Όταν τον περασμένο Δεκέμβριο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπαιρνε την απόφαση για την αναβολή του 14ου συνεδρίου υπό τον φόβο -τότε- της μετάλλαξης Όμικρον, κανένας στη Νέα Δημοκρατία δεν μπορούσε να διανοηθεί την μετάλλαξη που θα είχε υποστεί η ατζέντα του δημοσίου διαλόγου σχεδόν έξι μήνες αργότερα.
Σήμερα, η ώρα του 14ου τακτικού συνεδρίου του κόμματος έφτασε, του πρώτου μετά από δυόμισι χρόνια, έφτασε, μαζί με έναν βαρύ και ασήκωτο λογαριασμό της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η επέλαση της ακρίβειας στην ενέργεια και βασικά αγαθά μονοπωλεί τις συζητήσεις σε κάθε σπίτι και επιχείρηση, η αγωνία για τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εμπλοκή της χώρας μας τρομάζει και τους πιο αισιόδοξους, ενώ η αγωνία για τα εθνικά θέματα και ειδικά τα ελληνοτουρκικά χτυπάει ήδη κόκκινο. Στο παρασκήνιο, η πανδημία που συνεχίζει να πλήττει την ελληνική κοινωνία, προδιαθέτοντας για ένα φθινόπωρο που δεν αναμένεται να είναι κατά πολύ διαφορετικό από το προηγούμενο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη δημιουργίας μίας «θετικής ατζέντας» για τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσερχόμενος στις συνεδριακές διαδικασίες ήταν τελικά ζωτικής σημασίας, όπως αποδείχτηκε και από τη ζέση του να ανακοινώσει πριν δύο ημέρες τα μέτρα που οι υπουργοί του διατείνονταν πως δεν θα έρθουν πριν από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις, ή τουλάχιστον, πριν από μία -ακόμα- αποτυχημένη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τέλη Μαΐου.
Το γεγονός πως μετά την επίσπευση των ανακοινώσεων για τον κατώτατο μισθό, ήρθε και η εντυπωσιακή επιτάχυνση των αποφάσεων για νέες ενισχύσεις στα νοικοκυριά καταμαρτυρά τον φόβο που προκαλεί η επικοινωνιακή φθορά στο Μέγαρο Μαξίμου. Ένας φόβος που αποτυπώνεται σε μικρογραφία στις εκλογικές περιφέρειες των γαλάζιων βουλευτών, τον οποίο κουβαλούν με τη σειρά τους στο εσωτερικό του κόμματος, ακόμα και αν αυτός ακόμα εκφράζεται διά της σιωπής.
Στην πράξη, η σημαντικότερη απόφαση που θα μπορούσε να ληφθεί στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, αυτή της εκλογής του γραμματέα του κόμματος έχει ήδη ληφθεί. Ο Κυρ. Μητσοτάκης φρόντισε με τις μεθοδεύσεις του, παρά την αναβολή του συνεδρίου τον περασμένο Δεκέμβριο, να προχωρήσει στην εκλογή του Παύλου Μαρινάκη. Και το έκανε αυτό εκμεταλλευόμενος τις καταστάσεις και την πανδημία, βάζοντας την Κεντρική Επιτροπή με την σύνθεση του 2019 να τον εκλέξει. Η νέα σύνθεσή της που θα προκύψει από τις σημερινές συνεδριακές διαδικασίες θα είναι απλώς διακοσμητική, αν και γίνεται μία διπλή προσπάθεια ελέγχου της.
Από τη μία, το μήνυμα που ο νέος γραμματέας πασχίζει να εκπέμψει περί ανανέωσης και εισροής νέων ανθρώπων, που πράγματι φαίνεται να αποτυπώνεται σε ένα βαθμό, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ουσίαν «ανανέωση». Από την άλλη, μία δυναμική προσπάθεια γαλάζιου «βαπτίσματος» των στελεχών που έρχονται από το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ και διάφορες παραφυάδες, που όμως έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της διακυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη. Η «λιστομαχία» εντάθηκε τις τελευταίες εβδομάδες, και αναμένεται να κορυφωθεί στις συνεδριακές διαδικασίες.
Στο επίκεντρο όλης αυτής της προσπάθειας, η κεντρική στόχευση του αρχηγού του κόμματος να προχωρήσει στο ανεκπλήρωτο σχέδιο του πατέρα του, στην πλήρη «μητσοτακοποίηση» του κόμματος. Σε μία κατάσταση, με λίγα λόγια, πλήρους ελέγχου του κόμματος με μία σειρά στελεχών επιρροής και εξάρτησης του ίδιου, αντιγράφοντας το μοντέλο διακυβέρνησής του στη λειτουργία του κόμματος.
Το διπλό μήνυμα του συνεδρίου, «Δίπλα σε κάθε πολίτη» και «Πολιτικές για τους νέους» αποτελούν ουσιαστικά ξεκάθαρη προεκλογική στρατηγική, ακόμα και εάν οι κυβερνητικές διακηρύξεις επιμένουν να στέλνουν τις εκλογές στο τέλος της τετραετίας. Την ίδια ώρα, ωστόσο, μία σειρά από αποφάσεις συνεχίζουν να καλλιεργούν το προεκλογικό κλίμα. Από την αύξηση του κατώτατου μισθού, τις επιδοτήσεις λογαριασμών και βενζίνης και το εφεύρημα της προκλητικής πράξης εξαγοράς της «αυτοσύνταξης» μέχρι τις αναβολές της καταβολής του ΕΝΦΙΑ, των επιστρεπτέων προκαταβολών και τις δικαστικές αποφάσεις για αναδρομικά των μνημονίων, τις τελευταίες εβδομάδες καλλιεργείται από την κυβέρνηση ένα προεκλογικό κλίμα σε πλήρη αντιδιαστολή με τις διακηρύξεις περί «εκλογών στην ολοκλήρωση της τετραετίας».
Σε κάθε περίπτωση, διακηρυγμένος στόχος της ηγεσίας, όπως αναφέρουν κομματικές πηγές, είναι να εκπέμψει μηνύματα «σύγκρισης» στους πολίτες, μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ της δικής του διακυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα, μεταξύ -κατ’ ουσίαν- ενός «διαφορετικού και προοδευτικού» μείγματος πολιτικής και της «ξεπερασμένης και παρωχημένης» των αντιπάλων του. Σε αυτή την προσπάθεια, στη Νέα Δημοκρατία ευελπιστούν πως θα τους βοηθήσουν τα παραπάνω, παρότι παραδοσιακά οι κυβερνήσεις στο τέλος της θητείας τους επιδίδονται σε παροχές και υποσχέσεις. Ακόμα πιο παραδοσιακά, οι σχεδιασμοί αυτόι πέφτουν στο κενό.
Εν τέλει, ο γαλάζιος πήχης για το συνέδριο μπαίνει στο βαθμό της συσπείρωσης που θα μπορέσει να προκαλέσει. Να πείσει, δηλαδή, για τα διλήμματα που θα βάλει ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης πως το κόμμα του αποτελεί την μόνη αξιόπιστη επιλογή για τις επερχόμενες εκλογές, σε μία περίοδο που πλέον θα είναι κατά βάση και αποκλειστικά προεκλογική, ανεξαρτήτως διαψεύσεων. Αυτό το τελευταίο ήταν και το κεντρικό σημείο στην ομιλία του πρωθυπουργού κατά την έναρξη των συνεδριακών εργασιών. Το εάν, ωστόσο, θα φτάσει το μήνυμα έξω από τα κομματικά στεγανά, μένει να φανεί και να αποτυπωθεί, πρώτα στις δημοσκοπήσεις και έπειτα στις κάλπες.