Τσιγγάνικα αντιεξουσιαστικά παραμύθια

Είκοσι πέντε εικονογραφημένες ιστορίες φωτίζουν τη ζωή, τα βιώματα και τον πολιτισμό των Ρομά.

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν». Με αυτήν τη φράση ξεκινούν τα τσιγγάνικα παραµύθια, τα οποία αντανακλούν τη ζωή και τα βιώµατα και λειτουργούν ως λαϊκή ιστοριογραφία των Ροµά. Το παραµύθι στη ροµανί γλώσσα λέγεται µασάλι και µε την παρουσία του συνέβαλε καθοριστικά στη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής µέσα από τις συλλογικές αφηγήσεις. Ενα νέο βιβλίο µε 25 τσιγγάνικα παραµύθια κυκλοφόρησε από την οργάνωση Ροµά Χωρίς Σύνορα –µε πρωτοβουλία του Ροµά κοινωνικού επιστήµονα Παναγιώτη Χαρίτου– και επιχειρεί να δηµιουργήσει γραπτές πηγές παράδοσης του τσιγγάνικου πολιτισµού σε µια εποχή που η κουλτούρα της αφήγησης έχει εξασθενήσει λόγω της τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων. Τα παραµύθια συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν από Ροµά, ενώ µε την κατάλληλη επεξεργασία, επιµέλεια και εικονογράφηση δίνουν την ευκαιρία στους αναγνώστες να έρθουν σε επαφή µε άγνωστες ιστορίες και αφηγήσεις.

Συγγραφέας του βιβλίου µε τίτλο «Η ζωή και τα βιώµατα των Ροµά µέσα από τα τσιγγάνικα παραµύθια» είναι ο νεαρός επιστήµονας Παναγιώτης Χαρίτος µε καταγωγή από τους Σοφάδες της Καρδίτσας. Με αφορµή τη συγκεκριµένη πρωτοβουλία µίλησε στο Documento για τις αφηγηµατικές τεχνικές των παραµυθάδων, την αίσθηση ελευθερίας και τη συγκινησιακή φόρτιση που πηγάζει από τις ιστορίες, αλλά και για την κοινωνική διάσταση των παραµυθιών που φωτίζουν τις αδικίες της εξουσίας απέναντι στους πιο ευάλωτους. Η συζήτηση µε τον Παναγιώτη Χαρίτο ξεκίνησε από τις προφορικές αφηγήσεις και το ταξίδι των παραµυθιών µες στον χρόνο προτού γίνουν κοµµάτι του συγκεκριµένου βιβλίου. Πρόκειται για ένα πολιτισµικό απόθεµα που µεταφέρθηκε προφορικά από γενιά σε γενιά, κάποιες φορές µε ελλείψεις ή και µε αλλοιωµένα στοιχεία. «Το 2017 ξεκινήσαµε εθελοντικά να καταγράφουµε κάποια τσιγγάνικα παραµύθια τα οποία παραδόθηκαν στην ελληνική Βουλή και τελικά εκδόθηκαν. Σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζουµε 25 καινούργια τσιγγάνικα παραµύθια, τα οποία αποτελούν τον κορµό της συγκεκριµένης έκδοσης. Η καταγραφή πραγµατοποιήθηκε στον παλιό οικισµό στους Σοφάδες από διαµεσολαβητές Ροµά, ακολούθησε η µετάφραση στην ελληνική γλώσσα και στο τελικό στάδιο τα παραµύθια εικονογραφήθηκαν από την Ελένη Παπαθανασίου. Ο σκοπός µας είναι να διατηρηθούν στο πέρασµα του χρόνου και να γνωρίσει ο κόσµος τον πολιτισµό και την κοινωνική ιστορία των Ροµά».

