«Τον Βασίλη Καρρά τον ήθελε και η φάρα των τραγουδιστών και η κοινωνία»

«Τον Βασίλη Καρρά τον ήθελε και η φάρα των τραγουδιστών και η κοινωνία»

Βρεθήκαμε στην παρουσίαση του βιβλίου «Καλησπέρα και καλή βραδιά – Η βιογραφία του Βασίλη Καρρά» που έγινε στο Θέατρο Άλσος.

«Μερικά πράγματα ούτε λέγονται με το όνομά τους ούτε μπορούν να γραφτούν σε ένα βιβλίο» είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Βασίλης Καρράς για όλα όσα έζησε στα νυχτερινά μαγαζιά που τραγούδησε. Υπάρχουν και πολλά άλλα βέβαια που και μπορούν και έπρεπε να γραφτούν ώστε να διασωθεί η μαρτυρία ενός από τους σημαντικότερους λαϊκούς τραγουδιστές των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό ανέλαβε να το κάνει ο Θάνος Κανούσης στο βιβλίο «Καλησπέρα και καλή βραδιά – Η βιογραφία του Βασίλη Καρρά» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ταξιδευτής.

Συμβαίνει κάτι αξιοπερίεργο με την περίπτωση του Βασίλη Καρρά. Υπήρχε πάντα το σταθερό κοινό του, οι άνθρωποι που τον ακολουθούσαν όπου κι αν τραγουδούσε, εκείνοι που έκαναν τις μεγάλες «ζημιές» με τις ντάνες των λουλουδιών με τις οποίες τον έραιναν όσο τραγουδούσε, εκείνοι που έπιναν ουίσκι στο όνομά του και τον έχρισαν άρχοντα της καψούρας. Υπήρχαν όμως και οι άλλοι. Εκείνοι που παρότι δεν άκουγαν το συγκεκριμένο στιλ τραγουδιών, τον Καρρά και τον άκουγαν και τον γούσταραν. Και αυτό έγινε πολύ σαφές τις ημέρες που ακολούθησαν μετά τον θάνατό του. Τότε που οι συζητήσεις στις παρέες είχαν επίκεντρο εκείνον και τα social media γέμισαν με κείμενα θαυμασμού από ανθρώπους που δεν περίμενες πως τον άκουγαν.

Από τη χτεσινή παρουσίαση του βιβλίου. Από αριστερά ο Γιώργος Λιάνης, ο Φοίβος, η Μαργαρίτα Μάτσα, η Γιώτα Τσιμπρικίδου (συντόνισε τη συζήτηση), ο Φίλιππος Πλιάτσικας, ο Δημήτρης Καλαντζής, ο Μιχάλης Μαρκάτης και ο Θάνος Κανούσης

Χτες βράδυ στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο Θέατρο Άλσος στο Πεδίο του Άρεως μίλησαν για τον λαϊκό τραγουδιστή άνθρωποι που είχαν προσωπική σχέση μαζί του. Ο Γιώργος Λιάνης ο οποίος ήταν μεταξύ αυτών εξέφρασε μέσα σε μια πρόταση αυτό που συμβαίνει με την περίπτωση του Καρρά. «Η φάρα των τραγουδιστών –συγχωρήστε μου τη λέξη φάρα, τα παλιά χρόνια τη λέγαμε με θετικό πρόσημο– χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Από τη μια είναι οι τραγουδιστές που τους συμπαθεί φοβερά η φάρα όμως δεν τους αποδέχεται η κοινωνία και το κοινό και από την άλλη οι τραγουδιστές που τους λατρεύει το κοινό και η κοινωνία αλλά δεν τους αποδέχεται η φάρα. Τον Βασίλη τον ήθελε και η φάρα και η κοινωνία».

Ο Βασίλης Καρράς γεννήθηκε από πρόσφυγες γονείς, από οικογένεια που ξεριζώθηκε από τον Πόντο και βίωσε όλες τις δυσκολίες μέχρι να βρει κάπου να ξαναριζώσει. Ο μικρός Βασίλης μεγάλωσε σε μια παράγκα δίπλα σε ένα ρέμα. Όταν έβρεχε, το ρέμα φούσκωνε και μαζί έπαιρνε και την παράγκα. Δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε. Δεν ξέχασε ποτέ ότι στα δέκα του χρόνια αναγκαζόταν να ξυπνάει στις 2 και τις 3 τη νύχτα και να τρέχει για δουλειά. Ούτε ότι όταν πέθανε ο πατέρας του και εκείνος ήταν μόλις 18 ετών αναγκάστηκε να αναλάβει την οικογένεια. Γι’ αυτό και πάντα ήταν ευαισθητοποιημένος απέναντι στους ανθρώπους που είχαν οικονομικά ζητήματα και βοηθούσε με κάθε τρόπο, με μόνη προϋπόθεση ποτέ να μην μαθευτεί η πράξη του. Όταν ο Θάνος Κανούσης συναντούσε τον Βασίλη Καρρά για να γράψει το βιβλίο της ζωής του, αυτός ήταν ο μόνος όρος που του έβαλε. Του είχε δώσει το ελεύθερο να ρωτήσει ό,τι ήθελε εκτός από το κομμάτι που αφορούσε τη βοήθεια που πρόσφερε όλα αυτά τα χρόνια. Ό,τι γνωρίζουμε πλέον –ειδικά μετά τον θάνατό του– το ξέρουμε από αφηγήσεις τρίτων.

Ο Θάνος Κανούσης

Πώς προέκυψε το βιβλίο

Ρωτώ τον Θάνο Κανούση πώς προέκυψε το βιβλίο. Μου λέει πως στα είκοσι χρόνια που γνώριζε τον Βασίλη Καρρά άκουγε διαρκώς ιστορίες από τη ζωή του τραγουδιστή. «Μου φάνηκαν πολύ ενδιαφέρουσες για να χαθούν κι έτσι του είπα ότι κάποια στιγμή έπρεπε να γίνουν βιβλίο. Μια μέρα πριν από τρία χρόνια με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ήθελε να το γράψω εγώ κι έτσι ξεκινήσαμε. Όταν του πήγα τις πρώτες τριάντα σελίδες είχα μεγάλη ανησυχία, γιατί ο Βασίλης ήταν άνθρωπος πολύ ειλικρινής και αν κάτι δεν του άρεσε θα μου το έλεγε στα ίσα. Όταν τις διάβασε, με κοίταξε, χαμογέλασε και είπε: “Νουβέλα μ’ έκανες!”». Το βιβλίο ήταν έτοιμο από τις αρχές του καλοκαιριού του 2023, όμως τότε ο Καρράς είχε τη μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του και επειδή ήθελε να είναι παρών στην παρουσίαση του βιβλίου καθυστέρησαν την έκδοση.

Ο τραγουδιστής γνωρίστηκε με τον Θάνο Κανούση στη συναυλία των Πυξ Λαξ το 2004 στον Λυκαβηττό (αυτή που είναι γνωστή ως «τελευταία συναυλία» του συγκροτήματος). Τότε ο Κανούσης εργαζόταν για μια εταιρία παραγωγής και ο Καρράς έπαιρνε μέρος στη συναυλία ως γκεστ. Ο συνδετικός κρίκος ήταν ο μάνατζερ του Καρρά, ο Στράτος Γκιάτας. Κάτι που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό είναι πως ο Καρράς αγαπούσε πολύ το έντεχνο και το ροκ. Ο Κανούσης ασχολήθηκε ως παραγωγός με αυτή τη σκηνή καθώς συνεργαζόταν για χρόνια με τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Φίλιππο Πλιάτσικα, τον Γιάννη Ζουγανέλη, τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, τη Δήμητρα Γαλάνη. «Αγαπούσε πολύ το έντεχνο και πήγαινε και κρυφά στο Café Americain στη Θεσσαλονίκη όταν έσβηναν τα φώτα για να παρακολουθήσει τα live. Ήθελε να διαπιστώσει ποιο ήταν το ξεχωριστό στοιχείο που έχουν αυτοί οι καλλιτέχνες και γνωρίζουν τόσο μεγάλη επιτυχία. Μου έλεγε εν τω μεταξύ πως ό,τι έβλεπε και του άρεσε το “έκλεβε” και το έβαζε και στις δικές του συναυλίες» λέει ο συγγραφέας του βιβλίου.

Πώς τραγούδησε την «Πιρόγα»

Ο Κανούσης ήταν και η αιτία που ο Βασίλης Καρράς τραγούδησε την «Πιρόγα». Ο Καρράς αγαπούσε πολύ αυτό το τραγούδι και ήθελε πολύ να το λέει στις εμφανίσεις του. Ο παραγωγός του όμως του είπε να μην πάει να ζητήσει την άδεια από τον Θάνο Μικρούτσικο. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία: «Του έλεγε ένας παραγωγός “Βασίλη, μην πας, θα φας πόρτα”. Πρότεινα τότε να μιλήσω εγώ στον Θάνο, καθώς είχαμε συνεργαστεί για πέντε χρόνια στο παρελθόν και ήμασταν φίλοι. Πάω λοιπόν στον Μικρούτσικο και του λέω “Θάνο, ο Βασίλης Κεσογλίδης θέλει να πει την Πιρόγα”. “Ποιος;” ρωτάει ο Θάνος. “Ο Βασίλης Καρράς” του εξηγώ. Και λέει τότε ο Θάνος: “Αν ο Βασίλης Καρράς θέλει να πει την Πιρόγα εγώ γιατί να του το απαγορεύσω;”  Του έδωσα τότε το CD με την ηχογράφηση που ήδη είχε κάνει ο Καρράς. Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο ο Θάνος και με φωνή Καρρά μου λέει: “Τι έγινε; Του Μικρούτσικου του άρεσε;” Ο Θάνος μου είπε να πω στον Βασίλη πως τραγούδησε την Πιρόγα πολύ καλύτερα από πολλούς άλλους. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ χάρηκε όταν το άκουσε».

«Φώτα, θέλω φώτα! Να φωτίζεις τον κόσμο»

Ο Θάνος Κανούσης μου αφηγείται μια ιστορία που δεν έχει ξαναπεί. Κάποια στιγμή ο Καρράς συμμετείχε στο Φεστιβάλ Ολύμπου. «Στους πρόποδες του Ολύμπου είναι ένας καταπληκτικός χώρος, μέσα στα πλατάνια, δίπλα τρέχει ένα ποτάμι. Το είδε ο Βασίλης και έπαθε πλάκα. Ήρθαν 1.200 άνθρωποι. Παρότι δεν ήταν λίγοι δεν ήταν καλά για μας γιατί ήταν μεγάλη η παραγωγή. Την άλλη μέρα μου τηλεφώνησε ο Στράτος Γκιάτας και μου είπε ότι σε πέντε μέρες θα παίζαμε στην παραλία της Κατερίνης. Του λέω “Είσαι καλά; Εδώ παίξαμε στο Φεστιβάλ Ολύμπου”. Μου απαντά: “Άσε, δεν ξέρεις εσύ. Στην εμφάνιση αυτή πήγε δύο χιλιάδες κόσμος με διπλάσιο εισιτήριο γιατί τον Βασίλη έτσι τον ήθελαν, έτσι τον είχαν στο μυαλό τους. Ήθελαν να καθίσουν σε τραπέζι, να πιούνε τα ποτά τους και να πετάξουν λουλούδια». Παρόλα αυτά εκείνου του άρεσε η επαφή που είχε με τον κόσμο στους συναυλιακούς χώρους. Στο Θέατρο Πέτρας το 2017 όπου γιόρτασε τα 40 χρόνια του στη δισκογραφία έλεγε διαρκώς στον φωτιστή: «Φώτα, θέλω φώτα! Να φωτίζεις τον κόσμο». Ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα των ανθρώπων γιατί στα νυχτερινά κέντρα δεν είχε αυτή την ευκαιρία καθώς ο τραγουδιστής μπορεί να βλέπει μέχρι την πρώτη σειρά, λόγω χαμηλού φωτισμού στην αίθουσα.

