Η Εμπορική Τράπεζα αύξησε καταχρηστικά το επιτόκιο από 1% σε 5% και την πίεζε να υπογράψει νέα σύμβαση επειδή δεν τη συνέφερε η αρχική, εντάσσοντάς την στον «Τειρεσία»
Το Documento σήμερα καταγράφει την απίστευτη κι όμως αληθινή ιστορία μιας δανειολήπτριας από τον Βόλο που έπεσε θύμα της καταχρηστικής συμπεριφοράς μιας τράπεζας, η οποία την οδήγησε στην πλήρη οικονομική και επαγγελματική της καταστροφή, σε μη αναστρέψιμη βλάβη στην υγεία της και πλέον την απειλεί με ολική κατάσχεση της περιουσίας της.
Τον Δεκέμβριο 2006 η έμπορος Φ.Ν. από τον Βόλο (τα στοιχεία της μαζί με πλήθος από έγγραφα είναι στη διάθεση της εφημερίδας) πήρε από την Εμπορική Τράπεζα στεγαστικό δάνειο 120.000 ευρώ για αγορά οικοπέδου με σκοπό την κατασκευή κατοικίας. Η σύμβαση ανέφερε ρητά ότι το δάνειο για τα τρία πρώτα χρόνια είχε σταθερό επιτόκιο. Μετά την τριετία μπορούσε να επιλέξει τη μετατροπή του επιτοκίου σε κυμαινόμενο, το οποίο ήταν αυτό της ΕΚΤ +0% περιθώριο.
Με λάθος επιτόκιο
Η δανειολήπτρια εξυπηρετούσε το δάνειό της και στη λήξη της τριετίας επέλεξε το κυμαινόμενο επιτόκιο της ΕΚΤ +0% περιθώριο (τότε της ΕΚΤ ήταν 1%). Αντ’ αυτού όμως η τράπεζα άρχισε να υπολογίζει τις μηνιαίες δόσεις με ένα αυθαίρετο επιτόκιο (5%) πενταπλάσιο του συμβατικού. Ταυτόχρονα, στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, η τράπεζα σταμάτησε να της στέλνει μηνιαίους ενημερωτικούς λογαριασμούς. Στο τελευταίο statement που της έστειλε τον Ιούνιο 2010 η δανειολήπτρια αντιλήφθηκε ότι η τράπεζα είχε υπολογίσει μηνιαία δόση με λανθασμένο επιτόκιο, χωρίς μάλιστα, ως όφειλε εκ του νόμου, να αναφέρει το ύψος του επιτοκίου με το οποίο τόκιζε το δάνειο.
Στις διαμαρτυρίες της τα στελέχη της Εμπορικής Βόλου αναγνώρισαν ότι είχε δίκιο, δηλώνοντας ότι εκ παραδρομής εφαρμόστηκε λανθασμένο επιτόκιο. Επικαλούμενοι τη συγκυρία (το 2010 τον τόνο έδινε η χρεοκοπία της χώρας και των τραπεζών), της είπαν να κάνει υπομονή, να συνεχίσει να πληρώνει τις αυθαίρετα αυξημένες μηνιαίες δόσεις μέχρι να γίνει η διόρθωση τουσφάλματος και να συμψηφιστούν οι λάθος υπολογισμένοι τόκοι καθώς απαιτούνταν έγκριση ειδικής επιτροπής από την Αθήνα.
Παρά την οικονομική κρίση η δανειολήπτρια έκανε υπομονή και έχοντας την οικονομική δυνατότητα συνέχισε να πληρώνει σχεδόν διπλάσια μηνιαία δόση από την ορθή δείχνοντας την καλή της πίστη. Παρά τις επανειλημμένες επικοινωνίες πέρασαν 14 μήνες χωρίς το λάθος να διορθωθεί, χωρίς να λαμβάνει μηνιαίους ενημερωτικούς λογαριασμούς ή κάποιο επίσημο ενημερωτικό έγγραφο σχετικά με το επιτόκιο υπολογισμού της μηνιαίας δόσης. Το καλοκαίρι του 2011 ανακάλυψε πως η τράπεζα υπολόγιζε και τόκους υπερημερίας για ανύπαρκτες ουσιαστικά οφειλές και προμηθευτής της την ενημέρωσε ότι είχε μπει και στον Τειρεσία. Τον Σεπτέμβριο 2011 η τράπεζα την κάλεσε σε συνάντηση, όπου η δανειολήπτρια προσήλθε με διαμεσολαβητή του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Αφόρητες πιέσεις
Στη συνάντηση τα διευθυντικά στελέχη της Εμπορικής αντί να απολογηθούν για το λανθασμένο επιτόκιο και την ταλαιπωρία που είχε υποστεί αναίτια για μήνες, προχώρησαν σε αφόρητες πιέσεις, ζητώντας της να υπογράψει καινούργια σύμβαση με υψηλότερο επιτόκιο, με μοναδικό επιχείρημα ότι η προηγούμενη σύμβαση
δεν συνέφερε πλέον την τράπεζα λόγω της οικονομικής κρίσης. Η δανειολήπτρια απάντησε ότι δεν ζήτησε ποτέ νέα σύμβαση ή οποιαδήποτε χάρη, παρά μόνο την πιστή τήρηση της υπάρχουσας σύμβασης από την τράπεζα. Νέα σύμβαση σήμαινε επιπλέον τόκους 5.000 ευρώ τον χρόνο και πρόσθετη επιβάρυνση άνω των 60.000 στην 35ετία (για δάνειο 120.000).
