Το μυθιστόρημα του Πολ Μπόουλς «Τσάι στη Σαχάρα» κυκλοφορεί σε μετάφραση του Νίκου Α. Μάντη από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το 1931 ο Πολ Μπόουλς είχε ήδη αποφασίσει να αφήσει πίσω του τη Νέα Υόρκη και ακολουθώντας την προτροπή της φίλης του Γερτρούδης Στάιν (κατά την παραμονή του στο Παρίσι) επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ταγγέρη παρέα με τον Άαρον Κόπλαντ. Παρότι επέστρεψε στις ΗΠΑ όπου διέπρεψε ως συνθέτης κυρίως μέσα από τη συνεργασία του με τον Όρσον Ουέλς, τον Τζόζεφ Λόουζι και τον Τενεσί Ουίλιαμς (αργότερα θα έγραφε γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του «Βαρέθηκα να γράφω μουσική για άλλους»), εγκαταστάθηκε το 1947 μόνιμα πλέον στο Μαρόκο έχοντας υπογράψει συμβόλαιο για ένα μυθιστόρημα με τον εκδοτικό οίκο Doubleday.
Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς στην πόλη Φεζ και υπό την επήρεια της κάνναβης ένιωθε ότι ήδη βρισκόταν μέσα στο βιβλίο που ήθελε να γράψει, δηλαδή το «Sheltering sky» (στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Τσάι στη Σαχάρα» λόγω του ελληνικού τίτλου που δόθηκε το 1990 στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Μπερτολούτσι). «Η πρώτη σελίδα έπρεπε να αποτελεί μέρος του ασφυκτικού μικρού δωματίου όπου βρισκόμουν ξαπλωμένος. Όταν αυτό θα είχε εδραιωθεί, θα ήμουν ελεύθερος να οδηγήσω την πλοκή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελα», έγραφε ο Μπόουλς το 1998 από την Ταγγέρη. Στο σημείωμά του καταρρίπτει μεταξύ άλλων τον μύθο που θέλει το βιβλίο να είναι αυτοβιογραφικό και την ηρωίδα του Κιτ Μόρσμπερι να βασίζεται στην προσωπικότητα της συγγραφέα συζύγου του, Τζέιν Άουερ, η οποία σύμφωνα με τον Μπόουλς εκείνη την εποχή δεν είχε πατήσει καν το πόδι της στην Αφρική, αλλά περνούσε τον χρόνο της σε μια πισίνα στο Κονέκτικατ.
Όταν οι υπεύθυνοι του οίκου Doubleday απέρριψαν το χειρόγραφο γιατί δεν το θεώρησαν μυθιστόρημα, ο Μπόουλς αναγκάστηκε να επιστρέψει την προκαταβολή και για έναν ολόκληρο χρόνο έβλεπε τις πόρτες των εκδοτικών οίκων να κλείνουν η μία πίσω από την άλλη. Εντέλει το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1949 από τον οίκο New Directions χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες. Τότε δεν περνούσε καν από το μυαλό του εκδότη ότι όχι μόνο η έκδοση δεν θα αποτελούσε οικονομική καταστροφή αλλά ότι το πρώτο μυθιστόρημα του Μπόουλς θα αναδεικνυόταν σε αγαπημένο ανάγνωσμα της μπιτ γενιάς και ένα από τα κλασικά κείμενα της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Η υπόθεση αφορά ένα ζευγάρι Αμερικανών, τον Πορτ και την Κιτ Μόρσμπερι, οι οποίοι ζουν μετακινούμενοι με στόχο να μείνουν όσο πιο μακριά γίνεται από την εμπόλεμη ζώνη. Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ταξίδευαν στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, στη διάρκεια του πολέμου στις Δυτικές Ινδίες και τη Νότια Αμερική. Ο Πορτ δεν θεωρεί τον εαυτό του τουρίστα, αλλά ταξιδιώτη. Η διαφορά όπως υποστηρίζει έχει να κάνει εν μέρει με τον χρόνο. «Ενώ ο τουρίστας λαχταρά να γυρίσει σπίτι του έπειτα από μερικές εβδομάδες ή μήνες, ο ταξιδιώτης, καθώς δεν ανήκει σε ένα μέρος περισσότερο απ’ ό,τι σε κάποιο άλλο, κινείται αργά, για χρόνια, από το ένα σημείο της γης στο άλλο. Και πράγματι, του ήταν δύσκολο να πει, ανάμεσα στους πολλούς τόπους όπου είχε ζήσει, πού ακριβώς είχε νιώσει περισσότερο σαν στο σπίτι του».