Αντιεξουσιαστικές αφηγήσεις και αδικία

Η παράδοση της αφήγησης παραµυθιών έχει εξασθενήσει τα τελευταία χρόνια λόγω της τεχνολογίας που εισχωρεί στις κοινότητες και διαµορφώνει νέο πλαίσιο επικοινωνίας και συνεύρεσης. «Φοβηθήκαµε ότι λόγω της εξέλιξης των κοινωνικών δικτύων αυτές οι αφηγήσεις κινδύνευαν να χαθούν για πάντα. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές δραστηριότητες στις κοινότητές µας ήταν η αφήγηση ιστοριών. Τα παραµύθια σχετίζονται µε τις διώξεις, τις δυσκολίες, τις νύφες, τους γάµους και τις χαρές. Οι αφηγηµατικές τεχνικές των Τσιγγάνων παραµυθάδων είναι εξαιρετικές. Οι χαρακτήρες συχνά έρχονται σε αντιπαράθεση µε την εξουσία και το σύστηµα, αναζητώντας δικαιοσύνη, διαφάνεια και ισότητα. Οι ιστορίες αναφέρονται στον τρόπο µε τον οποίο τα παιδιά και οι νέοι/ες καλούνται να προσαρµοστούν στην κοινωνία και να προφυλαχτούν από τις δυσκολίες και τους κινδύνους που τους επιφυλάσσει το µέλλον. Τα τσιγγάνικα παραµύθια µιλάνε για κοινωνικά ζητήµατα. Εκτός από τη συγκινησιακή και ψυχαγωγική πλευρά ενέχουν σηµαντικό εκπαιδευτικό χαρακτήρα και µας προσφέρουν πάντοτε ένα αισιόδοξο τέλος».

Παναγιώτης Χαρίτου

 

 

Στα τσιγγάνικα παραµύθια δεν πρωταγωνιστούν δράκοι, νεράιδες και ξωτικά. Επιπλέον, δεν καταλήγουν κάθε φορά σε κάποιο ηθικό δίδαγµα, καθώς το ζητούµενο είναι µέσα από τις ιστορίες να ταξιδέψει το µυαλό του ακροατή σε απροσδιόριστο τόπο και χρόνο. «Σε αρκετές ιστορίες συναντάµε ζώα που παίρνουν ανθρώπινες µορφές και αποκτούν αντίστοιχες δεξιότητες (π.χ. οµιλία). Στα τσιγγάνικα παραµύθια δεν παρατηρούνται υπερβολές στην αφήγηση, ενώ το χρονικό πλαίσιο παραµένει ασαφές. Ολα συµβαίνουν κάπου σε µια ξένη χώρα και εντάσσονται σε άγνωστο χρονικό πλαίσιο. Ωστόσο εντοπίσαµε παραµύθια στα οποία οι Τσιγγάνοι αφηγητές µιλούν και στα ελληνικά και αυτό το στοιχείο παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί αποτυπώνει συγκεκριµένες κοινωνικές αναπαραστάσεις».

«Ηταν και δεν ήταν» ένα παραµύθι

Η φαντασία εµπλέκεται µε την πραγµατικότητα και η πλοκή του παραµυθιού αντανακλά τα προβλήµατα, τις ανάγκες και τις αγωνίες των ανθρώπων. Τα τσιγγάνικα παραµύθια δεν ξεκινούν µε τη φράση «µια φορά και έναν καιρό» ούτε περιλαµβάνουν διττά και απόλυτα σχήµατα µε καλούς και κακούς. «Ολες οι ιστορίες αρχίζουν µε τη φράση “ήταν και δεν ήταν”, που σηµαίνει ότι οι αφηγήσεις που θα ακολουθήσουν µπορεί να συνέβησαν στ’ αλήθεια, µπορεί όµως και να µην έγιναν ποτέ. Τα παραµύθια κλείνουν µε τη φράση “εκεί ήµουν και εδώ ήρθα” και όχι µε το “ζήσαν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα”. Το τέλος υπονοεί ότι ο αφηγητής υπήρξε κάποτε µες στην ιστορία, αλλά στη συνέχεια έφυγε από το παραµύθι και επέστρεψε στον πραγµατικό κόσµο για να αφηγηθεί την περιπλάνησή του. ∆εν υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί χαρακτήρες. Στα τσιγγάνικα παραµύθια εµφανίζονται το πρόβληµα και η λύση του. Πιο συγκεκριµένα, η ελληνική κοινωνία δηµιουργεί δυσκολίες στους Ροµά και εκείνοι µε την εξυπνάδα τους προσπαθούν να τα επιλύσουν. Αυτές οι αφηγηµατικές τεχνικές προσδίδουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα τσιγγάνικα παραµύθια και αποτελούν πολιτιστικό στοιχείο της κληρονοµιάς των Ροµά».

Μιλήσαµε για την εποχή που η αφήγηση παραµυθιών αποτελούσε συγκροτησιακό στοιχείο για τη δόµηση της κοινότητας και την ανάπτυξη κοινωνικής ζωής. «Ως συγγραφέας του βιβλίου έχω βιώµατα από αφηγήσεις τσιγγάνικων παραµυθιών τη δεκαετία του ’90. Αυτή η εµπειρία µου δηµιούργησε το ερέθισµα για να καταγράψω τις ιστορίες και να προχωρήσω στη συγγραφή του βιβλίου. Κάποτε οι Ροµά µαζεύονταν όλοι µαζί γύρω από τη φωτιά και ο πρόεδρος της κοινότητας έβαζε στοιχήµατα µε άλλες συνοικίες και χωριά για το ποιος θα αφηγηθεί τα καλύτερα παραµύθια. Αυτό συνέβαινε για να διασκεδάσουν τους νέους και να εµψυχώσουν τα νεαρότερα µέλη της κοινότητας. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ρεύµα, τηλεόραση και ραδιόφωνο. Οι Τσιγγάνοι ήταν αποµονωµένοι και ζούσαν αποκλεισµένοι σε βουνά, παραλίµνιους τόπους, δάση και χωράφια. Σε καθηµερινή βάση οργάνωναν συλλογικές αφηγήσεις και οι παραµυθάδες συνέβαλλαν µε τις ιστορίες τους στην ανάπτυξη της συγκεκριµένης κουλτούρας. Αυτή η συνήθεια έχει πλέον εγκαταλειφθεί και γι’ αυτό τον λόγο προχωρήσαµε στην καταγραφή των παραµυθιών, ώστε να τα συντηρήσουµε στη µνήµη και να µάθουν οι νέοι –Ροµά και µη– τις ιστορίες και τις αφηγηµατικές τεχνικές».

Γιατί το παραµύθι δεν έχει πλέον τόση δύναµη; «Αρκετοί Ροµά έχουν εγκαταλείψει τα τσαντίρια και έχουν µεταφερθεί σε σπίτια, αν και το πρόβληµα της στέγασης παραµένει. Επιπλέον, η νεολαία ασχολείται πολύ ενεργά µε τα κοινωνικά δίκτυα, τα τάµπλετ και τις οθόνες και δεν έχει χρόνο για παραµύθια».

Οι Ροµά, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, είναι συνδεδεµένοι µε το πανηγύρι, τη µουσική και το τραγούδι. Υπάρχουν µουσικά παραµύθια; «Εχει αναπτυχθεί σύνδεση ανάµεσα στις δύο παραδόσεις. Κάποια παραµύθια αφηγούνται ιστορίες για τους µουσικούς Ροµά, για τον τρόπο που ξεκίνησαν την πορεία τους και έµαθαν µουσικά όργανα, συµβάλλοντας µε αυτό τον τρόπο στη διάδοση της τσιγγάνικης παράδοσης».

Ενα από τα παραμύθια της συλλογής: Ο Τσιγγάνος που αθωώθηκε στο δικαστήριο  

Ήταν και που δεν ήταν ένας Τσιγγάνος, που στη ζωή του πέρασε πολλά δικαστήρια. Είχε μία όμορφη γυναίκα, πολλά παιδιά, ένα τσαντίρι και ένα κάρο με δύο άλογα. Σε εκείνο το μέρος όμως που έμενε δεν υπήρχαν δουλειές για τον Τσιγγάνο. Έτσι αποφάσισε να πάει σε άλλο χωριό για ένα καλύτερο μέλλον.

«Γυναίκα» της λέει, «δεν πάμε σε άλλο χωριό να βρούμε δουλειά; Εδώ, δεν υπάρχει δουλειά για μας».

Στενοχωρημένη η γυναίκα, του απαντά:

«Πάμε, ας φύγουμε αύριο το πρωί, για να μην βραδιάσουμε στο δρόμο».

Έτσι, ο Τσιγγάνος χάλασε το τσαντίρι από εκεί, το μάζεψε και το φόρτωσε στο κάρο. Πήραν όλα τα υπάρχοντά τους και φύγανε όλοι μαζί, χωρίς να αφήσουν πίσω τους ούτε ένα στοιχείο. Δρόμο έπαιρναν, δρόμο άφηναν και προς το ηλιοβασίλεμα έφτασαν σε άλλο χωριό. Μόλις έφτασαν, άρχισε να βρέχει και να φυσάει τόσο πολύ  όπου μεγάλη δυσκολία στήσανε το τσαντίρι τους.

Κατέβασαν τα πράγματά τους και έκαναν ένα μεγάλο αυλάκι γύρω από το τσαντίρι, για να φύγει το νερό. Αργά το βράδυ κλείσανε τα καπάκια του τσαντιριού, βάλανε μέσα τα άλογα, για να μην πεθάνουν από το κρύο, σκάψανε μια μεγάλη λακκούβα μέσα στο τσαντίρι και βάλανε φωτιά. Κάπως έτσι κοιμήθηκαν μέσα στην καπνιά.

