Με αφορμή τη συμπλήρωση 203 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση ανατρέχουμε σε μαρτυρίες και απομνημονεύματα, αναζητώντας τις εικόνες και τα συναισθήματα που προκύπτουν από τα κείμενα της εποχής.
Στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εξέδωσε στο Ιάσιο την προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» με την οποία κήρυξε την εξέγερση των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία. Το κείμενο της επίσημης κήρυξης της Επανάστασης ξεκινά ως εξής: «Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι. Οι Σέρβοι, οι Σουλιώται, και όλη η Ήπειρος, οπλοφορούντες μας περιμένωσιν. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μας προσκαλεί».
Οκτώ χρόνια μετά, ο στρατηγός Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του στο Άργος. Το έργο ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1829, την περίοδο που ο οπλαρχηγός υπηρετούσε την Κυβέρνηση Καποδίστρια και η συγγραφή του συνεχίστηκε στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1907 από τον ιστοριοδίφη και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη, ωστόσο αναδείχθηκε μέσα από τη γενιά του ’30 και ιδιαίτερα τον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Μακρυγιάννης γράφει μεταξύ άλλων: «Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζει και πατριωτισμόν και να ζει αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα· το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και διά τούτο, ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι αυτός τα συμφέροντά του εις αυτήνη την πατρίδα, εις αυτήνη την θρησκεία. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αμελεί αυτά· και ο προκομμένος πρέπει να φωνάζει ως προκομμένος την αλήθεια,το ίδιον και ο απλός. Ότι κρικέλα δεν έχει η γης να την πάρει κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός ούτε ο αδύνατος· και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρει το βάρος, και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγει ο αίτιος εγώ· να λέγει εμείς. Ότι βάναμε όλοι τις πλάτες, όχι ένας».
Στο δίτομο έργο «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθακόπουλος), υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, περιγράφει την εποχή του καθώς και τις μνήμες του από τις μεγάλες μάχες της Επανάστασης. Αναφέρει ο Φωτάκος: «Από δε τας αρχάς του Ιανουαρίου του 1821, αφού τα πάντα ωρίμασαν, άρχισαν οι Έλληνες και ήρχοντο εις τα σπίτια τους από τα ξένα, από την Ρωσσίαν, Βλαχίαν, Μολδαυίαν, Κωνσταντινούπολιν, Σμύρνην και από τα άλλα μέρη δια να λάβουν μέρος κατά της αποφασισθείσαν από τους αποστόλους της Εταιρίας ημέραν δια τον αγώνα υπέρ της πατρίδος. […] Όλαις ταις νύκταις οι Έλληνες τουφεξίδες (οπλοποιοί), σιδηρουργοί, ξυλουργοί και άλλοι εδούλευαν κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των τα αναγκαία του πολέμου. Και ήτον εμποδισμένον και αφωρισμένον να κάμνουν μεταξύ τους φιλονεικίας και εξηγήσεις δια τον μέλλοντα σκοπών των. Δια τούτο καθένας εργάζετο κρυφά εις το σπίτι του, διώρθωνε το τουφέκι του, έπλαινε τα πιστόλια του, επήγαινεν εις το λόγκο και έχυνε βόλια με το μονοκάλουπον και καθ’ όλα προετοιμάζετο».
Το καλοκαίρι του 1836 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σε ηλικία 66 χρονών αφηγείται επί δύο μήνες στον Γεώργιο Τερτσέτη περιστατικά από την Ελληνική Επανάσταση. Το βιβλίο εκδόθηκε με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής – Από τα 1770 έως τα 1836», όμως έμεινε γνωστό ως «Τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη».
Λέει λοιπόν μεταξύ άλλων ο Κολοκοτρώνης στον Τερτσέτη: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους».
Περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση, διατί ηθέλαμε συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμε λογαριάσει τη δύναμη την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμε, όπου ετελειώσαμε με καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμε, ηθέλαμε τρώγει κατάρες, αναθέματα».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το προφίλ του ιστορικού και συγγραφέα Γεωργίου Τερτσέτη (κατέγραψε τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη), καθώς υπήρξε ο ένας εκ των δύο δικαστών που έσωσαν τον Γέρο του Μοριά. Συγκεκριμένα, ο Τερτσέτης διορίστηκε από την Αντιβασιλεία δικαστής του έκτακτου στρατοδικείου Ναυπλίου τον Απρίλιο του 1834 στο οποίο δικάζονταν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δ. Πλαπούτας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο Τερτσέτης μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη ήταν οι δύο δικαστές που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη των οπλαρχηγών σε θάνατο, καθώς θεωρούσαν πως η κατηγορία δεν ήταν τεκμηριωμένη.
Η πράξη τους αυτή τους οδήγησε στο δικαστήριο ως κατηγορούμενους. Η απολογία του Τερτσέτη ξεκινά ως εξής: «Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του. Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα».
Και συνεχίζει: «Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ. Φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτους τους Δικαστάς, εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατήριον. Αυτό το προοίμιον όμως αξιόλογα ταιριάζει εις την απολογία μας, επειδή αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν».
Στον επίλογο των απομνημονευμάτων του ο Μακρυγιάννης, πικραμένος από τις εξελίξεις μετά την Επανάσταση, γράφει: «Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε δόξα, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας. […] Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι˙ όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ὁ καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ὁ δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος».