Πριν από λίγες ηµέρες ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, συγκυβερνήτης του Ερντογάν, παρουσίασε χάρτη που εµφανίζει τα νησιά του Αιγαίου, τη Ρόδο, ακόµη και την Κρήτη ως τουρκικά εδάφη. Πάντοτε η Τουρκία ήταν προβληµατικός γείτονας αλλά ποτέ η εθνική µας κυριαρχία δεν είχε απειληθεί τόσο ανοιχτά σε διπλωµατικό και πολιτικό επίπεδο. Η επικίνδυνη αυτή συνθήκη είναι αποτέλεσµα τόσο των εσωτερικών προβληµάτων του τουρκικού καθεστώτος όσο και των κυβερνητικών αστοχιών.
Πιο συγκεκριµένα, διαχρονικά ο Ερντογάν προσπαθούσε να «εξάγει» τις εσωτερικές του κρίσεις. Η παρούσα συγκυρία, που η δηµοτικότητα του Τούρκου προέδρου βρίσκεται στα τάρταρα λόγω του υψηλού πληθωρισµού και της οικονοµικής αστάθειας, δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Ερντογάν, όπως κάθε αυταρχικός ηγέτης, φοβάται τι θα συµβεί τη µέρα που θα χάσει την εξουσία. Η εγγύτητα ενός τέτοιου ενδεχοµένου τον κάνει εξαιρετικά επιθετικό και απρόβλεπτο. Η εξαγωγή της κρίσης ξεκίνησε µε τη νέα επέµβαση του τουρκικού στρατού στο συριακό Κουρδιστάν και συνεχίστηκε µε την πολεµική ρητορική ενάντια στη χώρα µας. Φοβάµαι δε ότι δεν έχουµε δει το τέλος της τουρκικής προκλητικότητας, καθώς ο συγκυβερνήτης του είναι ένα υπερεθνικιστικό κόµµα και µεγάλο κοµµάτι της αντιπολίτευσης επενδύει σε ένα παραλήρηµα ιστορικού αναθεωρητισµού. Αυτό σηµαίνει ότι ο Ερντογάν –προκειµένου να επιβιώσει πολιτικά– θα πρέπει να υιοθετήσει ακόµη πιο ακραίες θέσεις και ενέργειες.
Η κυβέρνηση και η εξωτερική πολιτική ιδιωτικής χρήσης που ακολουθεί δεν είναι άµοιρες ευθυνών για το ξεσάλωµα των γειτόνων. Πρώτα από όλα η κυβέρνηση έτρεξε να γίνει «αµερικανικότερη των Αµερικανών» στην Ουκρανία στέλνοντας βαρύ οπλισµό ερήµην της ελληνικής Βουλής. Με αυτό τον τρόπο άφησε την Τουρκία, µια χώρα που η ίδια παράνοµα κατέχει πάνω από το 1/4 της Κύπρου, να παρουσιαστεί ως φερέγγυα ουδέτερη διαπραγµατεύτρια. Ταυτόχρονα, αντί η κυβέρνηση να αξιοποιήσει το διπλωµατικό κεφάλαιο τής χώρας ώστε να µπλοκάρει την αγορά όπλων της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, εξαργύρωσε τη δυναµική της χώρας σε παλαµάκια στο Κογκρέσο. Πέρα από την προφανή απειλή, η αδυναµία της κυβέρνησης να σταµατήσει την αγορά οπλικών συστηµάτων από την Τουρκία καταδικάζει τη χώρα µας σε µια αχρείαστη κούρσα εξοπλισµών, την οποία θα κληθούν να πληρώσουν πάλι οι Ελληνες φορολογούµενοι. Αυτά είναι χρήµατα τα οποία θα µπορούσαν να επενδυθούν στο κοινωνικό κράτος, στην παιδεία και την υγεία.
Παρ’ όλες τις αστοχίες και τους κινδύνους, η χώρα χρειάζεται µια αξιόπιστη στρατηγική στην εξωτερική πολιτική. Αυτή θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις πυλώνες. Πρώτο και βασικότερο σηµείο είναι η ανάγκη εθνικής συνεννόησης. Πρέπει ο πρωθυπουργός να σταµατήσει να κάνει εξωτερική πολιτική λες και η χώρα τού ανήκει και να συγκαλέσει συµβούλιο πολιτικών αρχηγών προκειµένου να υπάρξει η βέλτιστη δυνατή στρατηγική. ∆εύτερον, η αρχική αποτυχία των ελπιδοφόρων κινηµάτων της Αραβικής Ανοιξης σε µεγάλο βαθµό διατάραξε τις αδερφικές σχέσεις που είχαµε µε τον αραβικό κόσµο, τις οποίες είχε καλλιεργήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου και που σε ένα βαθµό λειτουργούσαν σαν ασπίδα της χώρας. Αυτήν τη στιγµή το «αραβικό τόξο» είναι σε φάση ανοικοδόµησης. Η χώρα µας πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια κοινωνικής, οικονοµικής και δηµοκρατικής ανοικοδόµησης των χωρών αυτών. Με αυτό τον τρόπο θα επανακτήσουµε τις σχέσεις φιλίας και µακροπρόθεσµα θα αποκαταστήσουµε τον ρόλο της χώρας ως εγγυήτριας της ασφάλειας και της σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο. Τρίτον, µε τον Ερντογάν και τους απολυταρχικούς ηγέτες αυτού του κόσµου µάς χωρίζει άβυσσος, µε τους πολίτες και τα κινήµατα που τους αντιµάχονται και διεκδικούν τη δηµοκρατία και την αδελφοσύνη των λαών µάς ενώνουν τα πάντα. Τα ελληνικά πολιτικά κόµµατα και κοινωνικά κινήµατα οφείλουν να σταθούν δίπλα στις οµάδες αυτές εντός της Τουρκίας, είτε πρόκειται για το HDP, του οποίου η ηγεσία είναι φυλακισµένη, είτε για τους φοιτητές σε Αγκυρα και Κωνσταντινούπολη που διεκδικούν ένα ευρωπαϊκό, δηµοκρατικό µέλλον.
*Ο Μιχάλης Καρχιμάκης είναι μέλος της ΚΠΕ του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, πρώην υπουργός, πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