Τρία χρόνια λιτότητας μετά τις κάλπες αν εκλεγεί ο Μητσοτάκης

Τρία χρόνια λιτότητας μετά τις κάλπες αν εκλεγεί ο Μητσοτάκης

Πλεονάσματα άνω του 2% υπολόγισε η κυβέρνηση στο τετραετές υπεραισιόδοξο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε στην ΕΕ

Ολοι γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα κατά τη μεγάλη περιπέτεια της κρίσης χρέους δανείστηκε από τους Ευρωπαίους και γι’ αυτό είναι υποχρεωμένη να βγάζει πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά πολλά χρόνια. Αλλά με την πανδημία που έφερε τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων για τρία ολόκληρα χρόνια και επειδή η ΝΔ δεν θέλει ενόψει εκλογών οι πολίτες να αντιληφθούν σε πόσο ευνοϊκές δημοσιονομικές συνθήκες άσκησε διακυβέρνηση, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεχνιέται.

Πίεση κρατικών δαπανών

Οι δεσμεύσεις της Ελλάδας προς τους δανειστές πάντως παραμένουν, γι’ αυτό η κυβέρνηση έστειλε στις 29 Απριλίου στις Βρυξέλλες το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-26, ένα πολυετές σχέδιο που περιγράφει πώς η Ελλάδα από το 2023 θα αφήσει πίσω της τα μεγάλα δημόσια ελλείμματα των χρόνων της πανδημίας και από το 2024 θα επιστρέψει σε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει τη συμπίεση των πρωτογενών κρατικών δαπανών μέσω της σφιχτής οικονομικής διαχείρισης και –κατά τη ΝΔ που το συνέταξε– μια μεγάλη ενίσχυση των φορολογικών εσόδων μέσω της ισχυρής ανάπτυξης. Με βάση τους συγκεκριμένους στόχους η δημοσιονομική προσαρμογή θα φτάσει τα 6 δισ. ευρώ το 2026. Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία του 2018 προέβλεπε πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ ως το 2060.

Το Πρόγραμμα Σταθερότητας που έχει συνταχτεί από το υπουργείο Οικονομικών κατά τις βασικές του κατευθύνσεις δεν διαφέρει πολύ από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023. Παρ’ όλα αυτά περιλαμβάνει μερικές βελτιώσεις ως προς τα νούμερα του πληθωρισμού και της ανάπτυξης, καθώς το οικονομικό επιτελείο, πατώντας πάνω στην καλύτερη των προσδοκιών ανάπτυξη της τάξης του 5,9% το 2022 και στις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για συρρίκνωση του πληθωρισμού τον Μάρτιο στο 4,6%, επέλεξε να υιοθετήσει ένα υπεραισιόδοξο σενάριο. Αυτό υποθέτει ότι ο πληθωρισμός θα τιθασευτεί οριστικά εντός του 2023. Τι ακριβώς προβλέπει όμως για τις προοπτικές και τις κατευθύνσεις της ελληνικής οικονομίας στα επόμενα τέσσερα χρόνια και κατά πόσο είναι ρεαλιστικό;

Υπερβάλλουσα αισιοδοξία

Πρώτον, κατά τις βασικές του μακροοικονομικές παραδοχές το σενάριο προβλέπει ανάπτυξη 2,3% για το 2023, 3% για καθένα από τα δύο επόμενα χρόνια (2024, 2025) και 2,1% για το 2026. Η ανάπτυξη αυτή θα καταστεί δυνατή χάρη στη δραστική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Υποτίθεται από το 9,6% του 2022 στο 4,5% το 2023, στο 2,4% το 2024 και στο απολύτως υγιές επίπεδο 2% τα διαδοχικά έτη 2025 και 2026.

Το δημόσιο θα αρχίσει να μειώνει σταδιακά τις δαπάνες του αποσύροντας τα μέτρα στήριξης, με τη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης να ξεκινά με -0,4% το 2023, -1,2% το 2024 και -0,3% το 2025. Η ιδιωτική κατανάλωση λόγω της υποτιθέμενης οριστικής υποχώρησης του πληθωρισμού προβλέπεται αυξημένη κατά 1,2% το 2023, 2% το 2024, 2% το 2025 και 1,2% το 2026.

Κατά κύριο λόγο πάντως η ανάπτυξη –που είναι εκ των ων ουκ άνευ για να βγουν τα πλεονάσματα του 2% χωρίς να κοπούν περαιτέρω οι δημόσιες δαπάνες και να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της ΝΔ για μεγάλη αύξηση των κρατικών εσόδων από τις αυξημένες εισπράξεις έμμεσων φόρων– προβλέπεται ότι θα έρθει από την αύξηση των επενδύσεων κατά 13,2% το 2023, 9,7% το 2024, 10,7% το 2025 και 7,2% το 2026, χάρη στη σημαντική δεξαμενή κονδυλίων ύψους 14 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων.

Σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης το Πρόγραμμα Σταθερότητας περιλαμβάνει ένα κονδύλι 1,2% του ΑΕΠ για μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης αποκλειστικά για το 2023 και από εκεί και πέρα μόνο το προϋπολογισθέν κόστος της αύξησης των συντάξεων κάθε χρόνο με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό και το εξαγγελθέν από τη ΝΔ νέο μισθολόγιο των δημόσιων υπαλλήλων που θα ισχύσει από 1.1.2024, με αυξήσεις κοντά στα 500 εκατ. ευρώ.

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί σε 1,1% για το 2023, θα φτάσει το 2,1% το 2024, το 2,3% το 2025 και το 2,5% το 2026.

Ετσι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προγράμματος θα συνεχιστεί η δραστική μείωση του δημόσιου χρέους που, παρότι εξακολουθεί να αυξάνεται σε απόλυτα μεγέθη με ρυθμό 2,5 δισ. ευρώ τον χρόνο και το 2022 έκλεισε στα 356,2 δισ. ευρώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ από πέρσι λόγω του υψηλού πληθωρισμού αποκλιμακώνεται ραγδαία. Το δημόσιο χρέος συγκεκριμένα προβλέπεται να περάσει από το 171,3% του ΑΕΠ το 2022 στο 162,6% του ΑΕΠ το 2023, στο 150,8% του ΑΕΠ το 2024, στο 142,6% του ΑΕΠ το 2025 και στο 135,2% του ΑΕΠ το 2026.

Το Πρόγραμμα Σταθερότητας εστάλη στις Βρυξέλλες μαζί με μια έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, το οποίο, σε αντιδιαστολή με τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει για τον ρεαλισμό της υπόθεσης περί εκρηκτικής ανάπτυξης των ιδιωτικών επενδύσεων που θα σηκώσουν από μόνες τους όλη την οικονομία το 2023, η οποία αποτελούσε τη βάση του κρατικού προϋπολογισμού του 2023, το επικυρώνει ως «ρεαλιστικό». Ενδεχομένως γιατί το οικονομικό επιτελείο έχει συμπεριλάβει σε αυτό συγκεκριμένα στοιχεία και για την επίδραση των δημόσιων επενδύσεων ή επειδή πρόκειται για κείμενο που πάει στις Βρυξέλλες και καλό είναι να μην πυροβολούμε τα πόδια μας.

Η προσυπογραφή αυτή όμως έχει ασφαλώς διευκολυνθεί και από το γεγονός ότι μες στο Πρόγραμμα Σταθερότητας το οικονομικό επιτελείο ομολογεί ρητά την πρόθεσή του να χτίσει ένα υπεραισιόδοξο σενάριο, περιλαμβάνοντας και ένα δυσμενές σενάριο το οποίο αναγνωρίζει ότι αν οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου αυξηθούν εκ νέου και προκαλέσουν νέα άνοδο του πληθωρισμού ή αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυξήσει τα επιτόκια κατά 0,50% ακόμη, τα νούμερα θα εκτροχιαστούν. Αφού λοιπόν την περασμένη Πέμπτη 4 Μαΐου η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 0,25%, ο εκτροχιασμός έχει ήδη ξεκινήσει. Και μάλλον θα πάρει μεγάλες διαστάσεις όταν το φθινόπωρο αυξηθούν ξανά οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, όπως έχουν προβλέψει οι αναλυτές.

Η παγίδα για τον ΣΥΡΙΖΑ

Οποια κυβέρνηση, κατά συνέπεια, προκύψει από τις επικείμενες εκλογές θα βρεθεί δημοσιονομικά δεσμευμένη από ένα τετραετές Πρόγραμμα Σταθερότητας με νούμερα στα όρια του εκτροχιασμού και ενδεχομένως με την ανάγκη να πάρει νέα μέτρα για να βγουν τα πρωτογενή πλεονάσματα 2%. Η παγίδα δεν αφορά τη ΝΔ, που ό,τι μέτρα ήταν να πάρει τα πήρε ήδη και τα λίγα μέτρα που εξήγγειλε προεκλογικά είναι χαμηλού κόστους. Αφορά όμως τον ΣΥΡΙΖΑ που για να μειώσει τον φορολογικό πληθωρισμό σε βάρος των αδύναμων οικονομικά στρωμάτων προχώρησε προεκλογικά σε εξαγγελίες για ριζικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, με μείωση των έμμεσων φόρων σε τρόφιμα και καύσιμα, κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και αφορολόγητο στις 10.000 ευρώ για όλους, συμπεριλαμβανομένων των ελεύθερων επαγγελματιών. Η κατεύθυνση είναι οικονομικά σωστή και κοινωνικά δίκαιη, αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει τη διακυβέρνηση τη στιγμή που η χώρα εισέρχεται ξανά σε περίοδο δημοσιονομικής σύσφιξης, δεσμευμένος με ένα πρόγραμμα με δυναμική εκτροχιασμού, θα υποχρεωθεί να αυξήσει τα έσοδα φορολογώντας ξανά τα υψηλότερα εισοδήματα. Το έχει κάνει και μπορεί να το ξανακάνει αλλά σαν να ακούμε από τώρα τις κραυγές Μητσοτάκη και άλλων στελεχών της ΝΔ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε για να καταστρέψει τη μεσαία τάξη για δεύτερη φορά.

Documento Newsletter