Τραγωδία στα Τέμπη: Η οργή της κοινωνίας δεν καταλαγιάζει

Ο καθηγητής του Παντείου Δ. Καλτσώνης και ο ψυχοθεραπευτής Γ. Στυλιαράς εξηγούν το μεγάλο τραύμα νέων και μεγαλύτερων

Την ώρα που η μεγαλειώδης πορεία της 8ης Μαρτίου έφτανε στο τέλος της και τα τελευταία μπλοκ με τους διαδηλωτές κατευθύνονταν προς την Ομόνοια, η αστυνομία, η οποία λίγο νωρίτερα είχε επιτεθεί στους συγκεντρωμένους στο Σύνταγμα, έδωσε στην κυκλοφορία την οδό Πανεπιστημίου. Πανό, πικέτες, κόσμος με λευκά από το Maalox πρόσωπα έγιναν ένα με αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες που έκαναν ελιγμούς περνώντας δίπλα τους και φώναζαν «σπάστε τα όλα».

Το πένθος μετατράπηκε σε οργή. Ανθρωποι κάθε ηλικίας βρέθηκαν στους δρόμους όλης της χώρας ζητώντας άλλοι δικαιοσύνη και άλλοι εκδίκηση για τις 57 ψυχές που χάθηκαν με κρατική ευθύνη.

«Δεν έχουμε εθνικό πένθος, έχουμε ταξικό πόλεμο». Αυτό ήταν ένα από τα κυρίαρχα συνθήματα των διαδηλωτών, οι οποίοι είδαν τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους, τους συμφοιτητές και τους φίλους τους να χάνουν τη ζωή τους για χάρη των συμφερόντων κάποιων που πραγματικά αδιαφορούν για την ασφάλεια των πολιτών. Πόσο μάλλον των πολιτών που χρησιμοποιούν το πιο οικονομικό μέσο μεταφοράς, το τρένο.

Αυτά τα νέα παιδιά που δεν κατάφεραν να πάρουν τους γονείς τους τηλέφωνο και να τους πουν ότι έφτασαν εκπροσωπήθηκαν από τη γενιά τους. Από μια γενιά που κατακρίθηκε όσο καμία για την αδιαφορία της και για την καθήλωσή της μπροστά από τις οθόνες. Μια γενιά που τόσα χρόνια παρακολουθεί άφωνη και μουδιασμένη δικούς της ανθρώπους να στοιβάζονται σε ράντζα νοσοκομείων, που βλέπει τη λίστα για τα ψώνια του σουπερμάρκετ της να συρρικνώνεται. Μια γενιά που κλείστηκε περισσότερο από τους Ευρωπαίους συνομηλίκους της μες στο σπίτι υπό την απειλή της πανδημίας. Μια γενιά που είδε τους φίλους της να πληρώνουν πρόστιμα επειδή κάθισαν στο παγκάκι της πλατείας την περίοδο του lockdown και την οικογένειά της να απελπίζεται με το που έρχεται ο λογαριασμός του ρεύματος. Την ίδια ώρα αυτή η γενιά άκουγε από την πληθώρα των ΜΜΕ ότι όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν, ότι μόνοι υπεύθυνοι είναι οι ίδιοι και η ατομική τους ευθύνη. Για όλα φταίει ο πόλεμος και πλέον για όλα φταίει ένας σταθμάρχης…

Η ανοχή αυτής της γενιάς έφτασε στο τέλος της. Αφησαν στην άκρη την οθόνη, πήραν στα χέρια τους το πανό που γράφει «Είναι κρατική δολοφονία» και από τους δρόμους, όταν δεν φωνάζουν συνθήματα, μετρούν τις μέρες της αφθονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.

«Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της ανοχής»

«Το τραγικό συμβάν στα Τέμπη είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής και της ανοχής. Δεκαετίες διαφθοράς, κλεπτοκρατίας μιας οικονομικής ολιγαρχίας, η βίαιη αφαίρεση κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών με τα αντισυνταγματικά μνημόνια, η περιφρόνηση της βούλησης του λαού μέσω της ακύρωσης του δημοψηφίσματος του 2015, η αστυνομική βία και αυθαιρεσία, οι υποκλοπές, τα “παπαγαλάκια” των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, όλα αυτά και πολλά άλλα οδήγησαν στο λαϊκό ξέσπασμα των ημερών μας» λέει μιλώντας στο Documento ο καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Καλτσώνης και προσθέτει: «Είναι σαν η ψυχή του κάθε νέου, του κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτως ηλικίας, να φωνάζει “φτάνει πια!”, “δεν μπορεί στο όνομα των κερδών των λίγων να θυσιάζεται η ζωή μας”».

Ο καθηγητής συμπληρώνει: «Δεν μου προκαλεί έκπληξη η συμμετοχή της νεολαίας, των μαθητών, των φοιτητών. Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος έρχομαι σε επαφή μαζί τους και διαπιστώνω καθημερινά ότι ασφυκτιούν, προβληματίζονται, αναζητούν διέξοδο από το κοινωνικά άδικο και βάναυσο σύστημα. Μην ξεχνάμε ότι και τη γενιά του Πολυτεχνείου τη θεωρούσαν απολίτικη μέχρι που εισήλθε στο ιστορικό προσκήνιο σαν καθαρτήριος αγέρας».

Παράλληλα ο Δ. Καλτσώνης εξηγεί ότι «στον κυνισμό, στην αναλγησία και απανθρωπιά των κυβερνώντων ένας ολόκληρος λαός, ανεξάρτητα τι ψήφισε χτες ή προχτές, αντιτάσσει την αξιοπρέπεια όχι μόνο του θρήνου αλλά του συλλογικού αγώνα για αλλαγή. Η ύπνωση στην οποία φαινόταν να βρίσκεται ο λαός είναι μόνο προσωρινή. Ερχονται στιγμές που το ψεύδος των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης βρίσκεται σε τόσο κραυγαλέα αντίθεση με την πραγματικότητα που τα καθιστά απολύτως αναξιόπιστα. Το αφήγημά τους καταρρέει, κάποτε εν μια νυκτί. Εχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν αυτό». Στη συνέχεια αναφερόμενος στις ιδιωτικοποιήσεις υπογράμμισε: «Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων αποδείχτηκε στην Ελλάδα αλλά και παντού στον κόσμο ότι είναι αποτελεσματική μόνο για να γεμίζει τα ταμεία των μεγάλων εταιρειών. Στην καθημερινή ζωή των εργαζομένων επιφέρει μόνο φτώχεια, δυστυχία και θάνατο».

«Θα υπάρξει ανάταση λαϊκών κινημάτων και αγώνων»

Αναφερόμενος στο πρόσφατο παρελθόν ο Δ. Καλτσώνης κάνει λόγο για «σκιρτήματα» αντίδρασης, όπως αυτό της μεγάλης διαδήλωσης κατά της αστυνομοκρατίας στη Νέα Σμύρνη και τη μεγάλη νίκη των απεργών διανομέων, ενώ λέει χαρακτηριστικά: «Η Ιστορία προχωρά με διακυμάνσεις. Ενα ξέσπασμα μπορεί να το ακολουθήσει μια περίοδος περισυλλογής, ίσως και απογοήτευσης. Οι κοινωνίες βγάζουν τα συμπεράσματά τους, ωριμάζουν σιγά σιγά, οι συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων αναζητούν άλλοτε αυθόρμητα και άλλοτε οργανωμένα τις εναλλακτικές διεξόδους. Το βέβαιο είναι ότι θα υπάρξει ανάταση των λαϊκών κινημάτων και αγώνων».

Ο καθηγητής, ο οποίος έχει επιχειρήσει να δώσει ένα διάγραμμα διαφορετικής πολιτικής, όπως λέει, μέσα από το βιβλίο του «Μετωπικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση» (εκδ. Κοροντζή), το οποίο έχει συγγράψει με τον καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Θεόδωρο Μαριόλη, αλλά και από το «Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας» (εκδ. Τόπος) που έγραψε με τον συνταγματολόγο Γρηγόρη Αυδίκο και άλλους, εξηγεί: «Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι η μετουσίωση της οργής σε πραγματική εναλλακτική διέξοδο. Αμεσα χρειάζεται η συλλογική αντίσταση. Μακροπρόθεσμα απαιτείται μια ριζική στροφή» και προσθέτει ότι «για να υπάρξει προστασία της ζωής, της ευημερίας του λαού απαιτείται ριζική αναδιανομή του πλούτου σε βάρος της αδίστακτης ολιγαρχίας.

