Ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.
Φράση κλισέ, που αντιπροσωπεύει όμως απόλυτα τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.Με την παγκόσμια κρίση του κορονοϊού να προελαύνει, η ατμομηχανή του τουρισμού κινδυνεύει να μείνει εκτός προορισμού.
Το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης τα τελευταία έξι χρόνια στηρίχθηκε στην διεύρυνση της τουριστικής δραστηριότητας. Με άλλαλόγια, ο τουρισμός συμμετείχε με ποσοστό μεγαλύτερο του 25% στο ΑΕΠ του 2019, ενώ περισσότεροι από το 1/5 των συνολικών εργαζομένων της χώρας απασχολήθηκαν σε επιχειρήσεις αυτού του κλάδου. Το κράτος, μην έχοντας πόρους να επενδύσει και να εγγυηθεί την βιομηχανική και ερευνητική υποδομή της χώρας για την ανάπτυξη άλλων εξειδικευμένων κλάδων της οικονομίας,ενίσχυσε τον τουρισμό θέλοντας να δημιουργήσει πρωτογενείς πηγές εισοδήματος. Υλοποιήθηκαν πολλά αναπτυξιακά προγράμματα μέσω ΕΣΠΑ και Επενδυτικού Νόμου με έμφαση στην ίδρυση νέων τουριστικών επιχειρήσεων. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για πολλούς νέους επιχειρηματίες που δραστηριοποιήθηκαν όχι μόνο στον ξενοδοχειακό τομέα αλλά και σε άλλες συναφείς δραστηριότητες όπως ενοικιάσεις πολυτελών σκαφών, μεταφορικές υπηρεσίες, τουριστικά γραφεία, κ.α.
Με την άφιξη ενός τουρίστα στην χώρα κινητοποιείται ένας τεράστιος μηχανισμός επαγγελμάτων και επιχειρήσεων για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του.Ο μηχανισμός αυτός για την φετινή χρονιά είναι σε αναμονή. Ο περιορισμός των μετακινήσεων είναι πλέον καθολικός, και ο βασικότερος κλάδος που πλήττεται άμεσα από την μείωση της τουριστικής δραστηριότητας είναι οι ακτοπλοϊκές, αεροπορικές και οδικές μεταφορές. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η πτώση των αφίξεων στο Ελ. Βενιζέλος για τον μήνα Μάρτιο ανέρχεται σε 60%. Παράπλευρες απώλειες της πτώσης αυτής είναι οι εταιρίες securityκαι τα ιδιωτικά πάρκινγκ στα μεγάλα αεροδρόμια και λιμάνια της χώρας, που δυστυχώς έχουν προχωρήσει ήδη σε μειώσεις προσωπικού.
Οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, που αποτελούν τον πυρήνα της διάχυσης των οικονομικών ωφελειών που δημιουργεί ο τουρισμός,είναι προς το παρόν εκ του νόμου κλειστές.Επαγγελματίες του κλάδου βλέπουν μάλλον δυσοίωνα τους επόμενους μήνες, μην γνωρίζοντας πότε θα αρθούν οι αναστολές λειτουργίας. Οι απώλειες στον ξενοδοχειακό κλάδο εκτός της ανεργίας των εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτόν, αφορούν και τα εκατοντάδες επαγγέλματα και επιχειρήσεις που συνδράμουν στην λειτουργία των ξενοδοχείων.Στην ίδια μοίρα βρίσκεται και ο κλάδος της εστίασης με μία μεγάλη γκάμα επιχειρήσεων σε όλη την χώρα, που ειδικά σε αμιγώς τουριστικές περιοχές θα πιεστούν σε μεγάλο βαθμό.
Ανέπαφες δεν μένουν ούτε οι χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων που επωφελούμενοι την οικονομία του διαμοιρασμού μετέτρεψαν τα διαμερίσματά τους σε τουριστικά καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ο προγραμματισμός τους για το φετινό καλοκαίρι μάλλον θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί δεδομένης της πτώσης της τουριστικής κίνησης που προβλέπεται να επακολουθήσει των ήδη εκτεταμένων περιορισμών στις μετακινήσεις παγκοσμίως. Μαζί τους, θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τα πλάνα τους και οι μεσιτικές εταιρίες που αναλαμβάνουν την διαχείριση αυτών των διαμερισμάτων και την διεκπεραίωση κρατήσεων και πληρωμών.
Η βαριά βιομηχανία του τουρισμού που για τόσα χρόνια έθρεφε πολλές τοπικές οικονομίες, δεν θα είναι πολύ προσοδοφόρα φέτος. Στο καλό σενάριο να αντέξει η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός – με το αφήγημα των λίγων κρουσμάτων και της περιορισμένης εξάπλωσης του ιού– οι προορισμοί που θα επιβιώσουν θα είναι τα νησιά που παραδοσιακά καρπώνονταν τα οφέλη μιας παγκοσμίως αναγνωρισμένης τουριστικής ταυτότητας. Το τουριστικό προϊόν για παράδειγμα των Κυκλάδων, της Κρήτης και της Ρόδου είναι ανταγωνιστικό και θα μπορέσει να σταθεί όρθιο στην φετινή συγκυρία.Ο τουρισμός όμως ως οικονομική δραστηριότητα διευρύνθηκε και επεκτάθηκε τα τελευταία χρόνια και σε περιοχές του ελληνικού χάρτη που δεν είχαν ποτέ κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα να επιδείξουν στον τουριστικό στίβο.Από την Καβάλα μέχρι την Κατερίνη, και από τα Σύβοτα μέχρι την Μάνη, θα κλονιστούν μικροί και νέοι επενδυτές και μπήκαν στο παιχνίδι προσφέροντας χαμηλότερες τιμές σε λιγότερο οικονομικά εύρωστους επισκέπτες.
Για την φετινή χρονιά, οι βασικοί παίκτες της τουριστικής αγοράς δεν φαντασιώνονται θαύματα. Ο Απρίλιος και ο Μάιος έχουν αυταπόδεικτα χαθεί. Ο Ιούνιος στην καλύτερη περίπτωση να σωθεί ο μισός, αν δεν έχουμε έξαρση της πανδημίας μέσα στους επόμενους μήνες.
Όσες εκτιμήσεις και αναλύσεις γίνουν, τα ερωτήματα παραμένουν πολλά. Δεν υπάρχουν δεδομένα από άλλες κρίσεις που να έχουν επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό την λειτουργία της αγοράς, ώστε να προσεγγίσουμε ένα πιθανό σενάριο. Ακόμα και αν η Ελλάδα είναι έτοιμη το καλοκαίρι να υποδεχθεί τουρίστες, αυτοί πόσο έτοιμοι θα είναι για να έρθουν; Παραδοσιακά οι μεγαλύτερες εισροές τουριστών στις θερινές περιόδους για την χώρα μας είναι οι Άγγλοι, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Θα έχουν όμως φέτος την οικονομική άνεση και την ψυχολογική διάθεση να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα – έχοντας ήδη μέχρι σήμερα χιλιάδες καταγεγραμμένες απώλειες στις χώρες τους;
Ο Παναγιώτης Στριλιγκάς είναι οικονομολόγος, υπ. Διδάκτωρ στο ΑΠΘ (τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ)