«Τους συγχωρώ όλους αυτούς που με πίκραναν»

«Τους συγχωρώ όλους αυτούς που με πίκραναν»

Αποσπάσματα από τρία βιβλία για τη ζωή της Καίτης Γκρέυ.

Με τον θάνατο της Καίτης Γκρέυ (1924-2025) κλείνει ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, μια περίοδος που σήμερα μοιάζει μυθική και πλέον τόσο μακρινή. Μια προσωπικότητα του βεληνεκούς της Γκρέυ δύσκολα μπαίνει σε καλούπια και ακόμη δυσκολότερα μπορεί να αποδοθεί σε όλο της το εύρος μέσα από περιγραφές και αναλύσεις. Ωστόσο μια καλή εικόνα για την τραγουδίστρια και την εποχή της μπορεί να πάρει κανείς σε άρθρα και βιβλία για το λαϊκό τραγούδι, βιογραφίες και αυτοβιογραφίες των πρωταγωνιστών του. Από αυτά ξεχωρίζουν οι δύο αυτοβιογραφίες της και η μία βιογραφία που ακολουθούν, από τις οποίες παρατίθενται αποσπάσματα, θραύσματα της ζωής και της καλλιτεχνικής της πορείας.

Η Γκρέυ δεν τραγουδούσε πάντα λαϊκά. Στην εδώ και χρόνια εξαντλημένη βιογραφία «Καίτη Γκρέυ» (εκδ. Αιγόκερως) που εκδόθηκε το 1994 ο Γιάννης Φλέσσας δημοσιεύει μεταξύ άλλων και μια συνέντευξή της στο «Έθνος» (20/3/1985), όπου η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια εξηγεί πώς βρέθηκε στο πάλκο.

«Ξεκίνησα από το θέατρο. Πήρα άδεια σαν εξαιρετικό ταλέντο και άρχισα με το ελαφρό τραγούδι στα θέατρα. Με τον Μυρογιάννη, τότε, και με τον Γιάννη Βέλλα. Είχα δύο παιδιά από τον γάμο μου, έπρεπε να ζήσω. Μου λέει τότε ο Μυρογιάννης: “Καίτη μου, εδώ δεν παίρνεις πολλά, πώς θα ζήσεις τα παιδιά σου; Δεν πας στον Βύρωνα, στα Αραπάκια, που δίνουνε καλύτερα λεφτά;” Ήταν τότε εκεί ο μακαρίτης ο Χρηστάκης, ο Λαουτάρης κι ο Άκης Πάνου. Έκανα πρόβες ένα απόγευμα εκεί και το ίδιο βράδυ βγήκα στην πίστα και τραγούδησα… Βαριά λαϊκά τραγούδια, έτσι, με τη μία! Μου πετάξανε αμέσως χαρτούρα. Τότε είπα μέσα μου: “Καίτη, εδώ είσαι εσύ, μόνο εδώ θα ζήσουμε σαν άνθρωποι”. Και έτσι έμεινα στα λαϊκά μαγαζιά και αφοσιώθηκα στο λαϊκό τραγούδι…».

Στα 59 της η Καίτη Γκρέυ θέλησε να καταγράψει σε βιβλίο όσα είχε ζήσει. Έτσι, τον Μάρτιο του 1983, με την επιμέλεια του Γιώργου Χρονά, κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Αυτή είναι η ζωή μου» (εκδ. Οδός Πανός). Σε αυτό η μεγάλη ερμηνεύτρια μιλάει μεταξύ άλλων την περίοδο που έκανε επιτυχία με το «Βουνό» του Λουκά Νταράλα.

«Πήγα με τον Μπιθικώτση και τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω στον Κήπο του Αλλάχ. Δούλεψα μαζί τους και θυμάμαι, τότε, ότι ερχότανε ουρά ο κόσμος για να ακούσει αυτή που τραγουδάει το “Βουνό”. Κι όταν με δείχνανε και λέγανε ότι αυτό το κοριτσάκι το τραγουδάει; –δεν πιστεύανε ότι αυτό το κοριτσάκι που τότε δεν ήτανε ούτε σαράντα οκάδες, μπορούσε να ’χει αυτή τη φωνή μ’ αυτή την έκταση τη μεγάλη. Τους φαινότανε πάρα πολύ περίεργο. Μετά μ’ έψησε ο Κλουβάτος, τον οποίο λάτρευα, να πάω μαζί του στον Ζέφυρο ένα πολύ καλό μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο. Πήγα πράγματι μαζί του γιατί ο Γεράσιμος ήτανε ο καλύτερός μου φίλος και ο ωραιότερος συνθέτης κι ο ωραιότερος συνάδελφος που γνώρισα».

Τότε ήταν που γνώρισε τον Στέλιο Καζαντζίδη. Όπως περιγράφει στο ίδιο βιβλίο:

«Μια μέρα του λέω, Γεράσιμε, ποια είναι αυτή η γυναίκα που έρχεται και της δίνεις λεφτά και της μιλάς; Μου λέει αυτή είναι η μάνα μιανού καινούργιου τραγουδιστή που είναι φυλακή και είναι πάρα πολύ φτωχιά. Λέω, γιατί είναι φυλακή; Μου λέει, να, τον ενοχοποίησε ένας λοχίας συνάδελφός του, είχε μια γκόμενα ο Καζαντζίδης και του την πήρε ο λοχίας και για να τον ενοχοποιήσει του έβαλε στο τσεπάκι του χιτώνιου χασίσι και το βρήκανε και τώρα είναι υπόδικος, θα περάσει στρατοδικείο σε λίγες μέρες. Λέω σε ποια φυλακή είναι αυτός ο στρατιώτης; Μου λέει, στη Μακρόνησο. […] Ένα βράδυ, λοιπόν, που πήγα στο μαγαζί, με παίρνει απ’ το χέρι ο Γεράσιμος και μου λέει, έλα να σε γνωρίσω με το φανταράκι, που του στέλναμε τα τσιγάρα».

Η χρυσή πορεία της έχει αρχίσει. Μεταξύ των σημαντικών μουσικών με τους οποίους ήρθε εκείνη την περίοδο σε επαφή είναι ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος τη σύστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη. Όπως περιγράφει στην εδώ και χρόνια εξαντλημένη αυτοβιογραφία της με τίτλο «Καίτη Γκρέυ. Έτσι όπως τα έζησα» (εκδ. Άγκυρα) το οποίο έχει επιμεληθεί ο δημοσιογράφος Νίκος Νικόλιζας, ο Τσιτσάνης είχε ακούσει τη φωνή της και είχε ενθουσιαστεί. Έτσι μια μέρα τηλεφώνησε στον Μηλιόπουλο της Columbia για να ηχογραφήσει το «Για κοίτα κόσμε». Εκείνη τη μέρα ξεκίνησε η συνεργασία τους. Όπως η ίδια αναφέρει:

«Μέχρι τότε, τον Βασίλη δεν τον ήξερα προσωπικά, αλλά μου άρεσαν πάρα πολύ τα τραγούδια του. Πήγα λοιπόν και τον βρήκα στην Αχαρνών. Εκεί που έμενε πρώτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μου είχαν πει ποιο τραγούδι θα πω. Ο Βασίλης, λοιπόν, αφού μρ καλοδέχτηκε και μου έκανε διάφορα κομπλιμέντα για τη φωνή μου, άρχισε να μου λέει για το τραγούδι που είχε γράψει.

• Καιτούλι, όταν το έγραφα, εσένα σκεφτόμουν. Εσύ μόνο μπορείς να το πεις με νάζι και με τόσο ψηλές νότες.

• Γιατί όχι, κύριε Βασίλη;

Άρχισε λοιπόν με το μπουζούκι του να παίζει και να σιγοτραγουδάει. Μαζί του δοκιμάζω τη φωνή μου και εγώ. Πάνω στο τραγούδι και τις νότες, δουλεύαμε αρκετές ώρες!

• Καιτούλι, όχι έτσι, έτσι, μου έλεγε μέχρι να γίνει έτσι όπως εκείνος ήθελε να το πω.

Όταν εντέλει είναι ικανοποιημένος, δίνουμε ραντεβού σε δύο μέρες να πάμε στην Columbia για τη γραμμοφώνηση. Εγώ τότε, επειδή τα μάθαινα πολύ εύκολα τα κομμάτια, με είχαν βγάλει “μαγνητόφωνο”. Κάναμε δυο πρόβες με τον Βασίλη και την ορχήστρα και το γραμμοφωνήσαμε. Τότε έγινε πανικός. Η αποθέωση του τραγουδιού. Έτσι, με τον Βασίλη, μετά από αυτή τη μεγάλη επιτυχία γίναμε μια οικογένεια».

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης τής έγραψε τραγούδια για την ξενιτιά, όπως το «Βουνό είναι ο πόνος μου, καμίνι ο καημός μου» που αγαπήθηκε από τους Έλληνες της Αμερικής. Η ίδια σκιαγραφεί στο ίδιο βιβλίο την περίοδο εκείνη ως εξής:

«Η Σπηλιά έκανε εγκαίνια στην 8η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας τα ελληνικά νυχτερινά κέντρα με μπουζούκια. Στη συγκεκριμένη λεωφόρο λοιπόν υπήρχαν έντεκα μπουζουξίδικα. Όμως, δεν μπορώ να πω πως είχα την καλύτερη εντύπωση την πρώτη φορά που πήγα. Έκανα πρεμιέρα στη θρυλική Σπηλιά. Μαζί μου ο Γιάννης ο Παλαιολόγου. Οι επιχειρηματίες που είχαν όμως τη Σπηλιά δεν μας συμπεριφέρονταν με τον καλύτερο τρόπο.

»Ο ένας απ’ αυτούς μάλιστα ήταν καψούρης μαζί μου κι εγώ δεν περνούσα καλά. Σε κάποια συμπλοκή χτύπησαν και τον Γιάννη, και εγώ δεν άντεχα τέτοια σκηνικά. Πήγα αμέσως στο ελληνικό προξενείο και τα είπα όλα. Μάζεψα όλα μου τα πράγματα και έτσι αποφάσισα να φύγω “νύχτα” την πρώτη φορά που πήγα. Έφυγα με το πλοίο Άννα Μαρία. Μετά από πέντε ώρες το πήραν χαμπάρι οι επιχειρηματίες ότι εγώ την κοπάνησα με το πλοίο. Μου τηλεφώνησαν στο πλοίο, εκβιάζοντάς με γι’ αυτά που τους έκανα. Τους έβρισα άσχημα και έκλεισα το τηλέφωνο. Είχα τρομοκρατηθεί. Κάναμε να φτάσουμε στην Ελλάδα δώδεκα ολόκληρες μέρες. Όμως, η αλήθεια είναι πως ο κόσμος της Αμερικής με λάτρεψε και θυμάμαι που οι επιχειρηματίες με είχαν βγάλει με το παρατσούκλι “Ο φόβος και ο τρόμος της 8ης λεωφόρου”».

Για κλείσιμο κρατάμε τα λόγια της από το «Αυτή είναι η ζωή μου».

«Η ζωή μου έκλεισε δεν είμαι πια μικρό κοριτσάκι. Δεν παντρεύτηκε πια, ούτε και σκέφτομαι να παντρευτώ ούτε που το σκέφτομαι πια. Ίσως επειδή ψάχνω να βρω το τέλειο. Η μανούλα μου μού ’λεγε, κορίτσι μου ψάχνεις να βρεις το τέλειο και το τέλειο δεν υπάρχει, δεν θα το βρεις ποτέ. […] Πολλές φορές σ’ αυτό το πελώριο σπίτι που έχω, γυρίζω μόνη μου και αναρωτιέμαι όλα αυτά που έκανα γιατί τα έκανα; Αλλά μετά, επειδή είμαι μάνα και η μάνα πάντα ξέρει να συγχωρεί και τις πίκρες και να δέχεται τις χαρές, τους συγχωρώ όλους, όλους αυτούς που με πίκραναν».

Διαβάστε επίσης

Νέο καμπανάκι για τη στρεβλή ανάπτυξη

Προεδρία της Δημοκρατίας: Αντίστροφη μέτρηση για την πρώτη ψηφοφορία – Τα… κουκιά για Τασούλα, Κατσέλη και Γιαννίτση

«Δεν έχω οξυγόνο»: Σε 98 πόλεις της Ελλάδας και σε 13 του εξωτερικού οι συγκεντρώσεις για το έγκλημα των Τεμπών

Σφαγή πάνω από το «πτώμα» της Υγείας – Αυτή την Κυριακή στο Documento

Χίος: «Θα δεις τι θα πάθεις αν μιλάς» – Απειλές σε κατοίκους που είναι εναντίον των εξορύξεων αντιμονίου

Documento Newsletter