Η παγκόσµια οικονοµία συγκλονίζεται από τις πρόσφατες τραπεζικές χρεοκοπίες. Ξεκινώντας από τις ΗΠΑ –και παρά τις εθελότυφλες διακηρύξεις της ΕΕ και άλλων χωρών– τα προβλήµατα σύντοµα εξαπλώθηκαν τουλάχιστον στις υπόλοιπες δυτικές οικονοµίες. Μετά την αµερικανική SVB ακολούθησε η βεβιασµένη διάσωση της ελβετικής mega-bank Credit Suisse. Την ίδια ώρα τα διεθνή χρηµατιστήρια κλυδωνίζονται και πολλές τράπεζες είναι στο µικροσκόπιο ως επίφοβες. Τα συστηµικά κέντρα αποφάσεων πιάστηκαν ξανά στον ύπνο. Με σπασµωδικές κινήσεις και κουτοπόνηρες δηλώσεις ότι «εµάς δεν µας αφορά» στρουθοκαµηλίζουν εµπρός στο πρόβληµα και προσπαθούν να το ετεροχρονίσουν. Ιδιαίτερα διαπληκτίζονται για το εάν πρέπει να σταµατήσουν οι αυξήσεις επιτοκίων (για τον περιορισµό του πληθωρισµού) και να επιβληθούν αυστηρότεροι έλεγχοι στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα.
Οι κυρίαρχοι κύκλοι και τα κυρίαρχα οικονοµικά, εγκλωβισµένα στη διαχείριση και δικαιολόγηση του καπιταλιστικού συστήµατος, αδυνατούν να δουν τις πραγµατικές αιτίες της αναταραχής. Αντιθέτως, η µαρξιστική πολιτική οικονοµία επισηµαίνει ρεαλιστικά τα δοµικά συστηµικά αίτιά της. Ο σύγχρονος καπιταλισµός ταλανίζεται από τη µακροχρόνια πτωτική τάση της κερδοφορίας, που προκύπτει από τις ίδιες τις αντιφάσεις του και όχι από την αύξηση των µισθών. Η φθίνουσα κερδοφορία των επιχειρήσεων επηρεάζει τα έσοδα του τραπεζικού τοµέα καθώς συσσωρεύονται «κόκκινα» δάνεια. Η φυγή των τραπεζών προς τα εµπρός (µέσω διαδικασιών πλασµατικού κεφαλαίου) απλώς έχει µεταχρονολογήσει το πρόβληµα χωρίς να το επιλύει.
Ταυτόχρονα η σηµερινή έκρηξη του πληθωρισµού (που προκύπτει από τα προβλήµατα της πραγµατικής οικονοµίας και όχι από νοµισµατικές πολιτικές, όπως ερίζουν τα κυρίαρχα οικονοµικά) περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Η κουτοπόνηρη συστηµική τακτική του ήπιου πληθωρισµού (που ροκανίζει τους µισθούς και αυξάνει τα επιχειρηµατικά κέρδη) γύρισε µπούµερανγκ καθώς η αδυναµία της πραγµατικής οικονοµίας και οι ιµπεριαλιστικές συγκρούσεις κατέστησαν τον πληθωρισµό ανεξέλεγκτο. Για την αντιµετώπισή του οι κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε εσπευσµένες αυξήσεις επιτοκίων. Οµως οι τελευταίες επιδεινώνουν τη δοµή χρεών επάνω στην οποία στηρίζεται το καπιταλιστικό χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Οι πιο ριψοκίνδυνες τράπεζες βρίσκονται ξαφνικά σε αδυναµία χρηµατοδότησης, οι καταθέτες και επενδυτές πανικοβάλλονται και η τραπεζική κρίση ξεσπά.
Ετσι το σύστηµα βρίσκεται εµπρός στο δίληµµα του στασιµοπληθωρισµού. Η αποφυγή της πρώτης απαιτεί χαλαρή νοµισµατική πολιτική ενώ του δεύτερου αυστηρή.
Φυσικά, το σύστηµα επιδιώκει να ξαναφορτώσει τα βάρη στην εργασία. Οµως δεκαετίες νεοφιλελεύθερων και νέων κεϊνσιανών αντιλαϊκών πολιτικών έχουν προκαλέσει εκτεταµένη φτωχοποίηση, καθιστώντας τον κίνδυνο της κοινωνικής έκρηξης παραπάνω από ορατό (όπως δείχνει η Γαλλία).
Στην ελληνική µπανανία όλα τα συστηµικά κόµµατα –και πρόθυµοι εταίροι σε µελλοντικές κυβερνήσεις συνεργασίας και αντιλαϊκής λιτότητας– περιµένουν άφωνα τις εντολές από την Εσπερία καθώς αδυνατούν να έχουν έστω και µερικώς αυτοτελή γραµµή. Εθελοτυφλούν ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστηµα δεν κινδυνεύει. Οντως οι ελληνικές τράπεζες-ζόµπι δεν µπορούσαν (όχι δεν ήθελαν) να κάνουν τα κόλπα των δυτικών. Οµως οι ξένοι µέτοχοί τους είναι εκτεθειµένοι σε επίφοβες ξένες τράπεζες, οπότε οποιαδήποτε στιγµή µπορεί να ρευστοποιήσουν ελληνικά στοιχεία για να καλύψουν ζηµιές. Αυτό θα προσθέσει και θα οξύνει προβλήµατα στον καραγκιόζ µπερντέ της ελληνικής οικονοµίας. Είτε η σηµερινή είτε µια διάδοχη συστηµική κυβέρνηση θα τα φορτώσει, υπό τις ευρωπαϊκές εντολές, στον «εχθρό λαό». Οµως η πλάτη της καµήλας αυτής έχει όρια που ήδη ξεπερνιούνται. Τότε αυτοί που σπέρνουν ανέµους θα θερίσουν θύελλες.
*O Σταύρος Μαυρουδέας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής