Τους έβαλαν σκόπιμα σε ρότα θανάτου

Τους έβαλαν σκόπιμα σε ρότα θανάτου

Ναυάγιο που θυμίζει την εγκληματική «απώθηση» στο Φαρμακονήσι. Οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η Ελλάδα είχε υποχρέωση διάσωσης αλλά δεν έστειλε το σύγχρονο ναυαγοσωστικό από το Γύθειο

Σε εν ψυχρώ έγκλημα με ηθικό και φυσικό αυτουργό τις ελληνικές αρχές που εφαρμόζουν πιστά την πολιτική της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη για το προσφυγικό εξελίσσεται η υπόθεση του φριχτού ναυαγίου στην Πύλο που παρέσυρε στον θάνατο εκατοντάδες ανθρώπους τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου.

Η συνειδητή επιλογή των ελληνικών αρχών να εφαρμόσουν την τακτική της μη διάσωσης, παρακολουθώντας από απόσταση ένα υπέρφορτο «καρυδότσουφλο» να πλέει και να οδηγεί δεδομένα στον θάνατο εκατοντάδες απελπισμένους ανθρώπους, εκθέτει πλέον τη χώρα διεθνώς καθώς το περιστατικό συνέβη εντός της περιοχής ευθύνης της για έρευνα και διάσωση (SAR).

Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα: Γιατί οι αρχές δεν εφάρμοσαν τα σχέδια και τα πρωτόκολλα διάσωσης ενός πλοίου που βρισκόταν ξεκάθαρα σε κίνδυνο και το οποίο παρακολουθούσαν στενά; Είχαν πράγματι βασικό στόχο να συνοδεύσουν το αλιευτικό μέχρι να εισέλθει στην περιοχή ευθύνης της Ιταλίας και να μετατραπεί αυτομάτως σε «δικό τους πρόβλημα», αδιαφορώντας αν αυτό προκαλέσει τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων;

Το κυριότερο όμως ερώτημα ανακύπτει από την παραδοχή στην οποία εξαναγκάστηκε να προχωρήσει το Λιμενικό Σώμα αργά το απόγευμα της Παρασκευής, όταν σε ανακοίνωση παραδέχτηκε ότι το σκάφος του λιμενικού είχε προσδεθεί με σχοινί με το αλιευτικό των μεταναστών. Εφόσον αυτό είναι πλέον δεδομένο, το ερώτημα είναι αν οι ελληνικές αρχές όχι μόνο δεν απέτρεψαν τον θάνατο τόσων αθώων, αλλά αν οι κινήσεις τους τον προκάλεσαν.

Στο περιθώριο όλων αυτών ο εισαγγελέας του Αρειου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος έδωσε για μία ακόμη φορά, κατά την προσφιλή του μέθοδο, «σήμα» προς όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές για… θεσμική ομερτά σχετικά με το ναυάγιο, ακολουθώντας το παράδειγμα του ναυαγίου του Φαρμακονησίου το 2014 που κατέληξε σε καταδίκη της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, αλλά και την πρακτική με την οποία επέβαλε σιγή ασυρμάτου στις υποθέσεις των υποκλοπών και των Τεμπών.

Υποχρέωση της Ελλάδας η διάσωση

Το ρεπορτάζ του Documento απέδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι το αλιευτικό σκάφος στο οποίο επέβαιναν οι πρόσφυγες βρισκόταν εντός της ελληνικής ζώνης έρευνας και διάσωσης, όπως ορίζεται από τους σχετικούς χάρτες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO). Συνεπώς η Ελλάδα δεν είχε δικαίωμα αλλά υποχρέωση διάσωσης των προσφύγων, ιδιαίτερα εφόσον η επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ήταν πρόδηλη. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα δήλωσε το 1975 την περιοχή ευθύνης της για ναυτική έρευνα και διάσωση (στον τότε Διακυβερνητικό Ναυτιλιακό Συμβουλευτικό Οργανισμό – IMCO, μετέπειτα Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό – ΙΜΟ).

Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα έχει υπογράψει συμφωνίες για συνεργασία σε θέματα ναυτικής έρευνας και διάσωσης τόσο με την Ιταλία (2000) όσο και με τη Μάλτα (2008) και την Κύπρο (2014), στις οποίες ρητά ορίζεται ότι η εν λόγω ελληνική περιοχή ευθύνης συμπίπτει με το FIR Αθηνών, ενώ εκκρεμεί η υπογραφή αντίστοιχων συμφωνιών και με τα άλλα γειτονικά κράτη.

Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διασώσει όσους επέβαιναν στο αλιευτικό ανακύπτει ακόμη εντονότερα από την αποκαλυπτική απάντηση της Ιταλικής Ακτοφυλακής αποκλειστικά στο Documento, η οποία ξεκαθαρίζει πως «έχοντας επιβεβαιώσει ότι το σκάφος ήταν στην περιοχή ευθύνης για έρευνα και διάσωση σε ελληνικά ύδατα, 60 ναυτικά μίλια από την ελληνική ακτή και 260 ναυτικά μίλια από την ιταλική ακτή, το επιχειρησιακό κέντρο –όπως ήταν αναμενόμενο– επικοινώνησε αμέσως με την Ελληνική Ακτοφυλακή, παρέχοντάς της όλες τις πληροφορίες που θα χρησίμευαν στις επιχειρήσεις διάσωσης».

Ρώμη διαψεύδει Αθήνα μέσω Documento

Η Ιταλική Ακτοφυλακή με την εκτενή αναφορά της που απέστειλε αποκλειστικά στο Documento την Παρασκευή δείχνει ευθέως τις ευθύνες της Αθήνας για το γεγονός ότι οι εκατοντάδες άνθρωποι που επέβαιναν στο πλοιάριο δεν διασώθηκαν ποτέ. Αυτό που προκύπτει από την ενημέρωση των ιταλικών αρχών προς το Documento είναι ότι αυτές είχαν ενημερώσει εγκαίρως τις ελληνικές, οι οποίες με τη σειρά τους έστειλαν δύο παραπλέοντα εμπορικά πλοία για διάσωση, χωρίς όμως τελικά, και όπως αποδεικνύεται από την πραγματικότητα, να δώσουν ποτέ τη σχετική σωτήρια εντολή.

Συνεπώς, οι ελληνικές αρχές, παρά το γεγονός ότι είχαν στη διάθεσή τους όλες τις πληροφορίες καθώς και τις εκτιμήσεις των Ιταλών για περίπου 750 επιβάτες και γνωρίζοντας ότι απαιτείται διάσωση, επέλεξαν να τους παρακολουθούν να πνίγονται.

Το ιστορικό που περιγράφουν οι ιταλικές αρχές στο Documento έχει ως εξής: η Ιταλική Ακτοφυλακή είχε λάβει email το πρωί της Τρίτης 13 Ιουνίου που ανέφερε ότι υπήρχε πλοίο σε δυσκολία, χωρίς όμως να αναφέρεται η θέση του αλλά μόνο ο αριθμός ενός δορυφορικού τηλεφώνου. Μετά τον εντοπισμό και την επιβεβαίωση ότι το σκάφος βρισκόταν σε περιοχή ελληνικής αρμοδιότητας το ιταλικό επιχειρησιακό κέντρο παρείχε όλες τις πληροφορίες στην Ελληνική Ακτοφυλακή, δίνοντας τις πληροφορίες που είχε για το πλοίο.

«Θεατής» το μεγαλύτερο ναυαγοσωστικό της χώρας

Οι θέσεις των ιταλικών αρχών αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία αν συσχετιστούν με την αποκάλυψη του Documento ότι στο λιμάνι του Γυθείου, πολύ κοντά δηλαδή στο σημείο της βύθισης, βρισκόταν ελλιμενισμένο ένα από τα μεγαλύτερα και πιο υπερσύγχρονα ναυαγοσωστικά πλοία που διαθέτει η χώρα.

Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από το στίγμα του ναυαγοσωστικού «Aigaion Pelagos», ενός από τα τέσσερα καλύτερα και μεγαλύτερα ναυαγοσωστικά σκάφη στην Ελλάδα και από τα καλύτερα στην Ευρώπη, φαίνεται πως το Ενιαίο Κέντρο Επιχειρήσεων επέλεξε να το αφήσει «παροπλισμένο» κατά τις κρίσιμες ώρες του ναυαγίου.

