Στα μέσα του 19ου αιώνα μια καταδικαστική απόφαση του Κακουργοδικείου Λαμίας έστειλε έναν αθώο στις φυλακές του Ναυπλίου. Όταν αποκαλύφθηκε ο πραγματικός ένοχος ήταν πλέον αργά καθώς ο κρατούμενος είχε ήδη πεθάνει. Αρκετά χρόνια μετά, όταν ο Εμμανουήλ Στ. Λυκούδης (1849-1925) διορίστηκε δικαστής στο Πρωτοδικείο Παρνασσίδος (εντάχθηκε στον δικαστικό κλάδο το 1875), άκουσε γι’ αυτή την υπόθεση και θέλησε να την ερευνήσει και να τη μεταπλάσει αφηγηματικά. Η νουβέλα «Τυφλή δικαιοσύνη» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1920 στη συλλογή «Νέα διηγήματα» και πριν από λίγο καιρό επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Άπαρσις σε συνεργασία με το Δίκτυο Δελφών.
Ο Λυκούδης ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του 1880 και το έργο του εντάσσεται στο πλαίσιο της ελληνικής ηθογραφίας τοποθετημένης σε αστικό περιβάλλον. «Ήταν εις εκείνη την εποχή σε μεγάλη ακμή το Γαλαξείδι. Η όμορφη, η χαριτωμένη μικρή πόλις, που λούζει τα ομορφοχτισμένα, αρχοντικά το περισσότερο, σπίτι της από το μέρος της Στερεάς στα βορεινά παράλια του Κορινθιακού». Αυτή η ειδυλλιακή πόλη όπου είχε αναπτυχθεί μεγάλη ναυπηγική, ναυτιλιακή και εμπορική δραστηριότητα θα αποτελέσει το σκηνικό για ένα ειδεχθές έγκλημα. Ο καπετάν Νικόλας Καρέλης επιστρέφει στο σπίτι του έπειτα από επιτυχημένο μπάρκο για να παντρευτεί μια νέα από ευκατάστατη οικογένεια της Άμφισσας. Εκεί τον περιμένει ο τσοπάνος Κίτσος Μουσνιτσιώτης για να του ζητήσει να ανανεώσουν το συμβόλαιο ενός βοσκότοπου, τον οποίο νοικιάζει επί σειρά ετών. Οι δύο άντρες διαφωνούν στο οικονομικό σκέλος και ο βοσκός φεύγει εκνευρισμένος. Λίγες ώρες μετά ο καπετάνιος βρίσκεται δολοφονημένος.
Ο εισαγγελέας είναι «ένας γέρος δικαστικός αυστηρός, άνθρωπος του καθήκοντος, με όλη την πείρα, που του έδωσεν η πολλών χρόνων υπηρεσία, αλλά και με όλη την προκατάληψη να βλέπη παντού ενόχους, πετριά δα όπου έχει μόνιμη την κατοικία της μέσα στο μυαλό όχι ολίγων από το δικαστικό κόσμο». Ο ανακριτής ο οποίος δεν έχει κλείσει τα είκοσι τρία είναι «άπειρος, αλλά με γερή μάθηση, με κρίση τετράγωνη, και με πολλή και βαθειά παρατηρητικότητα, όπου είναι αχώριστη στη συντροφιά με την κρίση και που συνεργάζονται αρμονικά, αφού η μία προετοιμάζει της άλλης την ενέργεια».
Ο διορισμένος από το δικαστήριο δικηγόρος του κατηγορούμενου είναι επίσης άπειρος αν και ικανός. Παρότι τα ευρήματα του ιατροδικαστή αποδεικνύουν την αθωότητά του, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος και του επιβάλλεται δεκαετής κάθειρξη. Όταν πεθαίνει στη φυλακή του Παλαμηδίου, υποκύπτοντας στις άθλιες συνθήκες κράτησης, η γυναίκα και οι δύο κόρες τους έρχονται αντιμέτωπες όχι μόνο με τον άδικο χαμό του, αλλά και τα κακεντρεχή σχόλια και τη φτώχεια.
Η ηθογραφική νουβέλα του Λυκούδη, από την οποία λαμβάνουμε δεκάδες πληροφορίες για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των τοπικών κοινωνιών της εποχής, αποτελεί πρωτίστως σχόλιο για την ταξικότητα της δικαιοσύνης. Ένας αθώος άνθρωπος καταδικάζεται για έναν φόνο που δεν διέπραξε όχι μόνο επειδή έτυχε να βρεθεί στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε τα μέσα για να αποδείξει την αθωότητά του. Ταυτόχρονα διαβάζεται και ως σχόλιο για το στενό πλαίσιο σκέψης που αναπτύσσεται στις μικρές κοινότητες αλλά και ως σημείωση για τη θέση της γυναίκας· όσες ανήκουν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα είναι καταδικασμένες να ζήσουν δουλεύοντας υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, ενώ εκείνες που προέρχονται από τις υψηλές τάξεις γίνονται έρμαια στα χέρια του πατέρα και του επίδοξου συζύγου, σαν να πρόκειται για αντικείμενα προς ανταλλαγή.
Η έκδοση στην οποία δημοσιεύεται η «Τυφλή δικαιοσύνη» περιλαμβάνει επίσης δύο διηγήματα («Πώς εγλύτωσα από τον θάνατο του Πρωτομάρτυρος του Χριστιανισμού» και «Μαρασμός»), γλωσσάρια των έργων του Λυκούδη, καθώς και λογοτεχνικές σελίδες βγαλμένες από τη θητεία του στο Πρωτοδικείο Παρνασσίδος.