβάσεις του στους δημόσιους χώρους έχουν προκαλέσει έντονες συζητήσεις. Το τζαμί που δεσπόζει στον λόφο Camlica της Κωνσταντινούπολης θεωρήθηκε επίδειξη ισχύος και μεγαλοϊδεατισμού. Το επιβλητικό τζαμί στην πλατεία Ταξίμ –ακριβώς δίπλα βρίσκεται το πάρκο Γκεζί, όπου είχε λάβει χώρα η εξέγερση το 2013– άλλαξε αρκετά τη φυσιογνωμία της περιοχής, ενώ το καλοκαίρι του 2020 με μια απόφαση που ήγειρε πολλές αντιδράσεις στην Ελλάδα ο Τούρκος πρόεδρος μετέτρεψε το μνημείο της Αγια-Σοφιάς σε λειτουργικό ισλαμικό τέμενος. Ρώτησα τον Ντιουντάρ για όλα τα παραπάνω. «Το τζαμί χρησιμοποιείται σαν σύμβολο εξουσίας από τον Ερντογάν, γιατί θέλει να μετατρέψει για λόγους γοήτρου την Ινσταμπούλ σε πρωτεύουσα του ισλάμ» μου λέει και στο τέλος προσθέτει για τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα: «Ο τρόπος που παρουσιάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαπερνάται από την οπτική του εθνικισμού, αλλά κυρίως καθορίζεται από τις σχέσεις με την Αμερική, τις οποίες ο Ερντογάν χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο προκειμένου να στείλει το μήνυμα που επιδιώκει κάθε φορά», καταλήγει.

INFO
Το graphic novel «Erdogan: Η άνοδος ενός σύγχρονου σουλτάνου» σε κείμενο του Τζαν Ντιουντάρ και εικονογράφηση του Ανουάρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Anubis (μτφρ. Ορέστης Μανούσος)

Ετικέτες

Documento Newsletter