Τραπεζικό πάρτι στην πλάτη της κοινωνίας

Τραπεζικό πάρτι στην πλάτη της κοινωνίας

Τις τελευταίες ημέρες στο ελληνικό χρηματιστήριο σημειώνεται ράλι. Οδηγείται από τις τράπεζες, καθώς οι μετοχές τους κάνουν αλλεπάλληλα ρεκόρ χάρη στην τρίτη κατά σειρά απόβαση ξένων κεφαλαίων σε αυτές μετά τις μεγάλες ανακεφαλαιοποιήσεις των χρόνων της κρίσης και τις διαθέσεις των συμμετοχών του δημοσίου μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). 

Τα ξένα κεφάλαια τοποθετούνται σήμερα στις ελληνικές τράπεζες, που για πρώτη φορά μοιάζουν πραγματικά εξυγιασμένες. Αυτό δείχνουν τα υψηλά κέρδη που ανακοίνωσαν για το 2024, τα μερίσματα που πρώτη φορά φέτος διένειμαν και τα μεγάλα προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών που ανακοίνωσαν, δίνοντας το μήνυμα ότι η μακροχρόνια απαξίωσή τους λαμβάνει τέλος και είναι έτοιμες να ανέβουν επίπεδο. 

Μεγάλα έσοδα από τόκους 

Υστερα από 13 ολόκληρα χρόνια υψηλών ζημιών (2010-22) οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν πέρυσι για πρώτη φορά κέρδη. Και μάλιστα υψηλά, της τάξης των 3,7 δισ. ευρώ, σε μεγάλο βαθμό επειδή είχαν τεράστια έσοδα από τόκους χάρη στην αύξηση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από τα αρνητικά επίπεδα του -0,50% σε 4% μέσα σε έναν χρόνο.

Φέτος οι τράπεζες κατόρθωσαν να αυξήσουν περαιτέρω τα κέρδη τους κατά 16%, στα 4,3 δισ. ευρώ. Η αύξηση προήλθε κατά κύριο λόγο από τα υψηλά έσοδα από τόκους, που αυξήθηκαν κατά 6,2% από 8,1 δισ. ευρώ το 2023 σε 8,6 δισ. ευρώ το 2024 – κατόρθωμα, αν λάβουμε υπόψη ότι πέρυσι η ΕΚΤ προχώρησε σε τέσσερις μειώσεις επιτοκίων.  Θεωρητικά οι μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ θα έπρεπε να μην έχουν επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να αυξήσουν τα έσοδά τους από τόκους το 2024, όμως στην πράξη αυτό δεν έγινε.

Ο λόγος είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες –βοηθούμενες από την ολιγοπωλιακή δομή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που ενισχύθηκε περαιτέρω με τις συγχωνεύσεις της κρίσης– έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν στους καταθέτες τους τα χαμηλότερα επιτόκια της ευρωζώνης, ενώ χρεώνουν τους δανειολήπτες τους με τα υψηλότερα, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από την επιτοκιακή διαφορά. 

Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τον Ιανουάριο το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο για τις νέες καταθέσεις βρισκόταν στο 0,45%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο για τα νέα δάνεια στο 5,10%. Τον ίδιο μήνα το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων ήταν στο 0,49%, ενώ των δανείων στο 5,34%. Η επιτοκιακή διαφορά –από αυτή παράγονται τα κέρδη από τόκους– έφτανε το 4,65% και το 4,85% αντίστοιχα.

Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες: σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ, τον Ιανουάριο οι ελληνικές τράπεζες έδιναν στις απλές καταθέσεις μέσο επιτόκιο σχεδόν μηδενικό (0,03%) έναντι 0,34% του μέσου όρου της ευρωζώνης, δηλαδή έντεκα φορές χαμηλότερο. Αντίστοιχα στις προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας 12 μηνών έδιναν μέσο επιτόκιο 1,64% έναντι 2,33% του μέσου όρου της ευρωζώνης, δηλαδή 40% χαμηλότερο. Σε ό,τι αφορά τα δάνεια, για τα επιχειρηματικά δεν υπάρχουν επαρκή συγκριτικά στοιχεία, αλλά για τα στεγαστικά τον Ιανουάριο οι ελληνικές τράπεζες χρέωναν τους δανειολήπτες τους με μέσο επιτόκιο 3,90% έναντι 3,25% της ευρωζώνης (20% ακριβότερο).