Τα στελέχη της Εμπορικής απείλησαν ότι αν δεν δεχτεί θα αντιμετωπίσει την ισχύ της τράπεζας με δυσάρεστες επιπτώσεις στην επαγγελματική της δραστηριότητα. Μετά τη συνάντηση η δανειολήπτρια έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας και σταμάτησε να πληρώνει, καθώς ήδη είχε προπληρώσει για το χρονικό διάστημα και των επόμενων 15-20 μηνών. Με την εγγραφή στον Τειρεσία δημιουργήθηκε οικονομική ασφυξία καθώς αποκλείστηκε από τον τραπεζικό δανεισμό και τη δυνατότητα έκδοσης επιταγών, με συνέπεια οι αγορές από προμηθευτές να απαιτούν μετρητά.
Τέλη του 2016 αναγκάστηκε να σταματήσει την επί 20 χρόνια κερδοφόρα εμπορική της δραστηριότητα, έπειτα από μια μακρά επιχειρηματική διαδρομή χωρίς σφραγισμένες επιταγές ή χρέη.
Από τον Φεβρουάριο 2013 η δανειολήπτρια απέστειλε εξώδικο προς την Εμπορική ζητώντας εκ νέου την πιστή εφαρμογή της σύμβασης, διαμαρτυρόμενη για την αναγραφή των στοιχείων της στον Τειρεσία. Μετά την παραλαβή του εξωδίκου η Εμπορική, χωρίς να της απαντήσει ως όφειλε, προχώρησε σε καταγγελία του δανείου, λίγες μέρες πριν από τη συγχώνευσή της με την Alpha Bank. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (2010-20) δεν υπήρξε ενημέρωση της δανειολήπτριας περί ανεξόφλητων οφειλών ούτε αποστολή μηνιαίων ενημερωτικών λογαριασμών ή οποιουδήποτε επίσημου εγγράφου.
Το δάνειο σε fund
Μετά τη συγχώνευση η δανειολήπτρια ενημέρωσε αναλυτικά για όλο το ιστορικό της υπόθεσης διευθυντικά στελέχη της Alpha και παρέδωσε όλα τα απαιτούμενα αποδεικτικά έγγραφα.
Αντί απάντησης, ωστόσο, το 2014 η Alpha επέλεξε να βγάλει διαταγή πληρωμής, απαιτώντας ποσά τα οποία εν γνώσει της η δανειολήπτρια δεν όφειλε, με βάση την υπογεγραμμένη σύμβαση. Με τη διαταγή πληρωμής η τράπεζα προχώρησε σε δέσμευση του συνόλου της ακίνητης περιουσίας της, ενώ είχε ήδη εγγυήσεις που υπερκάλυπταν το δάνειο. Πριν από τη δίκη η δανειολήπτρια απέστειλε δύο αιτήματα στην Alpha ζητώντας τα στοιχεία του δανείου της, βάσει της σχετικής νομοθεσίας, χωρίς να λάβει καμία απάντηση ή ενημέρωση. Η
ανακοπή της δανειολήπτριας εκδικάστηκε τον Μάιο 2018 στο Πρωτοδικείο Βόλου, χωρίς τα έγγραφα που περιλάμβαναν τους μηνιαίους λογαριασμούς και τα επιτόκια που καταχρηστικώς είχε χρησιμοποιήσει η τράπεζα και τα οποία επειδή ακριβώς αποδείκνυαν το δίκιο της δανειολήπτριας δεν προσκομίστηκαν. Ετσι η απόφαση που βγήκε στα τέλη του 2021 δεν ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και η υπόθεση εκκρεμεί πλέον στο εφετείο.
