Μετά την επανεκλογή του, ο τούρκος πρόεδρος φαίνεται ότι δεν θέλει να αφήσει τίποτα στην τύχη: μετά την… εκκαθάριση των επίδοξων δελφίνων από το υπουργικό του συμβούλιο, τώρα αναθέτει καίρια πόστα σε ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του: ο στενός συνεργάτης του, Ιμπραήμ Καλίν, διορίζεται επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, επιβεβαιώνοντας ότι ο Ερντογάν θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο στον κρατικό μηχανισμό, αυξάνοντας έτσι τις ανησυχίες για μεγαλύτερη αυταρχικότητα από το κράτος.
Χρόνια εμπιστοσύνης
Ο Καλίν, έμπιστος του Ερντογάν για πολλά χρόνια, έχει διατελέσει εκπρόσωπος της προεδρίας και σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του προέδρου από το 2014. Αντικατέστησε στο πόστο του επικεφαλής της ΜΙΤ τον Χακάν Φιντάν, ο οποίος μεταφέρθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο Φιντάν κατείχε τη θέση του επικεφαλής της ΜΙΤ από το 2010.
Ο Καλίν είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος Ισλαμικών Σπουδών από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον και ήταν ένας από τους ιδρυτές της Seta, μιας φιλοκυβερνητικής δεξαμενής σκέψης με έδρα την Άγκυρα και με παράρτημα στην Ουάσιγκτον.
Ο Καλίν είναι ο τελευταίος από τους διορισμούς του Ερντογάν, μετά τη νίκη του στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Καθώς ο πρόεδρος ξεκινά μια ακόμη θητεία, προχώρησε σε ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, διορίζοντας νέα άτομα σε σημαντικές υπουργικές θέσεις, απομακρύνοντας άτομα με φιλοδοξίες, όπως ο πρώην υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Επιστροφή στην οικονομική ορθοδοξία;
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη θέση του υπουργού Οικονομικών έχει διοριστεί ο οικονομολόγος Μεχμέτ Σιμσέκ, γεγονός που εκλαμβάνεται στη Δύση σαν ένα σημάδι επιστροφής στις πιο ορθόδοξες οικονομικές πολιτικές. Ο διορισμός του Σίμσεκ στοχεύει στην αντιμετώπιση της κρίσης κόστους διαβίωσης της Τουρκίας και θα μπορούσε να δημιουργήσει το έδαφος για αυξήσεις επιτοκίων τους επόμενους μήνες, κάτι που θα σηματοδοτούσε μια ανατροπή από τη μακροχρόνια πολιτική μείωσης των επιτοκίων του Ερντογάν, παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού.
Από το 2012, το οικονομικό πρόγραμμα του Ερντογάν έχει δώσει έμφαση στη νομισματική χαλάρωση και τη στοχευμένη πίστωση για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, των εξαγωγών και των επενδύσεων, πιέζοντας την κεντρική τράπεζα και διαβρώνοντας σοβαρά την ανεξαρτησία της.
Ως αποτέλεσμα, ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε σε υψηλό 24 ετών πέρυσι, πάνω από 85% επίσημα, πριν υποχωρήσει φέτος στο 45%. Η λίρα έχει χάσει περισσότερο από το 90% της αξίας της την τελευταία δεκαετία μετά από μια σειρά μειώσεων, με τη χειρότερη να βρίσκεται στα τέλη του 2021. Έφτασε σε νέα ιστορικά χαμηλά πέρα μετά τις εκλογές της 28ης Μαΐου, αντιστοιχώντας σε περισσότερες από 20 λίρες ανά δολάριο.