Παιχνίδια με το «Σπίτι μου» 

Βάσει των τελευταίων στοιχείων της ΤτΕ, τον Ιανουάριο, έπειτα από διαδοχικές πτώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούσαν τα επιτόκια δανεισμού στα ύψη. Συγκεκριμένα επέβαλαν μέσο επιτόκιο 11,77% στα καταναλωτικά δάνεια, 14,88% στους λογαριασμούς υπερανάληψης και τις πιστωτικές κάρτες, 5,45% στα επιχειρηματικά δάνεια χωρίς καθορισμένη διάρκεια, 7,20% στα επαγγελματικά δάνεια και 4,92% στα νέα επιχειρηματικά δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. 

Τον ίδιο μήνα παρατηρήθηκε ότι, ενώ το μέσο επιτόκιο των ελληνικών τραπεζών σε όλες τις κατηγορίες δανείων μειώθηκε –οι ελληνικές τράπεζες πέρασαν μέρος της μείωσης, αν και λιγότερη από τη μισή, των επιτοκίων της ΕΚΤ στα δικά τους επιτόκια δανεισμού διευκολύνοντας τους δανειολήπτες τους–, ειδικώς στα στεγαστικά δάνεια το μέσο επιτόκιο αυξήθηκε κατά 0,31% στο 3,90%. 

Αν θυμηθούμε ότι στις 15 Ιανουαρίου άνοιξε το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ», βάσει του οποίου προγραμματίζεται η παροχή 20.000 στεγαστικών δανείων με επιδοτούμενο επιτόκιο για το ήμισυ του ποσού που θα χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης εντός του 2025, εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι τράπεζες έσπευσαν να αυξήσουν τα επιτόκιά τους ειδικά και μόνο για τα στεγαστικά δάνεια, ώστε να αποσπάσουν το μέγιστο όφελος από την αναμενόμενη για φέτος μεγάλη άνοδο των στεγαστικών δανείων σε βάρος των υποψήφιων δανειοληπτών. 

Βαριές χρεώσεις

Με αυτούς τους μηχανισμούς λοιπόν το 2024, παρά τη μείωση των επιτοκίων, οι τράπεζες αύξησαν τα έσοδά τους από τόκους και κατά συνέπεια τα κέρδη τους. 

Δευτερευόντως, στα υψηλά έσοδα από προμήθειες, που αυξήθηκαν κατά 16,6%, από 1,8 δισ. ευρώ το 2023 σε 2,1 δισ. ευρώ το 2024. «Μα πώς αυξήθηκαν τα έσοδα από προμήθειες;» θα αναρωτηθούν όσοι έμειναν με την εντύπωση ότι οι ανακοινώσεις περί κατάργησης των τραπεζικών προμηθειών του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή κατά τη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού είχαν ουσία; 

Για να βγάλουν τα σπασμένα της κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες είχαν αυξήσει υπερβολικά τις προμήθειες τα τελευταία χρόνια, ακόμη και για συναλλαγές ρουτίνας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον Δεκέμβριο κατάργησε ελάχιστες τραπεζικές προμήθειες, ουσιαστικά μόνο όσες ήταν υποχρεωμένη βάσει ευρωπαϊκής οδηγίας, δηλαδή τις προμήθειες επί των λεγόμενων λαϊκών συναλλαγών, ήτοι των απλών καθημερινών πληρωμών που κάνουν οι πολίτες μόνοι τους από υπολογιστές, κινητά ή ΑΤΜ. Οι προμήθειες αυτές αντιπροσωπεύουν ποσό 130 εκατ. ευρώ κατά Χατζηδάκη ή 89 εκατ. ευρώ κατά τη Citi, δηλαδή μόνο το 5% των 2,1 δισ. ευρώ που αποτελούν το σύνολο των τραπεζικών εσόδων από προμήθειες. Επειδή η κατάργησή τους τέθηκε σε ισχύ από 1η Ιανουαρίου 2025, δεν επηρέασε τα έσοδα των τραπεζών για το 2024. 

Αλλωστε για κάθε προμήθεια που καταργείται άλλες δέκα παραμένουν – προμήθειες πανάκριβες, καταχρηστικές, ακόμη και απαγορευμένες από την ελληνική νομοθεσία. Ενδεικτικά, παραμένουν το μηνιαίο κόστος διατήρησης λογαριασμού, τα έξοδα έκδοσης και οι ετήσιες συνδρομές για πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες, οι βαριές χρεώσεις για τις διατραπεζικές συναλλαγές στο κατάστημα που τιμωρούν τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, ακόμη και η πολύ ακριβή προμήθεια που οι τράπεζες αποκαλούν έξοδα δανείου, αν και έχει κριθεί στα δικαστήρια ως μη νόμιμη και καταχρηστική κι έχει απαγορευτεί μάλιστα με την υπουργική απόφαση Ζ1-798/2008. Παράλληλα, μέσω των πολύ χαμηλών επιτοκίων που δίνουν για τις προθεσμιακές καταθέσεις, οι τράπεζες ωθούν πλέον τους αποταμιευτές σε διάφορα αμοιβαία κεφάλαια με υψηλότερες αποδόσεις – έχουν όμως και υψηλές προμήθειες.

Κάπως έτσι η αύξηση των εσόδων από τόκους και προμήθειες, μέσα από τους συγκεκριμένους μηχανισμούς που είναι χαρακτηριστικοί της συμπεριφοράς αρπακτικού από τις τράπεζες απέναντι στην ελληνική κοινωνία, οδήγησε φέτος σε περαιτέρω αύξηση των κερδών τους. 

Και είδαμε τις διοικήσεις να πανηγυρίζουν ανακοινώνοντας τη διανομή μερισμάτων ύψους 1,9 δισ. ευρώ (πρώτη φορά μετά το 2009), μεγάλα προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών, τα οποία θα ενισχύσουν την τιμή της μετοχής τους που μέχρι πριν από έναν μήνα βρισκόταν ακόμη πολύ χαμηλότερα από τη λογιστική αξία της αλλά και κινήσεις επέκτασης εντός και εκτός συνόρων. 

Η επέκταση έχει αρχίσει ήδη άλλωστε με την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο από τη Eurobank, της κυπριακής Astrobank από την Alpha Bank και της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς. 

Ολα αυτά εξέπεμψαν προς όλες τις κατευθύνσεις το μήνυμα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ξεπέρασε οριστικά την κρίση και στέκεται πάλι στα πόδια του, προκαλώντας κύμα αναβαθμίσεων των τιμών-στόχων για τις μετοχές των τραπεζών και το πάρτι με τις τραπεζικές μετοχές στο χρηματιστήριο των τελευταίων ημερών.

Η τραπεζική κερδοφορία έχει οδηγήσει σε ράλι ανόδου το Χρηματιστήριο Αθηνών το τελευταίο διάστημα χάρη στην τοποθέτηση ξένων κεφαλαίων, αλλά με μεγάλη χαμένη την ελληνική κοινωνία, στην οποία οι («εξυγιασμένες» πλέον) τράπεζες επιφυλάσσουν συμπεριφορά αρπακτικού

Αγωνία για 200.000 δανειολήπτες του νόμου Κατσέλη 

Μήπως είστε αριστεριστές και δεν θέλετε οι ελληνικές τράπεζες να είναι υγιείς και ισχυρές ώστε να παρέχουν δάνεια και να στηρίζουν την ανάπτυξη, σφυρίζει από τη γωνιά ο κυβερνητικός δικηγόρος του διαβόλου. 

Μα δεν πρόκειται περί αυτού. Η ολική επαναφορά των ελληνικών τραπεζών και των τιμών των μετοχών τους έχει νόημα στο πλαίσιο του χρηματιστηριακοκεντρικού σχεδίου της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετήσει τον στόχο της απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας και από τη Moody’s –τον τελευταίο οίκο που δεν την έχει δώσει ακόμη στην Ελλάδα– καθώς και τον κυβερνητικό στόχο της αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις αναπτυγμένες αγορές. Πρόκειται όμως για ένα σχέδιο που βγάζει νόημα μόνο σε νεοφιλελεύθερους όρους. 