Ο Καρράς ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση καλλιτέχνη. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής του που τον ανάγκασαν να βγει στη βιοπάλη από νωρίς, είχε πάντα καλλιτεχνικές ανησυχίες. Όταν ακόμη δούλευε σε μηχανουργείο είχε δώσει εξετάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Στην κριτική επιτροπή ήταν ο Μάνος Κατράκης και η  Έλλη Λαμπέτη οι οποίοι τον πέρασαν. Αρκετά χρόνια μετά αναζήτησε καλλιτεχνική διέξοδο στη ζωγραφική. Τότε ήταν που ζήτησε από έναν ζωγράφο να του μάθει τις τεχνικές. «Ο Βασίλης κάπνιζε πολύ. Όταν ζωγράφιζε όμως δεν έβαζε το τσιγάρο στο στόμα. Κάποια στιγμή μου είχε πει κάτι πολύ ωραίο. Ότι όταν η ψυχολογική του κατάσταση ήταν καλή έβλεπε στους πίνακες φως και χρώμα, όταν ήταν θλιμμένος του έβγαιναν μουντοί» λέει ο Θάνος Κανούσης.

Ο Βασίλης Καρράς με τον Γιάννη Πάριο

Πρώτα κατάκτησε τη γειτονιά του

Κατά τη χτεσινή παρουσίαση της βιογραφίας του Βασίλη Καρρά ο Γιώργος Λιάνης μίλησε για τον τρόπο που ο Καρράς έχτισε την πορεία του. «Πρώτα κατάκτησε τη γειτονιά του, μετά τις γύρω γειτονιές –Εύοσμος, Νεάπολη, Συκιές– σαν να έχει σχέδιο. Πρώτα δηλαδή τραγούδησε στις δυτικές συνοικίες και όταν ένιωσε δυνατός κατέβηκε και στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Έπειτα γύρισε τη Μακεδονία νομό νομό. Και εκεί έμενα όχι μέρες, όχι εβδομάδες, αλλά μήνες ολόκληρους. Ο Καρράς είχε ένα χάρισμα, μπορούσε να επικοινωνεί με όλους, από τον υψηλότερο μέχρι τον ταπεινότερο».

Η Μαργαρίτα Μάτσα, Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας MINOS EMI UNIVERSAL, είπε πως γνώρισε τον Καρρά μέσα από τη συνεργασία τους και ανέφερε πως ήταν πολλοί οι ράπερ που ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του. Στη χτεσινή παρουσίαση διάβασε δυο λόγια, που είχε πει από καρδιάς ο τραγουδιστής: «Εγώ σε όλα τα πράγματα στη ζωή μου ήμουν εραστής. Ήμουν ένα παιδί που δεν χόρτασε ποτέ τη ζωή και δεν θα τη χορτάσει ποτέ. Θέλω να τη γνωρίσω τη ζωή απ’ όλες τις απόψεις, να ζήσω τα πάντα, ρε παιδί μου. Κι ακόμα είμαι έτσι, νιώθω έφηβος ακόμα μέσα μου. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ».

Η σχέση του με τους Πυξ Λαξ

Πολύ συγκινητική ήταν η προσέγγιση του Φίλιππου Πλιάτσικα ο οποίος είπε πως θεωρεί τον Βασίλη Καρρά από τους σημαντικότερους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή του. «Κατάλαβα μέσα από το βιβλίο τόσα πράγματα σχετικά με τα στοιχεία που έκαναν αυτό τον άνθρωπο αυτό που ήταν. Τον γνωρίσαμε το 1993 όταν ο Αχιλλέας Θεοφίλου σχεδόν με το ζόρι έφερε τον Καρρά σε ένα στούντιο στην Αγία Παρασκευή για να πει ένα τραγούδι του Μάνου που είχαμε φτιάξει, το “Ασ’ τη να λέει”. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα, να υπάρχει ένα μπουκάλι Chivas για να τραγουδήσει. Αρχίσαμε να καταλαβαινόμαστε προτού γνωριστούμε» αφηγείται ο Πλιάτσικας. Και συνεχίζει: «Τραγούδησε το τραγούδι μία ή δύο φορές και το αποτέλεσμα το ακούσατε όλοι. Οι προηγούμενοι δίσκοι των Πυξ Λαξ είχαν πάει άπατοι. Όλοι ξέρουν σήμερα το “Πούλα με” και άλλα τραγούδια, τότε όμως δεν τα ήξερε σχεδόν κανείς. Η συμμετοχή του Βασίλη Καρρά στον συγκεκριμένο δίσκο μας άνοιξε μια πόρτα. Δεν ξέρω αν η καλλιτεχνική μας πορεία θα ήταν ίδια αν ο Βασίλης δεν είχε πάρει το αεροπλάνο εκείνο το πρωί να έρθει να τραγουδήσει. Και γι’ αυτό τον έχω βάλει τόσο πολύ στην καρδιά μου και γι’ αυτό είναι μεγάλη μου τιμή που βρίσκομαι εδώ και μιλάω γι’ αυτόν και τη βιογραφία του. Και γι’ αυτό αν υπάρχει ένα μέρος όπου βρίσκεται θέλω να του πω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ και από μένα και από όλους όσους έχει βοηθήσει – πολλούς τους έχει βοηθήσει χωρίς να πει τίποτα» είπε ο Φίλιππος Πλιάτσικας.

Από τη χτεσινή παρουσίαση στο θέατρο Άλσος

Όλοι τον αποκαλούσαν άρχοντα

Στην παρουσίαση στην οποία διάβασαν αποσπάσματα από το βιβλίο οι ηθοποιοί Μιχάλης Μαρκάτης και Δημήτρης Καλαντζής. Τελευταίος μίλησε ο Φοίβος. «Όταν κλείνουμε ένα στούντιο με οποιοδήποτε καλλιτέχνη λέμε για παράδειγμα αύριο έχουμε στούντιο στις έξι η ώρα. Μέχρι τις εξίμιση έχουν έρθει όλοι όσοι πρόκειται να δουλέψουμε. Για να σπάσει ο πάγος ξεκινάμε μια συζήτηση έντονου κοινωνικού σχολιασμού που κρατά μία με μιάμιση ώρα. Κοινώς βγαίνουν τα φτυάρια και ξεκινάνε όλοι να λένε για όλους: την πίκρα τους, το παράπονό τους. Όλα αυτά τα χρόνια όποτε η συζήτηση πήγαινε στον Καρρά δεν είχε να πει κανείς τίποτα κακό. Λέγανε όλοι μόνο ωραία πράγματα. Δεν το έχω συναντήσει για κανέναν άλλο καλλιτέχνη αυτό» είπε.

Ο Φοίβος εξήγησε για ποιο λόγο τον αποκαλούσαν όλοι άρχοντα. «Όχι γιατί ήταν τόσο επιτυχημένος και μεγάλος τραγουδιστής, αλλά επειδή ήταν μεγάλος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που παρότι πέρασε δύσκολα ενδιαφερόταν για τους άλλους. Υπήρχε μια εποχή που δεν είχε λεφτά ούτε για να πάρει κάλτσες και για να βγει να τραγουδήσει το βράδυ στο μαγαζί έβαφε με μαρκαδόρο τους αστραγάλους του, για να φαίνεται ότι φοράει κάλτσες. Όμως αντί όλες αυτές οι δυσκολίες να τον σκληρύνουν σαν άνθρωπο, τον σκλήρυναν σαν αγωνιστή αλλά τον γλύκαναν σαν άνθρωπο. Προφανώς γιατί έκανε προβολή σε όλους τους ανθρώπους αυτών που πέρασε ο ίδιος».

Θυμήθηκε ο Φοίβος και τη φορά που γνώρισε τον Βασίλη Καρρά στο γραφείο του Αχιλλέα Θεοφίλου. Τότε ο συνθέτης, όπως είπε, έφτιαχνε όλη τη μουσική του με ένα Atari. Μετά περνούσε τη μουσική σε μια κασέτα. Όταν ήθελε να παρουσιάσει κάποιο τραγούδι του πήγαινε κοντά στον καλλιτέχνη και του τραγουδούσε τη μελωδία και τον στίχο. «Ο ήχος που αγαπούσα και άκουγα ήταν το σκληρό ροκ και σε αυτό όποιος τραγουδάει πιο ψηλά είναι και ο καλύτερος τραγουδιστής, γι’ αυτό έγραφα πάντα σε γυναικείους τόνους. Είχα πάει τα πρώτα δύο τραγούδια στον Αχιλλέα. Το ένα ήταν το “Απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις” και ίσως και το “Τηλεφώνησέ μου”. Έχει φωνάξει λοιπόν ο Αχιλλέας τον Βασίλη στο γραφείο και αρχίσαμε να συζητάμε για τον δίσκο που θα κάναμε. Κάποια στιγμή του λέει ο Αχιλλέας: “Έλα πιο κοντά Βασίλη, τώρα θα βάλουμε το κομμάτι και θα έρθει να σου πει στο αυτί”. Τον κοίταξε λίγο περίεργα ο Βασίλης. Δεν ήξερε τι πρόκειται να του συμβεί. Παίζει η μουσική, πάω εγώ δίπλα στον Βασίλη, μου λέει: “από το άλλο αυτί, αυτό είναι το κουφό”. Αρχίζει λοιπόν το ρεφρέν, μπαίνω με φαλτσέτο, δεν λέει τίποτα ο Βασίλης. Τελειώνει το πρώτο κομμάτι, κάνει με το χέρι σήμα να παίξει άλλο. Με τον ίδιο τρόπο του λέω το “Τηλεφώνησέ μου”. Κι εκεί ο Βασίλης ζητάει να σταματήσουμε. Γυρνάει στον Αχιλλέα και του λέει “Ψηλέ, τι είναι αυτά; Αυτά είναι φούστα-μπλούζα τραγούδια”».

Για κλείσιμο κρατώ δυο λόγια από το βιβλίο του Θάνου Κανούση: «Τίποτα σε τούτη τη ζωή δεν είναι τυχαίο και τίποτα δεν χαρίζεται. Όλα, μα όλα, όσα θεωρούμε τύχη, είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, πειθαρχίας του νου και πηγαίου ταλέντου. Γιατί η μεγάλη επιτυχία και ο πλούτος μπορεί να σε οδηγήσουν σε άλλους δρόμους, δύσβατους, περίεργους, αδιέξοδους. Όταν είσαι επηρεασμένος από την επιτυχία σου και δεν μπορέσεις να ελέγξεις την έπαρσή σου, καβαλάς το χρυσό καλάμι και αυτό μπορεί να αλλοιώσει την καθημερινότητά σου, τη ζωή σου, ακόμα και την ίδια σου την προσωπικότητα. Τίποτα, όμως απ’ όλα αυτά δεν τον άλλαξε τον Βασίλη και για όσους τον γνώριζαν από παιδί παρέμεινε ο “Βασιλάκης”, όπως τον φώναζαν οι φίλοι του στην Ηλιούπολη, ο Βασίλης Κεσογλίδης, όπως είναι το πραγματικό του όνομα».

INFO
Tο βιβλίο «Καλησπέρα και καλή βραδιά – Η βιογραφία του Βασίλη Καρρά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ταξιδευτής

Documento Newsletter