Ο γάλλος πρόεδρος παραδέχθηκε την ευθύνη της Γαλλίας για την σφαγή του 1994, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην πρωτεύουσα της Ρουάντα, Κιγκάλι, την Πέμπτη. Είπε ότι η Γαλλία δεν άκουσε εκείνους που την προειδοποίησαν για την επικείμενη σφαγή και στάθηκε de facto πλάι σε ένα «γενοκτονικό καθεστώς». Στη γενοκτονία που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1994 και κράτησε σχεδόν εκατό μέρες, σκοτώθηκαν πάνω από 800.000 μέλη της εθνότητας Τούτσι αλλά και μετριοπαθείς Χούτου.
Ο Μακρόν είναι ο δεύτερος πρόεδρος της Γαλλίας που επισκέπτεται τη Ρουάντα, μετά το Νικολά Σαρκοζί το 2010. Στην ομιλία του στο Μνημείο Γενοκτονίας του Κιγκάλι, όπου 250 χιλιάδες θύματα είναι θαμμένα, είπε ότι «στέκομαι σήμερα εδώ, με ταπεινότητα και σεβασμό, στο πλευρό σας, για να αναγνωρίσω τις ευθύνες μας». Συμπλήρωσε όμως ότι «οι δολοφόνοι που πέρασαν από τους λόφους, τις εκκλησίες, δεν είχαν το πρόσωπο της Γαλλίας. Η Γαλλία δεν είναι συνένοχη… αλλά έχει ρόλο, ιστορία και πολιτική ευθύνη στη Ρουάντα».
Η χρονική στιγμή της επιφυλακτικής συγγνώμης του γάλλου προέδρου δεν είναι τυχαία. Το 2017, η κυβέρνηση της Ρουάντα είχε προσλάβει την αμερικανική νομική εταιρεία Levy Firestone Muse LLP για να διερευνήσει την ανάμιξη της γαλλικής κυβέρνησης στην γενοκτονία. Στις 19 Απριλίου 2021, δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία αναφέρεται ότι η γενοκτονία ήταν προβλέψιμη και ότι η Γαλλία, και προσωπικά ο πρώην γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν, φέρει σημαντικό μέρος της ευθύνης επειδή διευκόλυνε την διεξαγωγή των αιματοχυσιών με το να εξοπλίσει, συμβουλεύσει και προστατεύσει την διεφθαρμένη και δολοφονική κυβέρνηση του Ζουβενάλ Χαμπυαριμάνα.
Επίσης, η έκθεση αναφέρει ότι η γαλλική στρατιωτική αποστολή στην περιοχή, με το όνομα Amarylis και σκοπό την εκκένωση των γάλλων υπηκόων, παρακολουθούσε τις σφαγές αμέτοχη, καθώς ακολουθούσε άνωθεν εντολές ώστε να μην εμπλακεί στις συγκρούσεις. Μια επιτροπή που συγκρότησε ο Μακρόν, πριν την δημοσίευση της έκθεσης, απάλλαξε τη Γαλλία αλλά απεφάνθη ότι η αποικιακή συμπεριφορά της θόλωσε την κρίση της κατά τα προεόρτια της σφαγής.
Ιστορικό της γενοκτονίας
Μέσα σε 100 περίπου ημέρες, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 1994, 800.000 Τούτσι σφαγιάστηκαν στη Ρουάντα, κυρίως από την αντίπαλη εθνοτική ομάδα Χούτου. Περίπου το 85% των πολιτών της Ρουάντα είναι Χούτου, αλλά η μειονότητα των Τούτσι κυριαρχούσε για πολύ καιρό στη χώρα. Το 1959, οι Χούτου ανέτρεψαν τη μοναρχία των Τούτσι και δεκάδες χιλιάδες Τούτσι έφυγαν σε γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ουγκάντα.
Μια ομάδα εξόριστων Τούτσι σχημάτισε μια επαναστατική ομάδα, το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF), το οποίο εισέβαλε στη Ρουάντα το 1990 και οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι την ειρηνευτική συμφωνία του 1993.
Τη νύχτα της 6ης Απριλίου 1994, ένα αεροπλάνο που μετέφερε τον τότε πρόεδρο Ζουβενάλ Χαμπυαριμάνα, και τον ομόλογό του από το Μπουρούντι, Συπριάν Νταρυαμίρα – και οι δύο Χούτου – καταρρίφθηκε, σκοτώνοντας όλους τους επιβάτες. Οι εξτρεμιστές των Χούτου κατηγόρησαν το RPF και ξεκίνησαν αμέσως μια καλά οργανωμένη εκστρατεία σφαγής. Το RPF είπε ότι το αεροπλάνο καταρρίφθηκε από τους Χούτου για να δικαιολογήσουν τη γενοκτονία. Ακολούθησε μια κόλαση, με σχολαστική οργάνωση. Λίστες κυβερνητικών αντιπάλων δόθηκαν σε πολιτοφυλακές, κυρίως την νεολαία Interahamwe του τότε κυβερνώντος κόμματος MRND, που υπάρχει ακόμα ως παραστρατιωτική οργάνωση σε Ουγκάντα και Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Όπλα και λίστες διανεμήθηκαν σε τοπικές ομάδες, που ήξεραν ακριβώς πού να βρουν τους στόχους τους. Οι γείτονες σκότωσαν γείτονες και μερικοί σύζυγοι σκότωσαν ακόμη και τις Τούτσι συζύγους τους, λέγοντας ότι θα δολοφονούνταν αν αρνούνταν.
Εκείνη την εποχή, τα δελτία ταυτότητας δήλωναν την εθνοτική ομάδα των πολιτών, οπότε οι πολιτοφυλακές δημιούργησαν οδοφράγματα όπου οι Τούτσι σφαγιάστηκαν. Χιλιάδες γυναίκες Τούτσι απήχθηκαν και κρατήθηκαν ως σεξουαλικοί σκλάβοι.
Οι εξτρεμιστές Χούτου δημιούργησαν ένα ραδιοφωνικό σταθμό, το RTLM, και εφημερίδες που κυκλοφόρησαν προπαγάνδα μίσους, προτρέποντας τους ανθρώπους να «εξαλείψουν τις κατσαρίδες», δηλαδή να σκοτώσουν τους Τούτσι. Τα ονόματα των διακεκριμένων πολιτών που σκοτώθηκαν διαβάστηκαν στο ραδιόφωνο. Ακόμα και ιερείς και μοναχές έχουν καταδικαστεί για δολοφονία ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που αναζητούσαν καταφύγιο σε εκκλησίες.