Αποκαθιστούμε πλήρως τις τράπεζες από τις ζημιές της κρίσης στηρίζοντας τις μετοχές τους που έχουν αγοράσει οι ξένοι –και γι’ αυτό τον λόγο η κυβέρνηση «έπαιξε» τον περασμένο Δεκέμβριο με την ιδέα της επιβολής έκτακτης φορολογίας για να δείξει φιλολαϊκό πρόσωπο, αλλά αρνήθηκε να την επιβάλει κατηγορώντας το ΠΑΣΟΚ όταν διατύπωσε την ίδια πρόταση για λαϊκισμό–, επιτυγχάνουμε αναβαθμίσεις και περιμένουμε να έρθουν περισσότερα κεφάλαια στην Ελλάδα για να αυξηθεί η ανάπτυξη. Το γεγονός όμως ότι το ήμισυ των ξένων επενδύσεων που γίνονται στην Ελλάδα αφορά ακίνητα, σε συνδυασμό με το παραγωγικό μαράζωμα της χώρας που αποκαλύπτεται από τη διαρκή άνοδο του εμπορικού ελλείμματος, δηλώνει πως το σχέδιο αυτό καταλήγει σε μια τρύπα στο νερό. 

Το πιο άχαρο ωστόσο είναι ότι η ολική επαναφορά των ελληνικών τραπεζών που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες έχει όφελος για τους μετόχους αλλά όχι για την ελληνική κοινωνία, που παραμένει φορτωμένη με τις ζημιές από τα «κόκκινα» δάνεια της κρίσης και τα διαχειρίζεται μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες. Ενδεικτικά τις μέρες κατά τις οποίες άρχιζε το πάρτι των τραπεζών στο χρηματιστήριο, έφτανε στον Αρειο Πάγο η διαμάχη για τα υψηλά πανωτόκια που επέβαλαν οι servicers στους δανειολήπτες με δικαστικές αποφάσεις του νόμου Κατσέλη, όταν προ διετίας αυξήθηκαν τα επιτόκια της ΕΚΤ.

Η διαφορά είναι γνωστή: Οι servicers που διαχειρίζονται τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών επιμένουν ότι οι αυξημένοι τόκοι που προέκυψαν την τελευταία διετία από την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ πρέπει να υπολογίζονται επί του υπολοίπου της οφειλής, ζητώντας την πληρωμή έως και διπλάσιας δόσης από αυτήν που έχει επιδικάσει το δικαστήριο, ενώ οι δανειολήπτες λένε ότι πρέπει να υπολογίζονται επί της μηνιαίας δόσης. Κι ενώ υπάρχουν πολλές αποφάσεις πρωτοδικείων από όλη τη χώρα που έχουν δικαιώσει τους δανειολήπτες, οι servicers δεν τις δέχονται και συνεχίζουν να χρεώνουν με τρελά πανωτόκια τους δανειολήπτες του νόμου Κατσέλη –κάπου 200.000 νοικοκυριά– απειλώντας τους με κατασχέσεις. Ετσι η υπόθεση έφτασε στον Αρειο Πάγο και, καθώς η εισήγηση της εισαγγελέα Γεωργίας Αδειλίνη ήταν υπέρ των δανειοληπτών, υπάρχει η ελπίδα η απόφαση να βγει υπέρ τους. 

Η δίκη στον Αρειο Πάγο όμως δείχνει πως η ολική επαναφορά των ελληνικών τραπεζών, που διατηρούν τη συμπεριφορά αρπακτικού, δεν συνεπάγεται κανένα όφελος για την κοινωνία.

Διαβάστε επίσης:

Καισαριανή: Θρίλερ με νεκρό άνδρα σε γκαράζ 

Φωτιά σε διαμέρισμα στο Χαϊδάρι: Τέθηκε υπό έλεγχο – Στο νοσοκομείο δύο άτομα (Photos)

Καιρός: «Επιστροφή» του καλοκαιριού – Η πρόγνωση για την 25η

ΕΚΑΒ: Χάος με τη διαχείριση εγγράφων – Καταγγελία του σωματείου τεχνικών

Documento Newsletter