Τρίτη αξιολόγηση: Εφικτή η συμφωνία ως τις 4 Δεκεμβρίου – Στόχος να κλείσουν ενέργεια και πλειστηριασμοί

Τρίτη αξιολόγηση: Εφικτή η συμφωνία ως τις 4 Δεκεμβρίου – Στόχος να κλείσουν ενέργεια και πλειστηριασμοί

Χωρίς τη λήψη νέων μέτρων στον υπό κατάρτιση προϋπολογισμό μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος περί πρωτογενούς πλεονάσματος 1,75% επί του ΑΕΠ, εκτιμούν ασφαλείς πηγές πλησίον των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους εταίρους και δανειστές της χώρας.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία σχετικά με την ολοκλήρωση της τρέχουσας, τρίτης κατά σειρά, αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, η οποία αναμένεται να εισέλθει στην καταληκτική της φάση στις 28-29 τρέχοντος, με την επιστροφή των εκπροσώπων των Θεσμών στην Αθήνα.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν υπό τον όρο ανωνυμίας, απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης είναι η ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, των υπολοίπων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της ενέργειας, καθώς και των λοιπών -άνω των 100- προαπαιτούμενων ενεργειών, με εξαίρεση την αναμόρφωση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, η οποία κατά πάσα βεβαιότητα θα μετατεθεί -εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων- για την επόμενη αξιολόγηση του προγράμματος.

Επίσης, όπως αναφέρουν, συναίνεση επικρατεί μεταξύ της Ελλάδος και των εταίρων και δανειστών της σε ό,τι αφορά το κοινωνικό μέρισμα και οι συζητήσεις που το αφορούν χαρακτηρίζονται πλέον ως τεχνικού χαρακτήρα.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η έγκαιρη ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης θα ανοίξει το δρόμο για την έναρξη συνομιλιών -επίσης τεχνικού χαρακτήρα-, σχετικά με την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Αν και βάσει των αποφάσεων του Eurogroup, η περαιτέρω συζήτηση για το χρέος μπορεί να ξεκινήσει μόνον μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, ήτοι μετά τις 20.08.2018, και μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα κριθεί αναγκαίο, η μη έγκαιρη ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης θα αποτελούσε σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα για την έναρξη συζητήσεων, ακόμη και τεχνικού χαρακτήρα, επί του θέματος αυτού, νωρίτερα.

Στον βαθμό που η τρέχουσα αξιολόγηση εξελιχθεί ομαλά, η επίτευξη τεχνικής συμφωνίας (staff level agreement) είναι εφικτή έως τις 4 Δεκεμβρίου, μολονότι εκτιμάται ότι έως τώρα έχει εκπληρωθεί ποσοστό μόνον 30% των προαπαιτούμενων ενεργειών.

Ως αποτέλεσμα ελπίζεται ότι η έκθεση αξιολόγησης θα είναι δυνατόν να τεθεί υπόψη του Eurogroup τον Ιανουάριο του 2018 και να ακολουθήσει η εκταμίευση στις αρχές του έτους.

Ειδικότερα, όπως ανέφεραν οι παραπάνω πηγές, στο πλαίσιο ανασκόπησης της διετούς και πλέον πορείας της χώρας στο καθεστώς του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής, η ελληνική οικονομία απέδωσε ισχυρότερα του αναμενόμενου από το καλοκαίρι του 2015 έως και τώρα.

Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6% εφέτος και κατά 2,5% το 2018.

Αντίστοιχα, η πορεία της ανεργίας είναι πτωτική, αν και παραμένει απαράδεκτα υψηλή, ιδίως για τους νέους.

Ωστόσο, τα δύο κυρίαρχα στοιχεία τα οποία οδήγησαν την Ελλάδα στο αίτημα στήριξης που υπέβαλε προς τους εταίρους της το 2010, ήτοι το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμμα, έχουν πλέον εξαλειφθεί.

Με άλλα λόγια, οι ανισορροπίες που υπήρχαν τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο όσο και στο εμπορικό ισοζύγιο έχουν πλέον εξισορροπηθεί, καθώς η Ελλάδα παρουσίασε το 2016 και αναμένεται να παρουσιάσει και το 2017 σημαντικά θετικότερα αποτελέσματα του αναμενόμενου σε δημοσιονομικό επίπεδο. Το γεγονός τούτο, εξάλλου επέτρεψε και την ομαλή έκβαση των συνομιλιών της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους της αναφορικά με το κοινωνικό μέρισμα.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, από πλευράς ρευστότητας η χώρα δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει προβλήματα, καθώς και σε αυτόν τον τομέα εμφανίζει θετικότερες του αναμενομένου δυνάμεις.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν οι παραπάνω πηγές, δε, μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, στις 20.08.2018, στο βαθμό που τηρεί τους στόχους του προγράμματος τόσο σε δημοσιονομικό και μεταρρυθμιστικό επίπεδο όσο και από πλευράς ιδιωτικοποιήσεων, εκτιμάται ότι για την περίοδο έως το 2030 η Ελλάδα θα πρέπει να αντλεί κονδύλια της τάξης των 10 δισ. ευρώ ετησίως από τις αγορές κεφαλαίου. Κάτι το οποίο εκτιμούν ως εφικτό, βάσει λογικών και βιώσιμων επιτοκιακών όρων.

Αιτιολογούν, δε, την εκτίμησή τους αυτή στη βάση της θετικής πορείας που εμφανίζει η χώρα και της άρσης των κυριοτέρων προβλημάτων που την οδήγησαν στην αναζήτηση στήριξης το 2010.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν μετ’ επιτάσεως, η πρόκληση είναι να μην έχουμε μία επανάληψη της μεταρρυθμιστικής κόπωσης η οποία χαρακτήρισε τη χώρα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και της αστάθειας που την ακολούθησε το πρώτο εξάμηνο του 2015.

“Το βασικό οικοδόμημα υφίσταται. Απομένει η εφαρμογή, σε πολλούς τομείς”, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, διευκρινίζοντας ότι πολλές εκ των μεταρρυθμίσεων που προωθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια απαιτούν διάστημα ωρίμανσης.

Παράλληλα, όμως, τονίζουν την καθυστέρηση στην προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, όπως της επιτάχυνσης του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, του κτηματολογίου, ή ακόμη και περιπτώσεων ιδιωτικοποιήσεων, όπως αυτή που αφορά στο έργο ανάπτυξης του Ελληνικού.

Τέλος, χαρακτηρίζουν ως κομβικής σημασίας την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων ως μέρος της λύσης για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων των τραπεζών.

Documento Newsletter