Ολες τις ώρες που το λιμενικό παρακολουθούσε το αλιευτικό να οδηγεί σε μαρτυρικό θάνατο εκατοντάδες απελπισμένους το ναυαγοσωστικό «Aigaion Pelagos» παρέμενε μακριά από το σημείο. Συγκεκριμένα, το υπερσύγχρονο ναυαγοσωστικό βρισκόταν από τις 18 Μαΐου 2023 στο λιμάνι του Γυθείου. Σύμφωνα με πλατφόρμα καταγραφής γεωγραφικών στιγμάτων πλοίων, το «Aigaion Pelagos» αναχώρησε από το λιμάνι του Γυθείου στις 24.03 της 14ης Ιουνίου, περίπου δύο ώρες προτού βυθιστεί το αλιευτικό. Αφού κινήθηκε αρχικά προς την περιοχή του Αρχαγγέλου και στη συνέχεια προς την περιοχή της Πλύτρας, το «Aigaion Pelagos» κατέπλευσε στις 04.45 της 14ης Ιουνίου 2023 στο λιμάνι του Γυθείου, όπου και παρέμεινε μέχρι και αργά το βράδυ της Παρασκευής.

Κλειδί στην υπόθεση το σχοινί

Εφιαλτική τροπή σχετικά με τις εγκληματικές ευθύνες των ελληνικών αρχών για τον πνιγμό εκατοντάδων ανθρώπων έδωσαν οι ίδιοι οι επιζώντες του ναυαγίου, οι οποίοι μιλούσαν από τις πρώτες ώρες για επιχείρηση ρυμούλκησης του αλιευτικού από το σκάφος του λιμενικού.

Το απόγευμα της Παρασκευής και υπό τον φόβο ότι υπάρχουν οπτικά ντοκουμέντα που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν την εφιαλτική πραγματικότητα, το Λιμενικό Σώμα με ανακοίνωσή του παραδέχτηκε επιτέλους ότι πράγματι το σκάφος του «προσέγγισε και έριξε ένα μικρό κάβο στο Α/Κ προκειμένου να διαπιστώσει την υφιστάμενη κατάσταση του σκάφους και των επιβαινόντων. Αυτή η διαδικασία διήρκεσε λίγα λεπτά και εν συνεχεία αφού λύθηκε ο μικρός κάβος από τους ίδιους τους μετανάστες το ΠΠΛΣ απομακρύνθηκε και παρακολουθούσε το Α/Κ από κοντινή απόσταση». Προκαλεί πολλά ερωτήματα το γιατί λίγο νωρίτερα ο εκπρόσωπος Τύπου του ΛΣ Νίκος Αλεξίου είχε αρνηθεί κατηγορηματικά ότι το λιμενικό χρησιμοποίησε οποιουδήποτε είδους σχοινί.

Ανάμεσα στην κατηγορηματική άρνηση και την ωμή παραδοχή του ΛΣ για την πρόσδεση με σχοινί είχε μεσολαβήσει δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Ηλία Σιακαντάρη, ο οποίος επιβεβαίωσε τις μαρτυρίες των επιζώντων ότι το σκάφος του λιμενικού πέταξε σχοινί στο αλιευτικό λίγο προτού σημειωθεί το ναυάγιο.

Στην ανακοίνωσή του το ΛΣ δεν διευκρινίζει ούτε το μέγεθος του σχοινιού ούτε την καταλληλότητά του ούτε τον ακριβή σκοπό για τον οποίο το πέταξαν. Πώς το σχοινί δηλαδή θα βοηθούσε στο να διαπιστωθεί η «υφιστάμενη κατάσταση»;

Μάλιστα η στάση του λιμενικού, ότι ανέκρουσε πρύμναν, φαίνεται να σχετίζεται με πληροφορίες ότι υπάρχει βίντεο από τις ιταλικές αρχές και τη Frontex στο οποίο καταγράφεται η απόπειρα ρυμούλκησης του αλιευτικού.

Λίγο πριν από την παραδοχή του λιμενικού σχετικά με το σχοινί, το οποίο φυσικά δεν αναφερόταν στα πρώτα δελτία Τύπου, ο προκλητικός εκπρόσωπος της ΝΔ Ακης Σκέρτσος είχε αποκαλέσει ειρωνικά «εμπειρογνώμονα – ανακριτή ναυαγίων» τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, επειδή ο τελευταίος έκανε στοχευμένες ερωτήσεις τόσο προς τους υπηρεσιακούς υπουργούς που συνάντησε στην Καλαμάτα όσο και προς τους ίδιους τους επιζώντες, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι που αποκάλυψαν το θέμα της πρόσδεσης.

Οπως συνέβη στο Φαρμακονήσι

Το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου θυμίζει την τραγωδία με τους έντεκα νεκρούς στο Φαρμακονήσι το 2014, όταν και πάλι είχε επιχειρηθεί ρυμούλκηση πλοιαρίου από το λιμενικό με σκοπό την απώθηση από τα ελληνικά ύδατα. Με την πείρα που υπάρχει μετά την καταδίκη της Ελλάδας για το εν λόγω ναυάγιο στο Φαρμακονήσι τίθεται το σοβαρό ερώτημα αν το συγκεκριμένο σχοινί στο ναυάγιο της Πύλου θα μπορούσε να έχει προκαλέσει την ανατροπή του αλιευτικού σκάφους.

Προς επίρρωση αυτού του ερωτήματος αξίζει να σημειώσουμε όσα είχε δηλώσει στο Documento ο ναύαρχος ε.α. του ΛΣ Νίκος Σπανός, προτού καν αποκαλυφθεί το γεγονός της πρόσδεσης: «Ρυμούλκηση δεν μπορούμε να κάνουμε γιατί είναι επικίνδυνο, δεδομένου ότι ένα τέτοιο σκάφος, αν πήγαινε το μικρό σκάφος του λιμενικού να το ρυμουλκήσει, πιθανόν να έσπαγε και το σκάφος του λιμενικού· είναι επικίνδυνο και για το σκάφος του λιμενικού και για τους επιβαίνοντες. Μη μας πουν γιατί δεν κάναμε ρυμούλκηση, απαγορεύεται αυτό, έτσι;».

Εκτός ραντάρ ο υπηρεσιακός υπουργός

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο υπηρεσιακός υπουργός Ναυτιλίας, πρ. αρχηγός του Λιμενικού Σώματος και ναύαρχος ε.α. Θεόδωρος Κλιάρης είναι εξαφανισμένος από την ημέρα του ναυαγίου, αρνούμενος να δώσει απαντήσεις για τις αναμφισβήτητες ευθύνες του Λιμενικού Σώματος και του Ενιαίου Κέντρου Επιχειρήσεων.

Ο κ. Κλιάρης, ο οποίος ήταν αρχηγός του ΛΣ από το 2019, θεωρείται από πολλούς ως ο κύριος εκφραστής της τακτικής των διαβόητων pushbacks στο Αιγαίο, τα οποία έχουν εκθέσει ανεπανόρθωτα την Ελλάδα στο εξωτερικό. Αν αυτή η εκτίμηση πράγματι ισχύει, η δημόσια τοποθέτησή του για τα γεγονότα στην Πύλο αποκτά ακόμη πιο επιτακτικό χαρακτήρα.

Είναι αποτέλεσμα της σκληρής γραμμής Κλιάρη η επιλογή της μη διάσωσης που φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι ακολούθησε η Ελλάδα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου; Το γεγονός, πάντως, ότι η θέση του ως υπηρεσιακού υπουργού δεν συνεπάγεται και έλλειψη πολιτικής ευθύνης για τους χειρισμούς των υπηρεσιών που βρίσκονται υπό την ηγεσία του είναι αναμφισβήτητο. Από τις αλαζονικές (μη) απαντήσεις του στο Documento το βράδυ της Παρασκευής προκύπτει ότι δεν έχει κατανοήσει το βάρος των ευθυνών του.

Συγκεκριμένα, για τη μη διάσωση ο κ. Κλιάρης παρέπεμπε στις διαβεβαιώσεις των επιβαινόντων πως «επιθυμούν να πλεύσουν προς Ιταλία και δεν ήθελαν καμία συνδρομή από την Ελλάδα» και στα δελτία Τύπου. Στο ερώτημα του Documento
αν είναι συνομιλητής ο δουλέμπορος, ο υπηρεσιακός υπουργός ισχυρίστηκε: «Προφανώς… Σε αυτό το λαθρεμπορικό μιλάς με κάποιον που σηκώνει το τηλέφωνο μέσα στο σκάφος. Αρα αν ήταν κάποιος δουλέμπορος ή ήταν κάποιος από τους μετανάστες, δεν το ξέρεις εκείνη την ώρα τι είναι». Απάντηση δεν έδωσε επίσης ούτε στο ερώτημα για την πρόσδεση του αλιευτικού με το πλωτό του λιμενικού.

Πάντως η υπηρεσιακή κυβέρνηση… «ακούει γνώμες». Αυτό τουλάχιστον αναφέρει το πρωτάκουστο δελτίο Τύπου του Γραφείου του Πρωθυπουργού που αναφερόμενο στο ναυάγιο υποστηρίζει ότι «η κυβέρνηση ακούει, καταγράφει και αξιολογεί με προσοχή όλες τις σχετικές πληροφορίες, γνώμες και απόψεις, η θέση της όμως είναι ότι επαφίεται στα αρμόδια εντός κράτους δικαίου όργανα και ιδίως στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη να εκφέρουν θεσμικά οριστική κρίση».

Ναύαρχοι του λιμενικού δίνουν απαντήσεις

Πάντως, σε αντίθεση με τον πρώην συνάδελφό τους που τώρα έγινε υπηρεσιακός υπουργός Ναυτιλίας, άλλα αποστρατευμένα υψηλόβαθμα στελέχη του ΛΣ σπάνε την εκκωφαντική σιωπή των πραγματικών υπευθύνων και δίνουν τις δικές τους εκτιμήσεις για τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν στο τραγικό ναυάγιο.

Σε δηλώσεις του στο Documento ο ναύαρχος ε.α. του ΛΣ Νίκος Σπανός τονίζει ότι «η έρευνα και η διάσωση της ανθρώπινης ζωής που κινδυνεύει στη θάλασσα δεν είναι δυνητική παροχή του παράκτιου κράτους, αλλά ουσιαστική υποχρέωσή του».

Μάλιστα εξηγεί ότι «όταν μπαίνει ένα σκάφος εντός FIR Αθηνών, το οποίο είναι σαπιόπλοιο, ένα πλωτό νεκροταφείο, έχει τόσους ανθρώπους από πάνω σαν τα σταφύλια και άλλους τόσους από κάτω, το σκάφος αυτό κινδυνεύει. Κινδυνεύει επειδή ήταν ακυβέρνητο, χωρίς πηδάλιο, που σημαίνει ότι το σκάφος το παρασύρει το ρεύμα και θα πρέπει να ενεργήσω για να μην το πάρουν το ρεύμα και ο αέρας», ενώ συμπληρώνει ότι ένα τέτοιο πλοίο αποτελεί κίνδυνο και για άλλα διερχόμενα πλωτά μέσα. Σε ερώτηση του Documento ποια θα ήταν τα βήματα που θα ακολουθούσε ο ίδιος, ο κ. Σπανός τονίζει ότι θα έδινε εντολή σε όλα τα παραπλέοντα μικρότερα σκάφη να προσεγγίσουν το σημείο για να περισυλλέξουν τους επιβάτες προτού το σκάφος αρχίσει να βυθίζεται και στη συνέχεια με ειδικά ρυμουλκά και όχι με τα σκάφη του λιμενικού θα επιχειρούσε να φέρει το αλιευτικό σε ασφαλές αγκυροβόλιο.

«Αυτά τα πλοία είναι φαντάσματα, είναι νεκροταφεία. Δεν έχουν ούτε πιστοποιητικά ούτε αξιοπλοΐα ούτε τίποτε. Τα έχουν για σκραπ και τα χρησιμοποιούν στους αθώους αυτούς ανθρώπους» καταλήγει ο κ. Σπανός.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο υποναύαρχος του ΛΣ ε.α. Θρασύβουλος Σταυριδόπουλος, ο οποίος σε δηλώσεις του στο Documento τονίζει: «Εκ της εμπειρίας μου θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να έχει συγκεντρωθεί από πριν ένας σημαντικός αριθμός μικρών σκαφών, όπως λάντζες και μικρά ρυμουλκά/ναυαγοσωστικά, που να μπορούν να πάρουν άμεσα από τη θάλασσα όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους».

Ο κ. Σταυριδόπουλος τονίζει πάντως την πεποίθησή του ότι «υπό τις συνθήκες που ανατράπηκε το αλιευτικό, και δεδομένου ότι βυθίστηκε τάχιστα, τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν τη συγκεκριμένη στιγμή».

«Αυτά που έχουν ακουστεί για κάποιο ή κάποια σχοινιά που τυχόν επηρέασαν την ισορροπία του αλιευτικού δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ισχύουν και μάλιστα όταν δεν γνωρίζουμε καν για τι είδους και μεγέθους σχοινί μιλάμε. Μόνο όταν και αν δοθούν αρμοδίως οι καταγραφές από τη βιντεοκάμερα του περιπολικού σκάφους του ΛΣ, εφόσον έγιναν καταγραφές, θα γνωρίζουμε αν αυτά ισχύουν. Τα σκάφη του ΛΣ, εξ όσων γνωρίζουμε, σήμερα διαθέτουν τέτοιον εξοπλισμό για να καταγράφουν τα ποικίλα περιστατικά που αντιμετωπίζουν» καταλήγει στο σχόλιό του προς το Documento ο ναύαρχος ε.α. Θρ. Σταυριδόπουλος.

«Ρεσάλτο» προβλέπει ο κανονισμός

Αίσθηση προκάλεσε η αναφορά του πρώην υπ. Μετανάστευσης Νότη Μηταράκη, ο οποίος υποστήριξε ότι «το ελληνικό λιμενικό δεν μπορεί προληπτικά να σταματήσει ένα σκάφος για έλεγχο για μια παράνομη πράξη όπως είναι η παράνομη μετανάστευση, εκτός χωρικών υδάτων».

Ωστόσο, το άρθρο 7 του κανονισμού 656/2014 του ΕΚ και ΕΣ προβλέπει ότι αν το κράτος-μέλος ζητήσει πληροφορίες σχετικά με το σκάφος και τους επιβαίνοντες, και πριν ακόμη βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την υποψία ότι πρόκειται για παράνομη μεταφορά μεταναστών, ένα από τα επόμενα βήματα στο οποίο δύναται να προχωρήσει (παράγραφος 1, σημείο β) είναι το εξής: «ανάσχεση του σκάφους, επιβίβαση σε αυτό και διεξαγωγή ερευνών με αντικείμενο το ίδιο το σκάφος, το φορτίο του και τους επιβαίνοντες, καθώς και ανάκριση των επιβαινόντων και ενημέρωσή τους ότι τα πρόσωπα που κυβερνούν το σκάφος ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κυρώσεις για διευκόλυνση του ταξιδιού».

Η απάντηση της Ιταλικής Ακτοφυλακής στο Documento

«Οσον αφορά τα νέα σχετικά με το αλιευτικό σκάφος που βυθίστηκε στη ζώνη SAR της Ελλάδας, πρέπει να σημειωθεί ότι το Ιταλικό Συντονιστικό Κέντρο Θαλάσσιων Διασώσεων (IMRCC) ήταν δέκτης, το πρωί της 13ης Ιουνίου, ενός email που ανέφερε την ύπαρξη ενός πλοίου σε δυσκολία με περίπου 750 μετανάστες επιβιβασμένους. Δεν παρασχέθηκε θέση στην αναφορά, αλλά μόνο ο αριθμός ενός δορυφορικού τηλεφώνου που ήταν παρόν στο πλοίο. Το Επιχειρησιακό Κέντρο της Ακτοφυλακής στη Ρώμη, έχοντας λάβει την επικοινωνία, ήρθε σε επαφή με τον αναγραφόμενο αριθμό, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε τις διαδικασίες για τον εντοπισμό του δορυφορικού τηλεφώνου. Εχοντας επιβεβαιώσει ότι το σκάφος ήταν στην περιοχή ευθύνης για έρευνα και διάσωση σε ελληνικά ύδατα, 60 ναυτικά μίλια από την ελληνική ακτή και 260 ναυτικά μίλια από την ιταλική ακτή, το Επιχειρησιακό Κέντρο –όπως ήταν αναμενόμενο– επικοινώνησε αμέσως με την Ελληνική Ακτοφυλακή, παρέχοντάς της όλες τις πληροφορίες που θα χρησίμευαν στις επιχειρήσεις διάσωσης. Από εκείνη τη στιγμή το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο των ιταλικών θαλάσσιων διασώσεων συνεχίζει να ενημερώνει την τοποθεσία του δορυφορικού τηλεφώνου που βρισκόταν στο πλοίο, ενώ μοιράζεται τις επόμενες ώρες με τις αρμόδιες για έρευνα και διάσωση ελληνικές αρχές τη θέση της βάρκας στην περιοχή ενδιαφέροντος, όπου στο μεταξύ εκείνοι (σ.σ.: οι Ελληνες) είχαν κατευθύνει μερικές εμπορικές μονάδες».

Ποινικές, πειθαρχικές και πολιτικές ευθύνες «βλέπουν» οι νομικοί

Για «υποχρέωση διάσωσης» του πλοίου από την πλευρά του λιμενικού, η οποία απορρέει από διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει η χώρα μας, κάνει λόγο στο Documento και ο δικηγόρος με εξειδίκευση στο προσφυγικό δίκαιο Σπύρος Απέργης. Ο κ. Απέργης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναζητηθούν τυχόν ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες, ενώ προχωρά και ένα βήμα παρακάτω κάνοντας λόγο ακόμη και για πολιτικές ευθύνες.

Συγκεκριμένα, ο κ. Απέργης επισημαίνει στο Documento ότι «θα πρέπει να αναζητηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες, πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στη βύθιση του πλοίου, όπως επίσης και πειθαρχικές ευθύνες στο κατά πόσο τηρήθηκαν ή όχι οι διαδικασίες που προβλέπονται για τη διάσωση από το λιμενικό». Εκτός όμως από την αναζήτηση πειθαρχικών ή ποινικών ευθυνών, ο κ. Απέργης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναζητηθεί και η ύπαρξη τυχόν πολιτικών ευθυνών και ειδικότερα τι είδους πολιτικές εντολές είχαν δοθεί στο λιμενικό.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας (ΔΣΚ) Κώστας Μαργέλης σε ανακοίνωσή του κάνει λόγο για «έγκλημα που δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητο» και τονίζει ότι «προκύπτουν τεράστιες ποινικές ευθύνες των ελληνικών λιμενικών αρχών και των λοιπών παραγόντων».

Στην ανακοίνωση ο ΔΣΚ τονίζει ότι «από τη συγκλονιστική εικόνα του σκάφους με τους επιβαίνοντες είναι προφανές ότι είναι σε απόλυτο κίνδυνο και σχεδόν βέβαιο ότι αυτό θα βυθιζόταν καθώς μάλιστα οι καιρικές συνθήκες είναι απρόβλεπτες», σημειώνοντας κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα είχε την αρμοδιότητα για έρευνα και διάσωση.

«Προκύπτουν τεράστιες ποινικές ευθύνες των ελληνικών λιμενικών αρχών και των λοιπών παραγόντων και πρέπει άμεσα να διερευνηθούν και η κ. Εισαγγελέας Πρωτοδικών Καλαμάτας να διατάξει αυτεπάγγελτα παραγγελία για προκαταρκτική εξέταση για την τέλεση αδικημάτων, κακουργηματικής μάλιστα μορφής, ιδίως της ανθρωποκτονίας με παράλειψη κατά συρροή σύμφωνα με το άρθρο 299 του 15 του Ποινικού Κώδικα» καταλήγει η ανακοίνωση του προέδρου του ΔΣΚ Κ. Μαργέλη.

Documento Newsletter