Τον Απρίλιο 2020 η Alpha μεταβίβασε το συγκεκριμένο δάνειο στο fund Galaxy II και τον Ιούνιο του 2021 η διαχείριση του δανείου πέρασε στη Cepal.
Προστασία του Καταναλωτή
Τον Νοέμβριο 2022 η δανειολήπτρια έκανε καταγγελία κατά της Alpha στη Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης για τη βάναυση παραβίαση των δικαιωμάτων της ως καταναλώτριας, ζητώντας επίσης να υποχρεωθεί η τράπεζα να της παραδώσει τα προβλεπόμενα εκ του νόμου, ως υποχρεωτικά, ενημερωτικά στοιχεία του δανείου. Ενώ από τον νόμο προβλέπεται προθεσμία 50 ημερών για να απαντά το δημόσιο σε πολίτες, πέρασαν τέσσερις μήνες χωρίς η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή και η τράπεζα να απαντήσουν. Τον Μάρτιο του 2023 η δανειολήπτρια επανήλθε προχωρώντας σε
Η ΓΓ Προστασίας του Καταναλωτή εδέησε να απαντήσει έπειτα από τέσσερις μήνες και πιέσεις στις διαμαρτυρίες της ενδιαφερόμενης ότι δεν είναι αρμόδια διαμαρτυρία και αναφορά στον υπουργό Αδωνη Γεωργιάδη. Τότε εδέησαν να απαντήσουν.
Η Alpha με μια επιστολή που θόλωνε τα νερά, με καθυστέρηση δέκα ολόκληρων χρόνων, εμφανίστηκε πρόθυμη να διορθώσει το εσφαλμένο επιτόκιο, αναφέροντας ότι οφείλεται «σε αστοχία του συστήματος», αποκαλώντας «μικρή» τη διαφορά του με το ορθό (ενώ αφορούσε 4.000-5.000 ευρώ πρόσθετους τόκους τον χρόνο) και αποσιωπώντας ότι είχε μεταβιβάσει τους λάθος υπολογισμένους τόκους στον Τειρεσία, καταστρέφοντας επαγγελματικά τη δανειολήπτρια. Ονομάζοντας τη συνέχεια των απειλών «πρόταση» της τράπεζας προς τη δανειολήπτρια για νέα σύμβαση και αποσιωπώντας ότι η δανειολήπτρια ποτέ δεν είχε ζητήσει καινούργια σύμβαση, ενώ η τράπεζα την πίεζε υπέρμετρα για να της αυξήσει το επιτόκιο. Υποστηρίζοντας τέλος ότι τα στελέχη της τράπεζας στον Βόλο είχαν παραδώσει στη δανειολήπτρια τα στοιχεία που ζητούσε, μόνο που είχαν παραλείψει να πάρουν την υπογραφή της στην παραλαβή!
Τέλος, η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, ενοχλημένη από την επιστολή διαμαρτυρίας της δανειολήπτριας που απαίτησε το αυτονόητο, ανέφερε με εμφανές τιμωρητικό ύφος στην απάντησή της: Πρώτον ότι δεν είναι υποχρεωμένη να απαντά στις καταγγελίες των πολιτών ή να υπεισέλθει στην ουσία της καταγγελίας.
Δεύτερον ότι η δράση της επικεντρώνεται στο να παρεμβαίνει ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας της κάθε καταγγελίας προς τα συμφέροντα του καταναλωτικού κοινού και επειδή η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό δεν είναι υποχρεωμένη να ασχοληθεί, άρα γι’ αυτό η υπόθεση τίθεται στο αρχείο. Τρίτον ότι δεν βοηθά σε τίποτε και δεν αναφέρει πουθενά αν υπάρχει δημόσια υπηρεσία και ποια με αρμοδιότητα να υποχρεώσει την τράπεζα να παραδώσει τα ενημερωτικά στοιχεία του δανείου στη δανειολήπτρια.
Μάλιστα! Υπάρχουν ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία και νομολογία προστασίας του καταναλωτή, υπάρχει κανονιστικό πλαίσιο για τις τράπεζες ορισμένο από την ΤτΕ αλλά αν οι τράπεζες τα παραβιάζουν σε βάρος των πολιτών, δεν είναι κανείς αρμόδιος να τις υποχρεώσει να τα εφαρμόσουν και προπαντός όχι η Γενική Γραμματεία Προστασίας του Καταναλωτή.
Να γιατί έχει χτυπήσει κόκκινο η καταχρηστικότητα στις πρακτικές των τραπεζών στην Ελλάδα, να γιατί ολόκληρη η κοινή γνώμη έχει στραφεί ενάντια στις τράπεζες και στους διαδόχους τους, τους servicers.
