Τώρα «θεσμικά αντίβαρα» στα στεγανά της ΕΥΠ

Τώρα «θεσμικά αντίβαρα» στα στεγανά της ΕΥΠ

«Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο» σημειώνεται στο άρθρο 19 του συντάγματος και προστίθεται ότι νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Το άρθρο αυτό κονιορτοποίησε η διαβόητη τροπολογία των Παναγιώτη Πικραμμένου και Κώστα Τσιάρα, με την οποία εξαλείφθηκε το δικαίωμα ενημέρωσης από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) όσων παρακολουθούνταν «για λόγους εθνικής ασφαλείας» από την ΕΥΠ.

Η συγκεκριμένη τροπολογία κατατέθηκε σε νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας που αφορούσε «κατεπείγουσες ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από τις συνεχιζόμενες συνέπειες της πανδημίας», ενώ υπερψηφίστηκε από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ τον Μάρτιο του 2021. Η συγκυρία μόνο αθώα δεν ήταν. Εκείνη την περίοδο ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης ανέμενε την απάντηση της ΑΔΑΕ επί του αιτήματος που είχε καταθέσει για το κατά πόσο το κινητό τηλέφωνό του είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Ως εκ τούτου, ο οικονομικός συντάκτης που παρακολουθήθηκε από την ΕΥΠ και «παγιδεύτηκε» από το Predator, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Νίκο Ανδρουλάκη, με τη διαφορά ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ απέφυγε το χακάρισμα του κινητού του, δεν μπόρεσε να ενημερωθεί για την ανεξήγητη έως σήμερα ζέση των μυστικών υπηρεσιών για «νόμιμη επισύνδεση» στις τηλεφωνικές συνομιλίες του. Οπως είναι λογικό, την ίδια τύχη με τον Θ. Κουκάκη είχαν χιλιάδες πρόσωπα για τα οποία ήρθη το τηλεφωνικό τους απόρρητο το 2021.

«Εισηγούμαστε κατάργηση της ρύθμισης»

Στις 27 Ιουλίου, υπό το φως των αποκαλύψεων για την απόπειρα παγίδευσης του κινητού του Ν. Ανδρουλάκη από το προηγμένο κατασκοπευτικό λογισμικό παρακολούθησης, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης εξέφρασε το αίτημα κατάργησης της επίμαχης ρύθμισης κι ας είχε περάσει και με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. «Νεότερα στοιχεία και από τις καταγγελίες του ΚΚΕ μάς οδηγούν στην απόφαση να εισηγηθούμε την κατάργηση αυτής της διάταξης» είπε ο βουλευτής του τρίτου κόμματος, εξηγώντας: «Αυτό είναι η πολιτική της ευθύνης ενός κόμματος που μπορεί να αναγνωρίσει ότι σε στιγμή που δεν μπορούσε να προδικάσει τέτοιου είδους εξελίξεις ψήφισε –κατά την άποψή μου– ίσως άστοχα μια τέτοια ρύθμιση».

Μάλιστα στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που διεξάχθηκε την Πέμπτη ο Ν. Ανδρουλάκης τόνισε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη ευρύτερης τροποποίησης του καθεστώτος άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου, περιλαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο και τη συγκεκριμένη ρύθμιση.

Στις 28 Ιουλίου, την επομένη της ανακοίνωσης Καστανίδη, η αξιωματική αντιπολίτευση κατέθεσε τροπολογία για την κατάργηση της συγκεκριμένης ρύθμισης. «Με την τροπολογία αυτή προτείνουμε την κατάργηση της τροπολογίας που εισήχθηκε στην έννομη τάξη του 2021 και με την οποία καταργήθηκε η αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί τη λήψη του μέτρου της άρσης του απορρήτου» ανέφερε ο Σωκράτης Φάμελλος στην ολομέλεια της Βουλής και συμπλήρωσε πως η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει το άρθρο 19 του συντάγματος.

«Πιστεύω ότι υπάρχει και από την πλευρά της κυβέρνησης η βούληση να δείξει και να αποδείξει ότι δεν θέλει να υπάρξει τίποτε και καμία μα καμία σκιά στο θέμα των παρακολουθήσεων» ανέφερε με νόημα. Ωστόσο η κυβερνητική πλειοψηφία έκανε πως δεν είδε και δεν άκουσε, προσπερνώντας την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ σαν να μην είχε κατατεθεί.

Ξήλωμα ζητούν νομικοί και συνταγματολόγοι

Το Documento επικοινώνησε με έγκριτους νομικούς και συνταγματολόγους, οι οποίοι αποσαφηνίζουν ότι η εν λόγω διάταξη είναι οριζοντίως και καθέτως αντισυνταγματική, ενώ επισημαίνουν πως δεν αρκεί η επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς, περιγράφοντας αναλυτικά τα θεσμικά βήματα που πρέπει να γίνουν προκειμένου να μπει φρένο στη «“συστημική” ροπή της αυθαίρετης χρήσης των μυστικών υπηρεσιών». Πρόκειται για τους Ακρίτα Καϊδατζή, Κώστα Ζώρα και Απόστολο Παπατόλια, με τους δύο πρώτους εξ αυτών να έχουν χρηματίσει γενικοί γραμματείς υπουργικού συμβουλίου για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ (1984-88) αντίστοιχα.

Και οι τρεις κλήθηκαν να απαντήσουν στα εξής ερωτήματα:

01 Είναι ευθυγραμμισμένη με το σύνταγμα η τροπολογία που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2021 η οποία αφαιρεί το δικαίωμα ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ των πολιτών που ήταν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ;

02 Τι πρέπει να γίνει για να θεραπευτεί αυτή η κατάσταση;

Ακρίτας Καϊδατζής: «Επιτακτική ανάγκη να καταργηθεί άμεσα»

01 Οι μυστικές παρακολουθήσεις των επικοινωνιών από τις μυστικές υπηρεσίες μπορεί να είναι κάποτε, υπό προϋποθέσεις, αναγκαίες για την προστασία της έννομης τάξης, δεν είναι όμως ένα πεδίο εκτός του δικαίου. Η νομοθεσία παγίως αναγνώριζε στους πολίτες το δικαίωμα να πληροφορηθούν ότι είχαν στο παρελθόν τεθεί υπό παρακολούθηση, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν αν αυτή έγινε νομίμως. Οχι πλέον. Μετά το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 ο παρακολουθούμενος για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να μην πληροφορηθεί ποτέ ότι είχε τεθεί υπό παρακολούθηση. Αυτό είναι, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, αδιανόητο για ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Προσιδιάζει σε αστυνομικά κράτη και αυταρχικά καθεστώτα. Και, βεβαίως, είναι αντίθετο στο άρθρο 19 του συντάγματος, που θέλει το απόρρητο των επικοινωνιών να αίρεται μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που να μπορούν να ελεγχθούν εκ των υστέρων. Εξίσου αντίθετο είναι στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει καταδικάσει για αντίστοιχες ρυθμίσεις την Ουγγαρία (το 2016) και, φευ, τη Ρωσία (το 2015).

02 Είναι αυτονόητη και επιτακτική ανάγκη να καταργηθεί άμεσα το άρθρο 87 του ν. 4790/2021. Ομως αυτό δεν είναι αρκετό. Πρέπει να επανεξεταστεί ριζικά και εκ βάθρων το νομοθετικό πλαίσιο. Το μείζον σκάνδαλο των ημερών δεν είναι η παρακολούθηση μεμονωμένων πολιτικών και δημοσιογράφων. Είναι η μαζική παρακολούθηση άδηλου αριθμού πολιτών, της τάξης των δεκάδων χιλιάδων. Τείνουμε να μετατραπούμε σε κοινωνία γενικευμένης επιτήρησης από ανεξέλεγκτες μυστικές υπηρεσίες, μια δυστοπία που παραπέμπει σε άλλα καθεστώτα και άλλες εποχές. Η θέσπιση ανώτατου αριθμού παρακολουθήσεων είναι ένα μέτρο που προτάθηκε και πρέπει να συζητηθεί σοβαρά. Θα πρόσθετα και ένα ακόμη: η έγκριση των παρακολουθήσεων να μη γίνεται από εισαγγελικό λειτουργό, και μάλιστα «ενταγμένο» στην ΕΥΠ, αλλά από ένα πλέγμα δημοκρατικού ελέγχου από το κοινοβούλιο και προληπτικού ελέγχου από δικαστικούς εξοικειωμένους με τον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής δράσης, δηλαδή διοικητικούς δικαστές.

Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ

Kώστας Ζώρας: «Κορύφωση του νομοθετικού τέρατος»

01 Η περιβόητη τροπολογία 827/146 31.03.2021 της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία αλλάζει τον νόμο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αφαιρώντας ουσιαστικά το δικαίωμα ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ όσων είναι αντικείμενο παρακολούθησης της ΕΥΠ, αποτελεί την κορύφωση της δημιουργίας του νομοθετικού τέρατος γύρω από την ΕΥΠ, ώστε το «εγκληματικό» επιτελικό κράτος υπό τη διεύθυνση του πολιτικού του προϊσταμένου να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τους πολιτικούς αντιπάλους του από τον χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, της διανόησης κ.λπ. Η τροπολογία στερεί από τον παρακολουθούμενο το δικαίωμα έννομης προστασίας, θέτοντας εκποδών το άρθρο 20 παρ. 1 του συντάγματος (δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας).

02 Με πρόταση νόμου υπό τη μειοψηφία κατάργησης της τροπολογίας και επαναφοράς του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος ή παρόμοιο σχέδιο νόμου από την πλειοψηφία στη Βουλή της νέας εποχής.

Ο Kώστας Ζώρας είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην αντιπρύτανης του Πανεπ. Αιγαίου

Απόστολος Παπατόλιας: «Παραβιάζει κατάφωρα σύνταγμα — ΕΣΔΑ»

01 Το τηλεπικοινωνιακό απόρρητο αποτελεί «απόλυτα απαραβίαστο» συνταγματικό δικαίωμα, που περιορίζεται νομοθετικά μόνο «για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η συνταγματική θεωρία της μεταπολίτευσης (Μάνεσης, Αλιβιζάτος, Παυλόπουλος) έχει έγκαιρα επισημάνει τον κίνδυνο καταχρηστικής επίκλησης της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» για την αυθαίρετη περιστολή του δικαιώματος. Κατά πάγια πρακτική οι εισαγγελικές διατάξεις άρσης του απορρήτου δεν αναφέρουν συγκεκριμένους λόγους «εθνικής ασφάλειας», με αποτέλεσμα, όπως τονίζεται στην τελευταία έκθεση της ΑΔΑΕ, «η παράλειψη αιτιολογίας να αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο ως προς την τήρηση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και της αρχής της αναλογικότητας, γεγονός που θέτει αυτοτελή ζητήματα σε σχέση με τις αρχές και τα minima του κράτους δικαίου». Αυτό το ολοφάνερο «δικαιοκρατικό έλλειμμα» δεν μπορεί πλέον να γίνεται ανεκτό σε μια σύγχρονη πολιτεία, ιδίως όταν η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου επιτάσσει απώτατα χρονικά όρια στη διάρκεια του μέτρων παρακολούθησης και τεκμηρίωση της «αυστηρής αναγκαιότητάς» τους. Η τροπολογία του Μαρτίου του 2021 επέτεινε το έλλειμμα αυτό, αφενός καταργώντας την αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί σε θιγόμενους ότι έχουν υποστεί «νόμιμη παρακολούθηση» για λόγους «εθνικής ασφάλειας» μετά τη λήξη του περιοριστικού μέτρου και αφετέρου περιορίζοντας το δικαίωμα ενημέρωσης μόνο σε όσους υπέστησαν παρακολούθηση για «σοβαρά εγκλήματα». Η διάταξη αυτή, που παραβιάζει κατάφωρα το σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και η οποία έως τότε ίσχυε μόνο στις λεγόμενες «αυταρχικές δημοκρατίες» της ανατολικής Ευρώπης, παρέμεινε άθικτη και στην πρόσφατη «διορθωτική» ΠΝΠ, γεγονός που καταδεικνύει πόσο συστηματικά αγνοείται το προφανές: ότι το ουσιαστικότερο αντίβαρο στις αυθαιρεσίες των μυστικών υπηρεσιών είναι η δυνατότητα όσων έχουν θιγεί άδικα από τη δράση τους να επιδιώξουν, έστω εκ των υστέρων, τη δικαστική δικαίωσή τους.

02 Η κατάργηση της απαγόρευσης γνωστοποίησης στους θιγόμενους δεν αρκεί. Πρώτα και κύρια πρέπει να προβλεφθούν ρητές νομοθετικές εγγυήσεις του ελέγχου της αιτιολογίας των περιορισμών, καθώς η αρχή της «φανερής δράσης» της διοίκησης κάμπτεται μόνο όταν συγκεκριμένοι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» επιτάσσουν την άρση του απορρήτου, πλην όμως επανέρχεται άθικτη, ενισχυμένη μάλιστα από το συνταγματικό «δικαίωμα στην πληροφόρηση», όταν οι λόγοι αυτοί εκλείψουν ή αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι προβλήθηκαν καταχρηστικά (Παλαμιώτης-Παπατόλιας, https://www.constitutionalism.gr/tosyntagma-sti-dini-ton-ypoklopon/). Η υποχρέωση αιτιολογίας της διάταξης για την άρση του απορρήτου απορρέει ευθέως από τη συνταγματική «αρχή της νομιμότητας», που εφαρμόζεται σε όλες τις ατομικές διοικητικές πράξεις, σε συνδυασμό με την αρχή της «διαφάνειας» και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Τυχόν απόλυτη κάμψη της για λόγους «εθνικής ασφάλειας» θα αναβίωνε τις πιο αναχρονιστικές πρακτικές της «αρχής της σκοπιμότητας» στο αλήστου μνήμης «κράτος εθνικοφρόνων». Επίσης, είναι ανάγκη να αναθεωρηθούν ακόμη δύο συνταγματικά προβληματικές διατάξεις: α) η «απόσπαση» του εισαγγελέα στην ΕΥΠ, που καλλιεργεί δεσμούς εξάρτησης μεταξύ ελέγχοντος και ελεγχόμενου και β) η προθεσμία των 24 ωρών για την έκδοση της εισαγγελικής διάταξης, που καθιστά ανέφικτη τη σοβαρή μελέτη των αιτημάτων άρσης. Τέλος, επειδή η «συστημική» ροπή στην αυθαίρετη χρήση των μυστικών υπηρεσιών κατά παράβαση του συντάγματος ενισχύεται όσο πιο συγκεντρωτικό και προσωποπαγές είναι το σύστημα διακυβέρνησης, επείγει να θεσπιστούν συνολικότερα θεσμικά αντίβαρα έναντι του κινδύνου των αυταρχικών πρακτικών που εγκυμονεί το μοντέλο πρωθυπουργοκεντρικής – συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας.

Ο Απόστολος Παπατόλιας είναι διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ

Documento Newsletter