Τώνης Βαβάτσικος: Η φωνή που θάμπωσε το βλέμμα του Θεού

Τώνης Βαβάτσικος: Η φωνή που θάμπωσε το βλέμμα του Θεού
ΟΙ φωτογραφίες του αφιερώματος προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Τριαντάφυλλου Βαβάτσικου

Ο γιος του Τώνη Βαβάτσικου Τριαντάφυλλος μιλάει για τον πατέρα του, τον τραγουδιστή που σημάδεψε με τη φωνή του το 1974.

Ο Τώνης Βαβάτσικος είναι το µέτρο που ξεχωρίζει µια ολόκληρη γενιά –αυτή που ήταν πολύ µικρή για να ζήσει τον αντιδικτατορικό αγώνα και το ηρωικό πνεύµα της πρώτης φάσης της µεταπολίτευσης αλλά αρκετά ώριµη για να παρακολουθεί τα Φεστιβάλ Τραγουδιού κάθε Σεπτέµβριο– από τις προηγούµενες και από τις επόµενες γενιές. Ας πούµε ότι ήταν η γενιά που για έναν ολόκληρο χρόνο από το άνοιγµα των σχολείων και µετά το 1974 ένα τραγούδι τραγουδούσε, ένα τραγούδι χρησιµοποιούσε για συνθηµατικό: «Ποιος να ξέρει στο βλέµµα του πίσω τι κρύβει ο Θεός για µας;» και απορούσε µε το απαξιωτικό βλέµµα των µεγαλύτερων και την εµµονή τους σε αιµατοβαµµένα τραγούδια όπως το «Σφαγείο» ή τα «Μαύρα κοράκια».

Μπορεί ο Τώνης Βαβάτσικος να είχε εµφανιστεί στη δισκογραφία µε το «Παρηγοριά µου» και στο φεστιβάλ το 1970 µε την «Ωραία Ελένη», µπορεί αργότερα να είχε παρουσία και σε άλλα φεστιβάλ και στη δισκογραφία, ωστόσο η µνήµη αυτής της γενιάς είχε κολλήσει οριστικά στο 1974, απαλείφοντας κάθε άλλο στοιχείο που συνόδευε την εικόνα του τραγουδιστή, συνθέτη και στιχουργού. Για να συµπληρώσουµε αυτή την εικόνα συναντηθήκαµε µε τον µικρό του γιο, τον Τριαντάφυλλο, καθηγητή µουσικής και σολίστα του βιολιού, και ξετυλίξαµε το κουβάρι της ζωής του που έφτασε έως τις 28 Ιουλίου 2008, τη µέρα που σίγουρα ο Τώνης Βαβάτσικος θα µπορούσε να απαντήσει στην απορία «Ποιος να ξέρει στο βλέµµα του πίσω τι κρύβει ο Θεός για µας;».

Ακολουθεί η αφήγηση του Τριαντάφυλλου Βαβάτσικου σε πρώτο πρόσωπο.

Οικογένεια και µουσικές σπουδές

Ο πατέρας µου ήταν ο άνθρωπος µε τον οποίο µιλούσα για τη µουσική στο σπίτι, γιατί εκείνος έβαλε τον αδερφό µου και µένα στη µουσική. Ελεγε πάντα «θα γίνετε µουσικοί», καθώς είχε τον παλιό τρόπο σκέψης, ότι οι γονείς αποφασίζουν για το µέλλον των παιδιών. ∆εν έλεγε για παράδειγµα να τελειώσουµε µε το σχολείο και η µουσική να είναι µια απλή απασχόληση, αλλά το επαγγελµατικό µας µέλλον. Η µητέρα µας ήταν καθηγήτρια αγγλικών, δούλευε αρκετά και περνούσαµε τις περισσότερες ώρες µε τον πατέρα. Ηταν συνέχεια από πάνω µας και υπήρξε αρκετά πιεστικός στο θέµα της µουσικής, καθώς επέµενε και στις σπουδές στο πιάνο αλλά και σε κάποιο σολιστικό όργανο.

Ο αδερφός µου µετά τη θητεία του τα παράτησε, καθώς δεν ήθελε να κοντράρεται µε τον πατέρα και ακολούθησε τελείως διαφορετική καριέρα. Μεγαλώνοντας, παρά τις κόντρες µας, ήταν ο άνθρωπος που µπορούσε να µε καταλάβει σε αυτό που έκανα. Ηταν απόλυτα υπερπροστατευτικός και πρέπει να τονίσω κάτι: όταν µας είπε «θα γίνετε µουσικοί» δεν εννοούσε να ασχοληθούµε µε τη νύχτα. ∆εν την ήθελε καθόλου και συνεχώς µας µιλούσε για τους κινδύνους που κρύβει. Αγαπούσε τους µουσικούς και ήθελε να µας δει πτυχιούχους σε µια ορχήστρα. Τώρα που τα ξανασκέφτοµαι, ίσως θα έπρεπε να έχω και ένα άλλο πτυχίο, ειδικά στις µέρες µας που τα πράγµατα στον πολιτισµό είναι ανύπαρκτα και µε δεδοµένο ότι οι πέντε ορχήστρες που υπήρχαν κάποτε είναι πλέον δύο.

Αν µπορώ να µιλήσω για τα «ναι» και τα «µην» που µας έλεγε πάντα, το «ναι» ήταν η κλασική µουσική και το «µην» η λαϊκή. Παρόλο που µε πρόλαβε να παίζω σε νυχτερινά µαγαζιά, κάθε πρωί µου έλεγε: «Ασ’ τα αυτά, µόνο µε την κλασική µουσική να ασχολείσαι». Αν ζούσε τώρα, σίγουρα θα αντιδρούσε και µε την κατάσταση στον πολιτισµό αλλά και µε τη νέα τάση στη µουσική. Η µουσική θέλει καλούς µουσικούς, αυτό πίστευε πάντα και έτσι λειτουργούσε και αυτό ήθελε να δει από τον αδερφό µου και εµένα.

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η ζωή µετά

Αυτό που χαρακτήριζε τον πατέρα µου ήταν ότι ήταν πραγµατικός καλλιτέχνης, δεν πούλαγε την τέχνη του. Το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης του έδωσε το πάτηµα να γίνει γνωστός µε ένα ιδιαίτερο τραγούδι, καθώς πάλευε µόνος του, ξεκινώντας από τον Βόλο, µε ελάχιστες µουσικές γνώσεις και µε όπλο τη φωνή του.

Είχε έναν δικό του τρόπο γραψίµατος, τον οποίο δεν άλλαζε για τίποτε, όπως επίσης δεν άλλαζε τις απόψεις του για την καλή µουσική. Στη δεκαετία του ’80 και του ’90 όλοι είχαν µπουζούκι, ενώ ο πατέρας παρέµεινε πιστός στις ενορχηστρώσεις µε τα βιολιά. Απόδειξη είναι ότι µετά τη νίκη στο φεστιβάλ του 1974 έφυγε στο εξωτερικό για να δουλέψει και εκεί ήρθε σε επαφή µε τον αµερικανικό και τον ευρωπαϊκό τρόπο µουσικής, ο οποίος ήταν ο αγαπηµένος του. Ακόµη δεν είχε κάνει οικογένεια και έτσι υπήρχε το περιθώριο να κάνει αυτό που ήθελε.

Το φεστιβάλ το ανέφερε αρκετά συχνά όταν µας καθοδηγούσε στα µουσικά µας βήµατα µε τον αδερφό µου. Ηθελε να έχουµε γνώσεις ώστε να µην µπορεί να µας κοροϊδέψει κάποιος και να µη σταµατάµε ποτέ να παλεύουµε και να πιστεύουµε σε αυτό που κάνουµε. Τα πρώτα χρόνια µας ανέφερε συνεχώς τις δυσκολίες στον χώρο, έτσι ώστε να συνεχίσουµε τις σπουδές µας, αλλά ο Τώνης µόνο όταν µεγαλώσαµε µας είπε για τη ζωή που έκανε µετά το φεστιβάλ.

Εφυγε εκτός Ελλάδας δουλεύοντας, ίσως δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς σήµαινε η νίκη στο µεγαλύτερο φεστιβάλ της εποχής και ήθελε να κάνει τη δική του ζωή γνωρίζοντας τον κόσµο και κάνοντας συνεργασίες µε κορυφαίους µουσικούς. Του φάνηκε τεράστια ευκαιρία και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «ένα παιδί από τον Βόλο χωρίς καµία βοήθεια κατάφερε να γνωρίσει τους καλύτερους µουσικούς στο εξωτερικό και να δει όσα ήθελε και ονειρευόταν». Μπορώ να πω ότι τώρα µου λείπει περισσότερο ο πατέρας, για να µιλήσω µαζί του για είδη µουσικής που αγαπώ και εκείνος τα έζησε από κοντά.

Οταν επέστρεψε γνώρισε τη µητέρα µου και έκανε οικογένεια σε µεγάλη σχετικά ηλικία. Αφοσιώθηκε απόλυτα σ’ εµάς µε τον σχετικά πιεστικό τρόπο που είπα νωρίτερα. Με τσάντιζε που έλεγε συνέχεια «πάλι βόλτα θα πας;», καθώς ήθελε να αφοσιωθούµε απόλυτα στις µουσικές σπουδές.

Ξεχωρίζοντας τις καλές και τις άσχηµες στιγµές

Σίγουρα η νίκη στο φεστιβάλ ήταν η καλύτερη στιγµή του, όπως και η ζωή στο εξωτερικό. Οπως κατάλαβα µεγαλώνοντας, γύρισε χορτασµένος από εµπειρίες και έτσι έβαλε προτεραιότητα την οικογένεια, κάνοντας πολύ αυστηρές επαγγελµατικές επιλογές στη συνέχεια. ∆εν ήθελε καθόλου τη νύχτα όπως είχε αλλάξει, γιατί δεν του άρεσε η φάση «µπουζούκια». ∆εν πούλαγε την τέχνη του και ένιωθε ότι δεν ταίριαζε στη νέα τάξη πραγµάτων της εποχής.

Οταν για παράδειγµα του έλεγα να γράψει µια επιτυχία γινόταν έξαλλος γιατί δεν ήθελε να κάνει εκπτώσεις στον τρόπο δηµιουργίας του. Η αγαπηµένη του φράση ήταν ότι «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να πουλάει την τέχνη του» και αυτό το κράτησε µέχρι το τέλος της ζωής του.

Από τις χειρότερες στιγµές του θεωρώ ότι ήταν η κόντρα του µε τον Μάτσα: παρόλο που κέρδισε τη δικαστική διαµάχη, ένιωσε τελείως µόνος του και έτσι έφτιαξε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, αναλαµβάνοντας προσωπικά και τη διανοµή.

Μία ακόµη στιγµή που τον πλήγωσε ήταν το 2002 στον ελληνικό διαγωνισµό για τη Eurovision. Ο πατέρας είχε στείλει τραγούδι στον διαγωνισµό µε µια γυναικεία φωνή µε κλασική τοποθέτηση και είδε το τραγούδι του Μιχάλη Ρακιντζή «S.A.G.A.P.O» να κερδίζει. Το 1991 είχε πάρει µέρος στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης µε το τραγούδι «Εξι γράµµατα µονάχα», όπου στο ρεφρέν υπήρχε η φράση «σ-α-γ-α-π-ώ». Επικοινώνησε ο πατέρας µε τον Ρακιντζή, του είπε ότι η ιδέα ήταν δική του, τσαντίστηκαν αρκετά στην επικοινωνία τους, µπήκε ξανά ο Μάτσας στη µέση, έβαλε µέχρι και τον Πάριο να µιλήσει µε τον πατέρα για να αλλάξει γνώµη και τελικά αποφάσισε να ακολουθήσει τη δικαστική οδό. ∆υστυχώς, δεν µάθαµε ποτέ τι έγινε τελικά. ∆εν µας ενηµέρωνε ποτέ, καθώς δεν ήθελε να µας στενοχωρεί µε όσα συµβαίνουν. Τον πρόλαβε το τέλος της ζωής του και πραγµατικά δεν ξέρουµε ακόµη σε ποιο στάδιο βρίσκεται ή βρισκόταν η διαµάχη.

Καθώς ανέφερα τον Πάριο, ένα άλλο χαρακτηριστικό του πατέρα ήταν ότι δεν µεσολαβούσε ποτέ, για να περάσω από µια οντισιόν για παράδειγµα. Ηθελε να προχωρώ µε την αξία µου και µόνο. Ετυχε να παίξω σε ένα βιντεοκλίπ του Πάριου λοιπόν, ήρθε µαζί και ο πατέρας και τότε έµαθα ότι γνωρίζονται. Αυτό συνέβαινε µε όλη την ελληνική µουσική σκηνή. Τους ήξερε όλους, αλλά σ’ εµάς τα παιδιά του δεν έλεγε τίποτε γιατί επέµενε στο να βασιστούµε στις δικές µας δυνάµεις, να αποκτήσουµε γνώσεις και µετά να κάνει την κίνησή του. Οταν τον έπεισα να µε πάει σε µια οντισιόν του Μπάµπη Τσέρτου µου είχε πει από πριν ότι δεν ήµουν έτοιµος για τέτοιου είδους πρόγραµµα.

Από τις φιλίες του πρέπει να αναφέρω τη Σώτια Τσώτου, η οποία ταίριαζε µε τις απόψεις του πατέρα στο να είναι πολύ κοντά στην οικογένεια. Ηταν άνθρωπος µε τροµερές απόψεις και παρόλο που την έζησα µικρός, υπόγεια µου πέταγε όσα ήθελε να µου µεταδώσει.

Ο πατέρας ήταν ροµαντικός άνθρωπος που δεν άλλαξε ποτέ και έµεινε πιστός στις αξίες του µέχρι το τέλος. Νοµίζω ότι µε τον αδερφό µου µοιραστήκαµε τα δύο χαρακτηριστικά της ζωής του. Ο Στέργιος είναι ίδιος ο πατέρας προτού κάνει οικογένεια, κοιτάζει να περνάει όσο καλύτερα γίνεται, ενώ εγώ αφοσιώθηκα απόλυτα στη µουσική, όπως ήθελε και εκείνος άλλωστε.

Τριαντάφυλλος Βαβάτσικος
Documento Newsletter