Οι διακρίσεις υπέρ των «φίλων» είναι ο κανόνας
Μιλώντας πρόσφατα σε συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου ο Θεόδωρος Καλαντώνης, διευθύνων σύμβουλος της DoValue, που διαχειρίζεται τα «κόκκινα» δάνεια της Eurobank, επιχειρώντας να αποκρούσει την κοινωνική οργή απέναντι στους servicers υποστήριξε ότι κάνουν προσπάθεια να φέρουν σε πέρας τη δύσκολη δουλειά που τους έχει ανατεθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, γιατί εγγυώνται τη διαφάνεια των διαδικασιών, δεν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στους δανειολήπτες, δίνουν λύσεις σε όσους θέλουν να διευθετήσουν τις οφειλές τους με τρόπο που ανταποκρίνεται στις οικονομικές τους δυνατότητες, ακούν τα παράπονα και προσπαθούν να βελτιώνουν τη λειτουργία τους.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, των «κόκκινων» δανειοληπτών και των εκπροσώπων του νομικού κόσμου, ακούγονται διαφορετικές ιστορίες.
Ορμούν στα ακίνητα
Σε ό,τι αφορά τους servicers, που ας μην ξεχνάμε έχουν αποκτήσει τα δάνεια που διαχειρίζονται σε ποσοστά που κυμαίνονται από το 3% ως 20% της λογιστικής τους αξίας, μαθαίνουμε ότι πράγματι επιδεικνύουν μεγάλη ευελιξία και προχωρούν σε μεγάλα κουρέματα της τάξης του 80-90% της (φουσκωμένης από τα πανωτόκια) οφειλής στα δάνεια που δεν έχουν εξασφαλίσεις σε ακίνητα, με δυο λόγια στους δανειολήπτες που δεν έχουν ακίνητη περιουσία.
Αντίθετα, όταν υπάρχει ακίνητη περιουσία οι servicers ζητούν από τον οφειλέτη να πληρώσει πρώτα ένα εφάπαξ μεγάλο ποσό προκειμένου να καθίσουν στο τραπέζι και να συζητήσουν για ρύθμιση, διαφορετικά απειλούν με πλειστηριασμούς, χωρίς καθόλου να λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά του οικονομικά δεδομένα.
Αδιάφορες για την κοινωνία
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, ακόμη χειρότερα, έχουν προηγηθεί χρόνια καταχρηστικών συμπεριφορών. Η ελληνική κοινωνία δεν ξεχνάει ότι για όλη τη δεκαετία της μεγάλης κρίσης, όταν η ελληνική οικονομία κατέγραφε 25% ύφεση, οι επιχειρήσεις έχαναν το 50% του τζίρου τους και πολύς κόσμος έως και το 100% του μισθού του, τα τραπεζικά στελέχη απέκρουαν επίμονα τα παρακάλια των δανειοληπτών για μια βιώσιμη ρύθμιση του χρέους τους από ευθυνοφοβία, αλλά κι επειδή δεν ήταν δικό τους το πρόβλημα. Τα υψηλά επιτόκια υπερημερίας που βάρυναν τις καθυστερημένες οφειλές σήμαιναν ότι όσο καθυστερούσε μια ρύθμιση τόσο αυξανόταν το χρέος του κάθε δανειολήπτη και τόσο περισσότερα είχαν λαμβάνειν οι τράπεζες ή οι μετέπειτα διαχειριστές των δανείων.
Υπέρ των ισχυρών
Σε αντιδιαστολή με ό,τι υποστηρίζει ο επικεφαλής της DoValue, οι διακρίσεις υπέρ των ισχυρών και πολιτικά φίλιων δυνάμεων και σε βάρος των αδύναμων μεροκαματιάρηδων είναι σταθερά του συστήματος, όπως έδειξε π.χ. το γεγονός ότι ο υφυπουργός Οικονομίας Νικόλαος Παπαθανάσης κατάφερε να ξεμπερδέψει με τις αγωγές της Eurobank απαλλασσόμενος από τον ρόλο του εγγυητή εταιρικού δανείου ύψους 2 δισ. ευρώ και καταβάλλοντας ο ίδιος ποσό μόλις 50.000 ευρώ, σε αντιδιαστολή με τη μεροκαματιάρα δικαιούχο κατοικίας του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας που είδε το σπίτι της να βγαίνει σε πλειστηριασμό επειδή είχε εγγυηθεί επαγγελματικό δάνειο 7.000 ευρώ του συζύγου της, το οποίο με τα πανωτόκια είχε φτάσει στις 39.000 ευρώ. Αυτή είναι η πραγματική κατάσταση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα.