Τον ξαλμυρίζει τον μπακαλιάρο ο Μητσοτάκης

Τον ξαλμυρίζει τον μπακαλιάρο ο Μητσοτάκης

Αχ αυτή η πολυεπιβεβαιωµένη ρήση του Καρλ Μαρξ περί της Ιστορίας που επαναλαµβάνεται ως φάρσα, µε τι τρόπους κι αν έχει επιβεβαιωθεί! Εφτασε η ώρα να την επιβεβαιώσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτοπροσώπως, όχι σαν Τσόρτσιλ ή Μωυσής όπως φαντασιώνονται οι καλοπληρωµένοι καλλιγράφοι της πολιτικής του, µα σαν µπαγιάτικος µπακαλιάρος της δεκαετίας του 1960.

Τη δεκαετία του ’60, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραµανλή και κυβερνήσεως ΕΡΕ (προγόνου της σηµερινής Ν∆), υπήρξε το «σκάνδαλο του µπακαλιάρου». Ο εθνάρχης, προτού γίνει εθνάρχης, ως πρωθυπουργός της «βίας και νοθείας» είχε ψηφίσει έναν νόµο µε τον οποίο έκανε µονοπώλιο το εµπόριο του µπακαλιάρου. Ως τότε προϊόντα όπως το αλάτι, το φωτιστικό πετρέλαιο, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα ανήκαν στο λεγόµενο κρατικό µονοπώλιο, δηλαδή την εµπορία τους είχε αναλάβει το ελληνικό κράτος. 

Ξαφνικά και ο µπακαλιάρος, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν είδος βασικής διατροφής για κάθε ελληνική οικογένεια, απέκτησε καθεστώς αποκλειστικής εµπορίας µέσω της θεσµοθέτησης ιδιωτικού µονοπωλίου. Πίσω από το µονοπώλιο του µπακαλιάρου βρισκόταν ο αδερφός του Κωνσταντίνου, Αχιλλέας Καραµανλής, στον οποίο εξασφαλίστηκαν κέρδη επί δεκαετίες διά του µπακαλιάρου. Εκτοτε ο Αχιλλέας έµεινε στην πολιτική (και όχι αδίκως) ως «µπακαλιάρος» και η συγκεκριµένη πολιτική των νοµικών εξυπηρετήσεων ως «πολιτική του µπακαλιάρου». 

Πέρασαν 60 χρόνια και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να ξαλµυρίσει τον παστό µπακαλιάρο της ταριχευµένης πολιτικής των προκλητικών εξυπηρετήσεων και να τον σερβίρει ως εθνικό φαγητό. Μέσα στην πανδηµία. Ενας φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη εξυπηρετείται εξόφθαλµα και αποκτά το µονοπώλιο της µάσκας ως ένας ακόµη εθνικός εργολάβος µε τη µέθοδο του µπακαλιάρου.

Ο ορθοδοντικός από τη Λάρισα Αχιλλέας Νταβέλης και οι συνέταιροί του φέρνουν από την Κίνα ένα µηχάνηµα κατασκευής µασκών µε διαµεσολάβηση του κράτους (µεταφορά cargo, αδειοδότηση και εκτελωνισµοί fast track). Εµφανίζεται από τα συστηµικά ΜΜΕ σαν να φέρνει το εµβόλιο για τον κορονοϊό, πλασάρεται από τον φίλο του πρωθυπουργό ως εθνικός ευεργέτης και παράγει µάσκες µε εξασφαλισµένη απορρόφηση από το δηµόσιο. Οι τιµές και το δηµόσιο συµφέρον δεν έχουν σηµασία, οι διαγωνισµοί αγοράς δεν χρειάζονται, γιατί πάνω απ’ όλα οι µάσκες είναι ελληνικές. Να θυµίσω ότι το κόλπο που χρησιµοποίησε ο Ακης Τσοχατζόπουλος για να προµηθευτεί τα υπερκοστολογηµένα υποβρύχια χωρίς διαγωνισµό ήταν να αγοράσουν τα ναυπηγεία οι Γερµανοί για να κατασκευάσουν ελληνικά τµήµατα των υποβρυχίων στον Σκαραµαγκά.

Πρόκειται για εξαιρετική µπίζνα χωρίς ρίσκο, µε αγορά µηχανηµάτων µερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ (δεν φτιάχνουν δα και πυραύλους) που θα αποφέρει εκατοµµύρια. Κλασική συνταγή κρατικοδίαιτου καπιταλισµού που εµφανίζεται ως success story της αγοράς, ενώ είναι µια καλοστηµένη πολιτική κοµπίνα µε εξασφαλισµένα κέρδη. Το ελληνικό κράτος και συγκεκριµένα ο στρατός θα µπορούσαν να παράγουν µάσκες αν αυτό ήταν απαραίτητο, αντί να πληρώνουµε εκατοµµύρια σε κάποιον που την έκανε επιχείρηση µε τον τρόπο που έκανε. Μόνος ο φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη από τους Ελληνες επιχειρηµατίες επιλέχθηκε στον ρόλο του εθνοσωτήρα µε Rolex, µε κρατική µητσοτακική σφραγίδα.

Ταυτόχρονα ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνης Γεωργιάδης, ο οποίος διαφηµίζει τον επιχειρηµατία µε τη µάσκα στο Twitter, αρνείται να βάλει διατίµηση στην αγορά µάσκας. Σύµφωνα µε τον πρωθυπουργό αυτό αντιβαίνει στους νόµους της αγοράς. Στη Γαλλία, ωστόσο, του νεοφιλελεύθερου Μακρόν µόλις ανακοινώθηκε πλαφόν στην τιµή πώλησης για τις µάσκες.

Τελικώς η σχέση του πρωθυπουργού µε το επιχειρείν κινείται µεταξύ νησιών Κέιµαν, χρηµατοδοτήσεων µε offshore και οικογενειακών φίλων. Αναµφίβολα υπάρχουν µερικά εκατοµµύρια ανθρώπων στη χώρα αυτή που θα ήθελαν να γίνουν Νταβέλης στη θέση του Νταβέλη και να κάνουν µπίζνες σαν να βγάζουν λαγούς απ’ τα καπέλα.

εν πρόκειται για µια ακόµη αδέξια κίνηση της δεξιάς κυβέρνησης. Πρόκειται για αντίληψη και πρακτική άσκησης της πολιτικής που προσεγγίζει την παλιά ΕΡΕ µε τους µπακαλιάρους της αλλά και τα σχέδια βίας και νοθείας. Μέσα στην πανδηµία ο Μητσοτάκης περνάει νοµοσχέδια για την παιδεία, νοµοθετεί περιβαλλοντικά εγκλήµατα και προετοιµάζει οικονοµική ισοπέδωση των µεσαίων και αδύναµων στρωµάτων. Ο γιος του Μητσοτάκη συµπεριφέρεται όπως ο κλασικός ιός της συντήρησης που είναι έτοιµος να καταβροχθίσει κάθε υγιή πλευρά της κοινωνίας και φυσικά το σύνολο των δικαιωµάτων.

Στοιχείο της πολιτικής του πρωθυπουργού είναι ότι σταθερά δεν τηρεί καν τα προσχήµατα, ούτε απολογείται µε όρους δηµοκρατικής λειτουργίας. Αντιθέτως, προσπαθεί µε τη βοήθεια των συστηµικών ΜΜΕ να παγιώσει την κοινωνική αντίληψη ότι κυριαρχεί και δικαιούται να κάνει ό,τι θέλει.

Ο Μητσοτάκης –όσο ακόµη µπορεί– δεν δίνει λογαριασµό σε κανέναν και κινείται µε καύσιµο την αυτοτροφοδοτούµενη αυτοπεποίθηση και τη δηµοσκοπική εικόνα του, θεωρώντας αφενός ότι αυτό θα έχει διάρκεια, αφετέρου ότι ώσπου να καταρρεύσει θα έχει δηµιουργήσει µια πακτωµένη πραγµατικότητα. Είναι περικυκλωµένος ήδη µε σκάνδαλα, αλλά έχει το προνόµιο οι δηµοσιογράφοι και όσοι (πρέπει να) ασκούν έλεγχο να µην του ζητάνε να δώσει εξηγήσεις.

Η προσπάθεια στραγγαλισµού του Documento και ο επιδεικτικός αποκλεισµός της εφηµερίδας και του σάιτ ακόµη και από την καµπάνια για την πανδηµία είναι µια ψυχοπαθολογική έκφραση της πολιτικής που έχει τη σφραγίδα του πρωθυπουργού. Η άλλη εκτροπή, η οποία εδράζεται επίσης σε µια διεστραµµένη συµπλεγµατική αντίληψη για την ηγεσία και τον ηγέτη, είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του Μητσοτάκη να επιβάλει τη σύζυγό του ως θεσµικό στοιχείο της δηµόσιας ζωής και τον αναγκαστικό, τεχνητό θαυµασµό γι’ αυτήν ως προσωπική του επιβεβαίωση.

Είναι άγνωστο αν ο Μητσοτάκης θα καταφέρει να επιβιώσει από αυτό που έρχεται. Ισως οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές για να εξαργυρώσει την κατασκευασµένη εικόνα αντί να παλέψει µε την πραγµατικότητα της ισοπέδωσης της χώρας. Ολα είναι θέµα συσχετισµών αλλά και συγκυριών. Ενα ωστόσο είναι βέβαιο. Οταν τελειώσει η περίοδος Μητσοτάκη θα τον αντιµετωπίζουν σαν τον παστό µπαγιάτικο µπακαλιάρο που θέλησε να κουβαλήσει από τη δεκαετία του 1960 έως το 2020.

Documento Newsletter