Το πρωί ο ήλιος έλαμψε. Είχε όμορφη λιακάδα κι όλα ήταν καθαρά και διαυγή από τη χθεσινή βροχή. Ο Τσιγγάνος σηκώθηκε νωρίς, έβαλε φωτιά έξω από το τσαντίρι και άρχισε να σκέφτεται.

«Γυναίκα, τι θα κάνουμε; Σε αυτό το χωριό δεν μας ξέρει κάνεις. Δεν έχουμε να φάμε τίποτα σήμερα. Λέω να πάω να ζητήσω από τους μπαλαμέ λίγο ψωμί, ελιές και κανένα ξερό κρεμμύδι, για να φάμε και από αύριο θα πάω για κυνήγι, μήπως πιάσω κανέναν σκαντζόχοιρο, για να φάμε… αλλιώς θα πεθάνουμε από τη πείνα».

Λίγο αργότερα πήρε το άλογό του και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Το μονοπάτι που πήρε τον έβγαλε σε ένα χωράφι με λαχανικά. Ο Τσιγγάνος σκέφτηκε να πάρει από εκεί κανένα λάχανο ίσα ίσα για να χορτάσει την πείνα του. Μπήκε λοιπόν μέσα στο μπαχτσέ και πήρε μόνο ένα ξερό κρεμμύδι, το έβαλε στη τσέπη του και έφυγε.

Στάθηκε για λίγο στη κεντρική πλατεία του χωριού, έδεσε το άλογο σε έναν μεγάλο πλάτανο και ξεκίνησε να παίρνει με τη σειρά τα σπίτια, αναζητώντας λίγο ψωμί και τυρί. Χτύπησε πολλές πόρτες, δυστυχώς όμως δεν άνοιξε καμία. Οι χωριανοί έβλεπαν μέσα από τα παράθυρα πίσω από τις κουρτίνες τον Τσιγγάνο και όταν πλησίαζε τα σπίτια τους κρύβονταν.

Ο Τσιγγάνος είχε απελπιστεί, γιατί δεν έβρισκε φαγητό. Σκεφτόταν συνέχεια τα παιδιά και τη γυναίκα του και μονολογούσε:

«Ωχ, Θεέ μου! Γιατί δεν ανοίγουν, να μου δώσουν λίγο ψωμί; Θα πεθάνουν τα παιδιά μου από τη πείνα».

Αποφάσισε να φύγει. Πήγε να ανέβει στο άλογο και τότε ακούστηκε μια φωνή.

«Τσιγγάνε, Τσιγγάνε έλα εδώ!»

Κοίταξε πίσω του και είδε έναν παππού.

«Αγόρι μου», του λέει, «σε είδα που χτυπούσες όλες τις πόρτες. Γιατί δεν ήρθες σε μένα;»

«Γέροντα, από τη στενοχώρια μου δεν κατάλαβα ότι δεν πήγα σε όλα τα σπίτια».

«Τι γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε ο παππούς.

«Ψάχνω για ένα κομμάτι ψωμί, να πάω στα παιδιά και στη γυναίκα μου», αποκρίθηκε ο Τσιγγάνος.

«Κοίτα, εγώ είμαι φτωχός, άλλα σήμερα μαγείρεψα φασολάδα. Έλα να σου βάλω ένα πιάτο να φας και όταν φύγεις, θα σου δώσω να πάρεις και για τη γυναίκα σου και για τα παιδιά σου».

Μόλις πήγαν στο σπίτι του παππού, τους είδαν τα παιδιά και η νύφη του παππού, η οποία ήταν έγκυος στον έκτο μήνα.

«Φέρε τον μέσα, να φάει μαζί μας» είπαν.

Έτσι στρώσανε το τραπέζι, καθίσανε όλοι μαζί η οικογένεια και τον Τσιγγάνο τον βάλανε λίγο πιο δίπλα, για να φάει. Ο Τσιγγάνος άρχισε να τρώει, μετά από λίγο έβγαλε το κρεμμύδι που είχε μαζί του και το έσπασε στη μέση. Η νύφη, που ήταν έγκυος, μόλις μύρισε τη μυρωδιά του κρεμμυδιού, αμέσως απέβαλε το παιδί και άρχισε να αιμορραγεί.

Ξαφνικά, οι μπαλαμέ, άρχισαν να φωνάζουν στον Τσιγγάνο.

«Ρε γύφτε, σου δώσαμε να φας και εσύ σκότωσες το παιδί της νύφης μου; Τώρα θα σε βάλουμε φυλακή».

Αμέσως, καλέσανε την φρουρά του βασιλιά και κάνανε δικαστήριο. Ο Τσιγγάνος, πήρε το άλογο και πήγε στη γυναίκα του. Τον είδε  εκείνη αναστατωμένο και τον ρώτησε:

«Τί έπαθες; Δεν βλέπω να έφερες φαγητό για τα παιδιά…»

«Να, γυναίκα, έμπλεξα άσχημα. Πήγα μέσα στο χωριό. Δεν μου άνοιγε κανείς τη πόρτα. Μετά, ένας παππούς με φώναξε να πάω να φάω μαζί με την οικογένειά του. Μόλις όμως, έβγαλα το κρεμμύδι και το έσπασα στα δύο, η έγκυος νύφη του από τη μυρωδιά, έχασε το παιδί της και τώρα έχω δικαστήριο».

«Τί κακό είναι αυτό που μας βρήκε!», αναφώνησε η γυναίκα του. Τον παρηγόρησε και του είπε να μην στεναχωριέται. Ο καημένος Τσιγγάνος βρήκε το μπελά του.

Το βράδυ, επειδή δεν είχαν τίποτα να φάνε, πήρε τον σκύλο και πήγε να πιάσει κανένα σκαντζόχοιρο. Πήγε σε μια πλαγιά ενός βουνού, άφησε το σκύλο ελεύθερο και περίμενε. Μετά από λίγες ώρες, ο σκύλος, που ήταν εκπαιδευμένος στο κυνήγι, έπιασε πέντε σκαντζόχοιρους. Ο Τσιγγάνος, τους έβαλε σε μία μπούρδα και τα έφερε στο τσαντίρι.

Η γυναίκα του είχε ήδη βάλει μία μεγάλη φωτιά και τον περίμενε. Πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι, καθάρισε τους σκαντζόχοιρους από τα αγκάθια και τους έβαλε στη φωτιά να ψηθούν. Φάγανε εκείνο το βράδυ και πήγαν να κοιμηθούν.

Το άλλο πρωί ο Τσιγγάνος λέει στη γυναίκα του.

«Θα πάω στο διπλανό χωριό, να ζητήσω λίγο ψωμί και αυγά, για να φάμε σήμερα».

«Εντάξει, απάντησε η γυναίκα. «Εγώ θα μείνω με τα παιδιά, να καθαρίσω και να σκουπίσω το τσαντίρι».

Ο Τσιγγάνος πήγε σε άλλο χωριό και άρχισε να ζητιανεύει. Σε εκείνο το χωριό όλοι οι κάτοικοι τον βοήθησαν.

«Τσιγγάνε», τον ρωτούσαν, «πού μένεις;»

«Μένω στο διπλανό χωριό».

«Πάρε τα υπάρχοντά σου και έλα στο δικό μας χωριό. Θα σου δώσουμε δουλειά και φαγητό, για να μεγαλώσεις τα παιδιά σου».

Ακούγοντας ο Τσιγγάνος τα λόγια αυτά, χάρηκε πάρα πολύ. Ανυπομονούσε να πάει στη γυναίκα του, για να της πει τα νέα. Πριν φύγει, ένας χωρικός του έδωσε αυγά, άλλος του έδωσε αλεύρι, άλλος λάδι και τυρί, για να πάει στην οικογένειά του. Τα έβαλε ο Τσιγγάνος μέσα στο καλάθι και ξεκίνησε να τα πάει στα παιδιά του. Στο δρόμο τον σταμάτησε ένας αγρότης.

«Παλικάρι μου, βοήθησε με να βγάλω το γαϊδούρι από τη λάσπη. Και για αντάλλαγμα, θα σου δώσω όλα τα ξύλα που είναι φορτωμένα πάνω του».

Το γαϊδούρι πνιγόταν μέσα σε ένα μεγάλο λάκκο με λάσπη. Ο Τσιγγάνος μπορεί να ήταν φτωχός αλλά είχε γενναία καρδιά. Πήρε λοιπόν το μαχαίρι, έσκισε τα σκοινιά, κατέβασε από τη πλάτη του γαϊδουριού τα ξύλα και προσπάθησε να το τραβήξει από την ουρά. Τότε, ξαφνικά κόπηκε η ουρά και το γαϊδούρι δυστυχώς πέθανε. Ο αγρότης τότε έβαλε τις φωνές.

«Γύφτε, σκότωσες το γαϊδούρι μου! Τώρα θα σε πάω στη φυλακή, για να τιμωρηθείς», είπε ο αγρότης και του έκανε δικαστήριο.

Ο Τσιγγάνος πήρε το καλάθι και τα ξύλα και έφυγε κλαίγοντας. Μόλις έφτασε στο τσαντίρι του και τον είδε η γυναίκα του σε τί άσχημη κατάσταση ήταν, της διηγήθηκε τι συνέβη.

«Αχ! Γυναίκα, θα με βάλουν στη φυλακή. Πήγα να βοηθήσω να σωθεί ένα γαϊδουράκι και εκεί που πήγα να το βγάλω από τη λάσπη, κόπηκε η ουρά του και πέθανε. Τώρα, με τρέχουν πάλι στα δικαστήρια».

«Ωχ, μάνα μου!», αναφώνησε η Τσιγγάνα. «Δε μας φτάνει η φτώχεια μας, τώρα βρήκε και ο άνδρας μου πάλι το μπελά του».

Απελπισμένος ο Τσιγγάνος της είπε πως προτιμά να πεθάνει.

«Όχι!», φώναξε εκείνη, με δάκρυα στα μάτια. «Πού θα με αφήσεις εμένα και τα παιδιά; Είναι κρίμα να μείνουν ορφανά από πατέρα».

«Δεν αντέχω, γυναίκα. Θα πάω να σκοτωθώ…», απάντησε ο άντρας της. «Έχουμε πολλά προβλήματα,. φτώχεια, πείνα, δυστυχία. Δεν έχουμε δουλειά, ούτε φαγητό. Κάθε μέρα ζητιανεύω ένα κομμάτι ψωμί και ντρέπομαι. Σήμερα θα κοιμηθούμε για τελευταία φορά μαζί με τα παιδιά μας και αύριο, θα πάω να πέσω στον γκρεμό. Δεν αντέχω να πάω στα δικαστήρια για πράγματα που δεν έφταιξα».

Πράγματι, την άλλη μέρα το μεσημέρι πήρε το δρόμο για το γκρεμό. Εκεί που πήγε να πέσει όμως, ήταν από κάτω ένας βοσκός με το παιδί του και βοσκούσαν τα πρόβατα. Ο Τσιγγάνος, πηδώντας από το γκρεμό έπεσε πάνω στον βοσκό. Ο Τσιγγάνος σώθηκε, όμως πέθανε ο βοσκός.

Το γεγονός αυτό, το είδε ο γιος του βοσκού. Πήγε στη μάνα του και της είπε όσα έγιναν. Τότε κάνανε νέο δικαστήριο στον Τσιγγάνο.

Μόλις σηκώθηκε ο Τσιγγάνος, έπιασε το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του και αναφώνησε με έκπληξη:

«Θεέ μου! Είμαι ζωντανός, δεν πέθανα. Αφού δεν πέθανα, σημαίνει πως δεν είναι η τύχη μου να πεθάνω τώρα. Θα γυρίσω πίσω στην οικογένεια μου».

Τραυματισμένος λίγο στη πλάτη και στο ένα αριστερό πόδι, πήγε στη γυναίκα του.

«Γυναίκα, πήγα να σκοτωθώ και εκεί που πήγα να πέσω, από κάτω στο βουνό ήταν ο ένας βοσκός. Έπεσα επάνω του και σώθηκα. Εκείνος όμως πέθανε. Τώρα μου κάνανε και άλλο δικαστήριο».

«Δεν ήταν η μοίρα σου να πεθάνεις, άντρα μου. Ήταν ημέρα του βοσκού», αποκρίθηκε η Τσιγγάνα. «Θα σου δώσω το σάβανο του νεκρού πατέρα μου να πάρεις μαζί σου στο δικαστήριο. Το σάβανο φέρνει γούρι και θα αθωωθείς».

Εκείνα τα χρόνια και αλλά στις ημέρες μας οι Ρομά στα δικαστήρια παίρνουν μαζί τους το σάβανο ενός νεκρού. Με αυτή την υφασμάτινη μακρόστενη κορδέλα, στις κηδείες δένουν το πρόσωπο του νεκρού. Και η Τσιγγάνικη λαϊκή δοξασία λέει ότι, όπως είναι δεμένο το πρόσωπο του νεκρού και δεν μπορεί να μιλήσει, έτσι και το στόμα των δικαστών να κλείσει και να μην κατηγορήσουν τους Τσιγγάνους.

Η Τσιγγάνα λοιπόν πήγε στο μπαούλο με τα ιερά πράγματα που φυλούσε, πήρε το σάβανο και το έδωσε στον άνδρα της. Ο Τσιγγάνος, μετά από λίγες ημέρες παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Αλλά πρώτα είχε γεμίσει τις τσέπες του σακακιού του με μικρές πέτρες. Μόλις πήγε στο δικαστήριο, άρχισαν όλοι να τον κατηγορούν.

«Για πείτε μας, μάρτυς», λέει ο πρόεδρος, «για την πρώτη υπόθεση».