Το ζευγάρι έπειτα από δεκαετή συμβίωση βιώνει τη φθορά. Ευελπιστούν ότι το ταξίδι που οργανώνουν στη Βόρεια Αφρική με στόχο να διασχίσουν Αλγερία θα τους φέρει πιο κοντά. Μαζί τους ταξιδεύει και ο φίλος τους Τάνερ, ο οποίος φλερτάρει ανοιχτά την Κιτ, ενώ στην πορεία θα έρθουν σε επαφή και με ένα περίεργο δίδυμο το οποίο θα τους δημιουργήσει μόνο προβλήματα.
Ο Μπόουλς αγαπά τους ήρωές του, τους συμπονά τις στιγμές που βλέπουν τη μεταξύ τους σχέση να γκρεμίζεται και τον εαυτό τους να μεταλλάσσεται σε κάτι που δεν μπορούν να αποκωδικοποιήσουν. Τους συμπονά αλλά δεν τους προστατεύει. Τους επιτρέπει να αντικρίσουν στην έρημο τον ουρανό-καταφύγιο του τίτλου (Sheltering Sky), ωστόσο τους αφήνει την επιλογή να ξεπεράσουν τα όρια. «Ο ουρανός εδώ είναι πολύ παράξενος» λέει ο Πορτ στην Κιτ. «Έχω συχνά την αίσθηση όταν τον κοιτάζω ότι είναι ένα συμπαγές πράγμα εκεί πάνω που μας προστατεύει από ό,τι βρίσκεται πίσω του».
Ο Πορτ και η Κιτ παρά τις ευγενείς προθέσεις τους ταξιδεύουν στην Αφρική με την ασφάλεια, τις προσδοκίες και τις εμμονές του δυτικού ανθρώπου: με πολλές βαλίτσες, γεμάτες τσέπες και τις αγωνίες του αναπτυγμένου κόσμου. Οι υπαρξιακές τους ανησυχίες και η ερωτική αποξένωση που βιώνουν μεταξύ τους είναι ειλικρινείς και ουσιαστικές, μοιάζουν ωστόσο με προβλήματα πολυτελείας όταν το πλάνο ανοίγει για να αποκαλύψει παιδιά που πεθαίνουν δίπλα τους. «Εκεί ήταν ένα μικρό βουνό από σκουπίδια που έζεχναν, και στην άκρη του ήταν ξαπλωμένα τρία μικρά παιδιά που ούρλιαζαν, με τα μαλακά, ασχημάτιστα ακόμη κορμιά τους γεμάτα ανοιχτές πληγές. Έδειχναν κάπως ανθρώπινα μέσα στην απύθμενη δυστυχία τους, κι εντούτοις όχι τόσο ανθρώπινα όσο τα δύο ροδαλά σκυλιά που κείτονταν στα πλακάκια δίπλα – ροδαλά γιατί είχαν χάσει από καιρό το τρίχωμά τους, και το τραχύ, γέρικο δέμα τους έμενε ανάρμοστα εκτεθειμένο στις μύγες και τον ήλιο». Από τη μοίρα που επιφυλάσσει η ζωή στους κατοίκους της περιοχής δεν θα γλιτώσουν ούτε οι κεντρικοί ήρωες. Η επιδημία τύφου που έχει εξαπλωθεί ήδη σκορπώντας τον θάνατο δεν κάνει κοινωνικές διακρίσεις.
Ο Πορτ και η Κιτ παρότι κινούνται συνεχώς κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου της ερήμου μοιάζουν να μην μπορούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα του άγνωστου κόσμου στον οποίο περιπλανιούνται. Όταν καταφέρουν όχι μόνο να κοιτάξουν μα και να δουν είναι πλέον αργά. Η Σαχάρα τους έχει ήδη καταπιεί.
INFO
Τσάι στη Σαχάρα
Πολ Μπόουλς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Μεταίχμιο
ISBN: 978-618-03-1842-5
ΣΕΛ.: 448
ΤΙΜΗ: 16,60