Τράφικινγκ, κλειστές πόρτες και γραβάτες

Είδαμε την παράσταση «Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον» στο Σύγχρονο Θέατρο

«Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον». Αυτός είναι ο τίτλος του έργου που έγραψε και σκηνοθετεί η Βαλέρια Δημητριάδου από τους C. for Circus στο Σύγχρονο Θέατρο. Παράσταση με δυνατές ερμηνείες, καλοδουλεμένους χαρακτήρες και ιστορία που κόβει την ανάσα. Μια κοπέλα δουλεύει σ’ ένα σινεμά που κινδυνεύει να κλείσει από τα χρέη. Πουλάει ποπ κορν και λεμονάδες ενώ στον ελεύθερο χρόνο της φροντίζει τον αυτιστικό αδερφό της. Μια γνωριμία τη φέρνει αντιμέτωπη με έναν άγνωστο κόσμο.

Το κείμενο επιχειρεί να φωτίσει το θέμα του τράφικινγκ, το οποίο είναι από τις χειρότερες μορφές έμφυλης βίας. Μια πραγματικότητα «αόρατης» φρίκης, κρυμμένης πίσω από τη συγκάλυψη, την αδιαφορία και συχνά την ανοχή των αρχών. Δύο τρανταχτές υποθέσεις τράφικινγκ από την πρόσφατη επικαιρότητα είναι της 12χρονης από τον Κολωνό και της Ε. από την Ηλιούπολη.

Δεν πρόκειται ωστόσο για μεμονωμένες περιπτώσεις. Το τράφικινγκ μαζί με το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών έχουν εξελιχθεί στις πιο επικερδείς παράνομες δραστηριότητες. Κυκλώματα και διακινητές διαθέτουν τεράστια εξουσία, με διασυνδέσεις και άκρες ακόμη και μες στον κρατικό μηχανισμό. Ο νταβατζής δεν έχει μόνο ένα πρόσωπο. Μπορεί να μοιάζει με μπράβο, με εραστή, με λογιστή, με επιχειρηματία. Τα θύματα ζουν σε σπίτια και ξενοδοχεία-κολαστήρια, εγκλωβισμένα και αποκομμένα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, ακόμη και από το ίδιο τους το σώμα. Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι γυναίκες και ανήλικες. Το τράφικινγκ έχει (και) ταξικό πρόσωπο. Στο στόχαστρο βρίσκονται οι πιο ευάλωτες γυναίκες που δεν έχουν χαρτιά, σταθερή δουλειά και υποστηρικτικό κοινωνικό πλαίσιο.

Το θέμα της παράστασης δημιουργεί από τα πρώτα λεπτά ένα σφίξιμο, μια απροσδιόριστη αίσθηση ενοχής στον θεατή. Εχει ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο: οι C. for Circus παρουσιάζουν για πρώτη φορά ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο. Οι έντεκα ηθοποιοί κινούνται με εξαιρετική χημεία πάνω στη σκηνή και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Η δράση ενισχύεται από τη μουσική που παίζεται ζωντανά επί σκηνής. Η υπόθεση είναι σπαρακτική και δημιουργεί έντονη συγκίνηση σε κάποιες σκηνές, όμως η παράσταση καταφέρνει να χωρέσει χιούμορ και τρυφερότητα ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές.

Φεύγοντας από το θέατρο σκεφτόμουν όλες αυτές τις γυναίκες στις γειτονιές του κέντρου με τα δεκάδες «σπίτια» και τους πελάτες που μπαινοβγαίνουν κάθε μέρα από νωρίς το πρωί. Δεν τις βλέπουμε κι όμως είναι εκεί, ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους αυτών των «σπιτιών». Αυτό ακριβώς κάνει η παράσταση. Μεταφέρει με συναίσθημα και ευαισθησία τις ιστορίες τους πίσω από τις κλειστές πόρτες.