Ποιος θυμάται τις προειδοποιήσεις του εκλιπόντος προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου όταν την 1η Ιουνίου 2021, δημοσιεύοντας έναν κατάλογο με τις μεγάλες αυξήσεις που καταγράφονταν στις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, καυσίμων, βασικών τροφίμων και ναύλων, προειδοποιούσε για μεγάλο κύμα ανατιμήσεων που θα ερχόταν στην Ελλάδα το φθινόπωρο και λόγω των χαμηλών μισθών θα προκαλούσε σοκ και δέος στα νοικοκυριά και θα τράνταζε την εθνική οικονομία οδηγώντας σε πληθωριστικές πιέσεις και συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης;
Το κύμα των ανατιμήσεων έχει έρθει και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις βρίσκεται ακόμη στην αρχή του, θα έχει συνέχεια μες στους επόμενους δώδεκα ίσως και 24 μήνες και θα εξελιχθεί σε ένα «τσουνάμι» που αν δεν συνοδευτεί με σοβαρές αυξήσεις, τουλάχιστον στον κατώτατο μισθό, θα βυθίσει τη χώρα σε στασιμοπληθωρισμό.
Να κρατούν «μικρό καλάθι» τα νοικοκυριά
Μπορεί λοιπόν ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνης Γεωργιάδης να εκπέμπει καθησυχαστικά μηνύματα ότι οι καταναλωτές θα πληρώσουν λιγότερους φόρους και να μην ανησυχούν, όμως καλό είναι τα νοικοκυριά να κρατούν «μικρό καλάθι», διότι όλοι οι αναλυτές παγκοσμίως λένε άλλα και συγκεκριμένα προβλέπουν ότι οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού που θεωρήθηκαν προσωρινές και που παράγουν τις ανατιμήσεις θα κρατήσουν ως το 2023, ίσως και το 2024.
Ενδεικτικό είναι επίσης ότι όλες ανεξαιρέτως οι εταιρείες, από τους μεγαλύτερους διεθνείς καταναλωτικούς κολοσσούς ως τις ελληνικές βιομηχανίες και από τις μεσαίες παραγωγικές επιχειρήσεις ως τους πιο μικρούς φούρνους και επιχειρήσεις εστίασης, ανακοινώνουν μαζικά αυξήσεις σε επίπεδα που κανείς δεν θυμάται τα τελευταία 20 χρόνια.
Για παράδειγμα, τις δύο τελευταίες εβδομάδες πλήθος πολυεθνικών ανακοίνωσαν ότι μες στο τρίτο τρίμηνο του 2021 προχώρησαν σε αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων τους περί το 2,5-4% και ότι θα συνεχίσουν να αυξάνουν τις τιμές μες στους επόμενους δώδεκα μήνες, στέλνοντας έτσι στους καταναλωτές τον λογαριασμό για τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, τις πρώτες ύλες και στα ναύλα.
Μεταξύ αυτών των πολυεθνικών περιλαμβάνονται η Unilever που μέσω της Unilever-ΕΛΑΪΣ έχει ισχυρό μερίδιο αγοράς στην Ελλάδα με 40 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης (τρόφιμα-παγωτά, απορρυπαντικά, οδοντόκρεμες, σαμπουάν κ.λπ.), η Nestle, με μεγάλο μερίδιο αγοράς σε καφέδες, ροφήματα, βρεφικά γάλατα και κρέμες, δημητριακά πρωινού, σοκολάτες, τροφές κατοικίδιων κ.λπ., η P&G που διαθέτει δεκάδες προϊόντα προσωπικής φροντίδας, υγιεινής και οικιακής καθαριότητας και πολλές άλλες. Αλλά και οι εγχώριες εταιρείες, ανεξαρτήτως μεγέθους και κλάδου, ενώ μέχρι το καλοκαίρι ακόμη ανέφεραν ότι κάνουν προσπάθεια να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών σε πρώτες ύλες και μεταφορικά, με την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους πέταξαν «λευκή πετσέτα» και άρχισαν να προχωρούν σε αυξήσεις τιμών, προειδοποιώντας ότι οι αυξήσεις αυτές θα έχουν συνέχεια αν δεν συγκρατηθούν οι καλπάζουσες αυξήσεις στην ενέργεια.
10% πάνω οι τιμές των μισών επιχειρήσεων
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, οι αυξήσεις στην αγορά έχουν φτάσει σήμερα το 5%. Οι μισές επιχειρήσεις ωστόσο εκτιμούν ότι λόγω των ενεργειακών ανατιμήσεων θα αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους κατά 10% ακόμη τους προσεχείς μήνες, ενώ 15% των επιχειρήσεων βλέπει τις αυξήσεις τιμών να ξεπερνούν το 30%.
Ειδικότερα, μεταξύ των καταστημάτων που έχουν ήδη αυξήσει τις τιμές τους και προβλέπεται να τις αυξήσουν πολύ περισσότερο στο μέλλον είναι οι φούρνοι και τα ζαχαροπλαστεία, αφού επιβαρύνονται με τιμές 50% υψηλότερες στα άλευρα, 60% υψηλότερες στα έλαια, 20% υψηλότερες στη ζάχαρη και πλέον αρχίζουν και λαμβάνουν τους πρώτους φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος που αυξάνουν το ενεργειακό τους κόστος κατά 50% τουλάχιστον.
Σημαντικές αυξήσεις τιμών αναμένονται ακόμη και σε τεχνικά επαγγέλματα όπως η οικοδομή, που στερούνται πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα μάλιστα με στοιχεία του ΒΕΑ, καταγράφονται καθυστερήσεις στην κατασκευή έργων, καθώς μια παραγγελία καθυστερεί να υλοποιηθεί από μία εβδομάδα έως δέκα μέρες.