Οι περισσότεροι δρομείς έχουν αναγκαστεί στη ζωή τους, είτε εξαιτίας των κακών συνθηκών των προπονήσεών τους είτε λόγω διάφορων περιορισμών του χρόνου, να αντικαταστήσουν το τρέξιμο στο δρόμο με τρέξιμο στον διάδρομο.
Και κάπως έτσι, προκύπτουν διαρκώς ερωτήματα ανάμεσα στους δρομείς για το αν είναι καλύτερη η προπόνηση σε διάδρομο ή στον δρόμο.
Για να είναι εντελώς κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη προπόνησης, έχει εφευρεθεί ο «κανόνας του 1%»: αν υψώσετε τον διάδρομο κατά 1% όσον αφορά την κλίση του, το τρέξιμο πάνω του αυτόματα θα αντικατοπτρίζει τη φυσική ανύψωση ενός επίπεδου δρόμου. Φυσικά, αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να αναλυθεί η διαφορά ανάμεσα στα δυο είδη προπόνησης.
Σε μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Sports Medicine», επιστήμονες από την Αυστραλία προσπάθησαν να απαντήσουν στα βασικά ερωτήματα αναφορικά με το θέμα, διερευνώντας τις διαφορές στις επιδόσεις στο διάδρομο έναντι του πραγματικού εδάφους.
Τα δεδομένα
Για να συγκεντρώσουν αυτά τα δεδομένα, ανέλυσαν 34 μελέτες που συνέκριναν τις συνθήκες ανάμεσα στα δυο είδη προπόνησης. Δώδεκα από τις εν λόγω μελέτες ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να τρέξουν με κλίση 1% πιο υψωμένη στον διάδρομο, ενώ οι υπόλοιπες χρησιμοποίησαν υψηλότερες ή χαμηλότερες κλίσεις.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε τρία βασικά μέτρα σύγκρισης: τη φυσιολογία (το πόσο έντονα λειτουργούσαν τα όργανα των δρομέων για να διατηρήσουν το ρυθμό τους και να ολοκληρώσουν τις προπονήσεις τους), το επίπεδο αντίληψης των δρομέων και τις επιδόσεις τους.
Το ενδιαφέρον είναι ότι διαπιστώθηκε πως όταν οι δρομείς έτρεχαν σε υψηλή ένταση στο διάδρομο παρουσίαζαν υψηλότερους καρδιακούς ρυθμούς και υψηλότερα επίπεδα αντιληπτικής ικανότητας από ό,τι όταν έτρεχαν με την ίδια ταχύτητα σε εξωτερικούς χώρους, αν και είχαν χαμηλότερα επίπεδα γαλακτικού στους εσωτερικούς χώρους σε σύγκριση με τους εξωτερικούς χώρους.
Αλλά όταν οι δρομείς έριξαν την ταχύτητά τους στον διάδρομο, τα καρδιακά τους ποσοστά και τα επίπεδα αντίληψης ήταν χαμηλότερα από ό,τι όταν έτρεχαν με την ίδια ταχύτητα σε πραγματικό έδαφος.
«Θεωρώ ότι το υπαίθριο τρέξιμο πιο ευχάριστο και λιγότερο απαιτητικό διανοητικά σε σχέση με την ίδια προπόνηση σε ένα διάδρομο», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης, Τζόελ Φούλερ στο Runner’s World. «Για το λόγο αυτό, κάνω προπόνηση σε εξωτερικούς χώρους», πρόσθεσε.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα ήταν οι δρομείς έδειχναν περισσότερη αντοχή, έτρεχαν δηλαδή με μεγαλύτερη ένταση και για περισσότερο χρόνο, στο έδαφος παρά στο διάδρομο.
Αυτό ήταν μια έκπληξη για τον Φούλερ καθώς με δεδομένο πως στον διάδρομο αποφεύγονται μια σειρά από αρνητικές συνθήκες, όπως ο άνεμος, το κακό κλίμα και η υπερβολική ανύψωση, φαίνεται ότι οι δρομείς θα απέδιδαν καλύτερα στους διαδρόμους. «Και όμως, όταν οι δρομείς καλούνται να τρέξουν έξω, φτάνουν γρηγορότερους χρόνους», τονίζει ο Φούλερ.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η έρευνα δείχνει ότι επειδή οι άνθρωποι όταν τρέχουν σε ένα διάδρομο νιώθουν ότι είναι σε ένα μηχάνημα που δεν μπορούν να ελέγξουν τόσο όσο οι εξωτερικές συνθήκες, τείνουν να επιλέγουν ταχύτητες που είναι πιο αργές σε σχέση με τις δυνατότητές τους.
Τελικά, υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση για το ποιο από τα δύο είδη προπονήσεων είναι πιο ωφέλιμο για έναν δρομέα; Πάντα παίζει ρόλο και ο ψυχολογικός τομέας. Αν ξεπεραστεί αυτός, τότε κάνοντας χρήση του «κανόνα του 1%», αυτόματα έχεις εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες και ταυτόχρονα, έχεις προσομοιάσει στο έπακρο την κατάσταση του εδάφους. Αν ο ψυχολογικός παράγοντας δεν ξεπεραστεί, τότε προφανώς η προπόνηση σε εξωτερικούς χώρους είναι πιο ουσιώδης.
Πηγή: Runnfun