Εργαλεία κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης μπορεί να είναι μόνο η εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, ο λαϊκός έλεγχός τους, ο ολόπλευρος ριζοσπαστικός εκδημοκρατισμός με την υιοθέτηση νέου συντάγματος, η κατάργηση των μνημονίων, η απελευθέρωση από την ΕΕ και τις πολιτικές της, η διεκδίκηση διαγραφής του χρέους».

«Το μαζί που αντιμάχεται τον θάνατο»

Για συλλογικό τραύμα και μεγάλο κοινωνικό σοκ κάνει λόγο από την πλευρά του ο ψυχοθεραπευτής και οικογενειακός θεραπευτής Γιώργος Στυλιαράς μιλώντας στο Documento. «Οι 57 νεκροί, οι δεκάδες πολυτραυματίες και οι ακρωτηριασμένοι –στην πλειονότητά τους νέοι– είναι ένα σοκ για την ελληνική κοινωνία, είναι ένα συλλογικό τραύμα. Η τραγωδία στα Τέμπη χτυπάει πολλά καμπανάκια σε όλους, κάνοντάς μας να αισθανόμαστε πόνο, οργή, συγκίνηση, ανασφάλεια και απογοήτευση» λέει και προσθέτει: «Εμφανίζονται δύο άτυπες ομάδες στην κοινωνία. Οι μεγαλύτερες ηλικίες που ταυτίζονται συναισθηματικά με τους γονείς των θυμάτων και η νεολαία που ταυτίζεται με τα θύματα. Γενικά οι νέοι αισθάνονται ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα, μια χώρα στην οποία δεν έχουν μέλλον. Πλέον εκτός από αυτό αισθάνονται και ότι κινδυνεύουν».

Την ίδια ώρα ο ψυχοθεραπευτής υπογραμμίζει ότι «τα τραύματα δεν θεραπεύονται με τη σιωπή. Οι συγκεντρώσεις και οι διαδηλώσεις είναι ο λόγος, η έκφραση μιας κοινωνίας ζωντανής που αγωνίζεται να επιβιώσει. Είναι το μαζί που αντιμάχεται το άγχος, τη μοναξιά και τον θάνατο».

«Δεν ισχύει η “κακιά στιγμή” γιατί όλες είναι κακές»

«Η Ελλάδα βρίσκεται διαχρονικά σε παρακμή. Η παρακμή αγγίζει όλους τους τομείς και όλους τους θεσμούς. Αυτό δημιουργεί στους πολίτες υπαρξιακά προβλήματα. Η παρακμή αυτή δεν προξενεί απλώς δυσκολίες, δυσφορία και κατάθλιψη, άλλα έχει μπει σε φάση επικίνδυνη σε ατομικό, κοινωνικό και εθνικό επίπεδο. Αυτό είναι το νέο στοιχείο. Κινδυνεύουμε. Χανόμαστε. Το πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί –ΜΜΕ, Δικαιοσύνη– δεν συντονίζονται με την κοινωνία και δεν λειτουργούν για το συμφέρον της. Δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή μας αλλά για την αναπαραγωγή τους και τα ιδιοτελή συμφέροντά τους. Ετσι σήμερα στην Ελλάδα δεν ισχύει η “κακιά στιγμή” γιατί όλες οι στιγμές είναι κακές» σημειώνει ο Γ. Στυλιαράς και αναφερόμενος στο πολιτικό σύστημα επισημαίνει ότι αυτό με τη σειρά του προσπαθεί «να συσκοτίσει τα πράγματα και να ενοχοποιήσει την ίδια την κοινωνία με παραπληροφόρηση, ψέματα, υποκρισία, αδιαφορία. Η δυσπιστία του κόσμου μεγαλώνει, η οργή του κόσμου συνεχίζεται αλλά δεν μπορεί να μετασχηματιστεί δημιουργικά».

Τέλος, τονίζει ότι «ο κόσμος δεν ξέρει ποιον να εμπιστευτεί», κάτι που αποδίδει, όπως λέει στη συνέχεια, την απουσία ενός «αξιόπιστου κοινωνικού και πολιτικού κινήματος. Η εθνική και η κοινωνική αναγέννηση είναι το ζητούμενο», ενώ συμπληρώνει ότι είναι αναμενόμενο να παρατηρηθεί «αύξηση της αποχής από τις εκλογές, εκτονώσεις ατομικές και συλλογικές, εξεγέρσεις μικρές ή μεγάλες».