Καλοκαίρια με Μίλκο και τσιγάρα, με ταχίνι και μέλι, με παγωτό σοκολάτα και καρπούζι.
Τα καλοκαίρια µου µυρίζουν θρούµπι, φοράνε παντελόνες κόκκινες, έχουν γεύση παγωτό σοκολάτα και τα χέρια τους κολλάνε από το καρπούζι. ∆ροσίζονται σε νερό αλµυρό και ποταµίσιο, βροµίζουν τα νύχια των ποδιών τους και γεµίζουν µελανιές τα γόνατα. Τα καλοκαίρια µου ζουν σε µια αιώνια εφηβεία, γαντζώνονται πεισµατικά πάνω της και κρυφά καµαρώνουν κάθε φορά που ανεβαίνουν λίγο πιο ψηλά.
Ξεκινούν χαράµατα να πάρουνε το ΚΤΕΛ για Λαύριο, φοράνε καπέλα ψάθινα µε κίτρινη και ροζ πλέξη, κρεµασµένα λίγο τσαλακωµένα τους χειµώνες στο δωµάτιο µε τους λαχανί τοίχους και τις αφίσες «Paris qui danse». Κουβαλάνε µαζί τους τσαντάκια µε όλων των ειδών τα φάρµακα και τις αντιβιώσεις, πίνουν Μίλκο και κάνουν τσιγάρο, περπατάνε ξυπόλυτα στο πλακόστρωτο και παίζουν µουσική στους δρόµους. Τα καλοκαίρια µου τσακώνονται για χιλιοµετρικές αποστάσεις και χρόνους άφιξης, ξενυχτάνε και κάνουν ετεροχρονισµένες Πρωτοχρονιές, επιπλέουν πάνω σε πορτοκαλί φουσκωτές κουλούρες, χάνονται στον δρόµο για τη Χώρα και τηλεφωνούν σε άγνωστους οδηγούς λεωφορείων. Τα καλοκαίρια µου µετράνε τα αστέρια και πιστεύουν στο µάτι, φοβούνται τους τελείως αγνώστους –όχι όµως τους σχεδόν–, τραγουδάνε χαράµατα παρέα µε µαέστρους και γιατρούς, κάνουν πολιτικές αναλύσεις και βρίσκουν πάντα λύσεις, µπαίνουν µε τα ρούχα κάτω από ντουζιέρες, κατρακυλάνε σε τσουλήθρες και γεµίζουν παγούρια µε νερό από τις πηγές.
Τα καλοκαίρια τα δικά µου φωνάζουν, τραγουδάνε, σκαρφαλώνουν, ζητούν, αλλάζουν, απαιτούν. Τα καλοκαίρια µου δεν φοβούνται, κατακτάνε κορυφές, περπατάνε πλάι στον γκρεµό και χώνουν τα δαχτυλάκια τους στις χαραµάδες του βράχου. Τρώνε για πρωινό ταχίνι – µέλι, πλένουν τα αποµεινάρια της χτεσινής βραδιάς στη θάλασσα, κάνουν µαγικά και χορεύουν αγκαλιασµένα στη µέση του δρόµου. Κι αν καµιά φορά πιάσει και βροχή, καθόλου δεν πειράζει. Ξεπλένουν τον ιδρώτα τους και πάλι απ’ την αρχή.
Η Βένια Σταματιάδη είναι ηθοποιός.