«Πρόεδρε», λέει ο παππούς «αυτός σκότωσε το παιδί της νύφης μου που κυοφορούσε».

«Μάλιστα», λέει ο πρόεδρος και γράφει κάτι σε ένα κιτάπι. «Ο επόμενος τί έχει να πει;»

«Πρόεδρε», λέει ο χωρικός, «αυτός σκότωσε το γαϊδούρι μου και έκλεψε τα ξύλα».

Πάλι ο πρόεδρος κάτι έγραψε, αλλά δεν μιλούσε. «Πάμε στην επόμενη κατηγόρια», είπε. «Για πες μας, εσύ μαυροφορεμένη γυναίκα».

«Πρόεδρε», λέει εκείνη, «αυτός σκότωσε τον άνδρα μου, που ήταν βοσκός και έκλεψε τα πρόβατα».

Τότε ο Τσιγγάνος, άρχισε να ανησυχεί και να φοβάται πως θα τον βάλουν φυλακή.

«Με κατηγορούν για πράγματα που δεν έκλεψα», συλλογιζόταν. «Μόλις με κατηγορήσουν οι δικαστές, τότε θα βγάλω τις πέτρες  από τις τσέπες του σακακιού  μου και θα τις ρίξω στο κεφάλι τους για να τους σκοτώσω», αυτά τα λόγια σκέφτοταν μέσα του όλη την ώρα κατά την διάρκεια της δίκης ο Τσιγγάνος.

Ήταν στα αλήθεια πολύ απογοητευμένος. Άρχισε να κουνάει τις τσέπες του σακακιού του, που τις οποίες είχε γεμίσει με πέτρες, πάνω κάτω, μπροστά και πίσω. Η έδρα του δικαστηρίου, απόρησε και κοιταζόντουσαν μεταξύ τους. Γύρισαν στο πλάι, για να μη τους ακούν και συνομιλούσαν μεταξύ τους.

«Ο Τσιγγάνος, για να κουνάει τα χέρια του, σίγουρα κάτι θέλει να μας δώσει. Σίγουρα έχει μέσα στις τσέπες του χρυσές λίρες», έλεγαν. «Εγώ λέω να τον αθωώσουμε και να τον απαλλάξουμε από τις κατηγορίες για να μας δώσει τις λίρες», πρότεινε ο πρόεδρος του δικαστικού συμβουλίου.

Μετά από σύσκεψη, το δικαστικό συμβούλιο, αποφάσισε.

«Ο κατηγορούμενος είναι αθώος!»

Ο Τσιγγάνος πανηγύριζε από τη χαρά του. Αφού ολοκληρώθηκε το δικαστήριο, πήγε να φύγει. Τον πρόλαβε τότε η γραμματέας.

«Έλα μέσα στο γραφείο, σε θέλει ο πρόεδρος» του είπε.

Ο Τσιγγάνος πήγε στο γραφείο αμέσως και τότε  του λέει ο πρόεδρος.

«Τσιγγάνε, κανονικά έπρεπε να πας φυλακή, άλλα εμείς κάναμε τα πάντα για να σε αθωώσουμε».

«Ευχαριστώ πολύ», απάντησε εκείνος.

«Βγάλε τώρα τις λίρες από τις τσέπες σου και άφησε τες μπροστά μου», είπε ο πρόεδρος,

«Ποιες λίρες;» απόρησε ο Τσιγγάνος.

«Τις λίρες που μας έδειχνες μέσα στο δικαστήριο, όταν κουνούσες τα χέρια σου μέσα στις τσέπες».

«Εγώ», λέει ο Τσιγγάνος, «είχα τα χέρια μου στις τσέπες, για να βγάλω τις πέτρες σε περίπτωση που με καταδικάσετε, να σας τις ρίξω στο κεφάλι σας».

«Τι είπες, ρε γύφτο;» λέει ο δικαστής ξαφνιασμένος. «Κορόιδεψες ολόκληρο δικαστήριο;!!!». Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο εξάλλου η απόφαση είχε παρθεί.

Φεύγει ο Τσιγγάνος από το γραφείο του δικαστή και ξεκινάει για να πάει στην οικογένεια του. Καθώς περπατούσε, άκουσε από μία σπηλιά να βγαίνει ένας παράξενος ήχος. Στάθηκε για λίγο και τελικά μπήκε στη σπηλιά.

Η σπηλιά ήταν γεμάτη νυχτερίδες. Παραλίγο να του επιτεθούν, αλλά πρόλαβε και έπιασε τη βασίλισσα. Την πήρε, την έβαλε στη τσέπη και έφυγε. Προς το σούρουπο, έφτασε στο τσαντίρι του.

«Γυναίκα, τελικά το σάβανο που μου έδωσες, με βοήθησε να αθωωθώ».

Χάρηκε πολύ η Τσιγγάνα για τα καλά νέα.

«Δεν πίστευα ότι θα σε αθωώσουν, επειδή εμείς είμαστε Ρομά».

Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και άρχισαν μαζί να σκέφτονται την άλλη ημέρα.

«Τί θα κάνουμε;» άρχισε να αναρωτιέται η γυναίκα. «Πώς θα ζήσουμε χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς στέγη; Μια ζωή, εμείς οι Τσιγγάνοι δεν έχουμε ούτε σπίτια, ούτε λεφτά ούτε δουλειά. Εγώ λέω να πάμε να βρούμε τους συγγενείς μας στο μεγάλο χωριό. Εκεί οι Μπαλαμέ θέλουν τους Τσιγγάνους, τους δίνουν δουλειά και φαγητό. Ίσως σε πάρουν τα αδέρφια μου ως βοηθό μουσικό, να μαζεύεις τα λεφτά μέσα στο ντέφι, όταν θα πάνε για τουρνέ και διακονιά».

«Εγώ, γυναίκα, δεν είμαι μουσικός. Τα αδέρφια σου δεν θα με πάρουν μαζί τους. Αυτοί είναι οργανοπαίχτες και θέλουν μαζί τους μουσικούς».

«Πάμε», λέει εκείνη, «και πιστεύω ότι θα σε βοηθήσουν».

Έτσι, το πρωί μαζέψανε όλα τα  πράγματα τους και δεν αφήσαν τίποτα πίσω τους όπως πάντα. Μετά από δύο ημέρες ταξίδι, φτάσανε σε ένα μέρος που είχε σαράντα τσαντίρια. Έψαχναν χώρο, για να στήσουν το τσαντίρι τους, αλλά σχεδόν όλο το μέρος ήταν πιασμένο. Ο σοφότερος της Τσιγγάνικης φυλής βοήθησε ώστε να βρεθεί κάποιος χώρος έξω από τον καταυλισμό, για να στήσουν το τσαντίρι τους.

Εκεί τους βοήθησαν όλοι και ο Τσιγγάνος έστησε το τσαντίρι. Το βράδυ, όταν πήγε για ύπνο, ξάπλωσε και άρχισε να μιλάει στη γυναίκα του.

«Γυναίκα, δεν πρόλαβα να σου κάτι. Βρήκα μία νυχτερίδα, όπως γύριζα από το δικαστήριο. Ήταν σε μια σπηλιά».

Μόλις το άκουσε αυτό η Τσιγγάνα εντυπωσιάστηκε.

«Φέρ’ την γρήγορα να την πάω στη θεία μου, να την αλατίσει και να τη περάσει από σαράντα κύματα. Και σε σαράντα ήμερες θα μας αλλάξει την τύχη και τη ζωή μας».

Ο Τσιγγάνος δεν έδωσε σημασία και αποκοιμήθηκε. Εκείνο το βράδυ, πήγε στον ύπνο του η νυχτερίδα.

«Από σήμερα θα γίνεις πάμπλουτος», του είπε. «Εδώ που κοιμάσαι, είχε γίνει κάποτε πόλεμος. Οι αντάρτες τότε κρύψανε ένα θησαυρό ανεκτίμητης αξίας. Σήκω και ψάξε και θα βρεις πολλά χρυσαφικά».

Ο Τσιγγάνος ξύπνησε τα χαράματα, και διηγήθηκε στη γυναίκα του το όνειρο που είχε δει. Αμέσως, άρχισαν να σκάβουν και βγάλανε αμέτρητες λίρες, διαμάντια και ρουμπίνια. Τα πήρανε και φύγανε την επόμενη ήμερα. Αγοράσανε σπίτια, οικόπεδα, και άμαξες με άλογα, μάθανε γράμματα στα παιδιά τους

Τελικά, ο Τσιγγάνος, που είχε καλή καρδιά, αλλά ήταν ως τότε άτυχος, έγινε πλούσιος και βοήθησε οικονομικά πολλούς ανθρώπους.

Αφήγηση:  Σαλής Αντώνης

Μετάφραση:

Διασκευή:  Χαρίτος Παναγιώτης

Τόπος:  Σοφάδες

INF0

Παναγιώτης Χαρίτος, «Η ζωή και τα βιώματα των Ρομά μέσα από τα τσιγγάνικα παραμύθια», Ρομά Χωρίς Σύνορα, Σοφάδες 202.