Υπήρχε μια εποχή κατά την οποία όταν γνωρίζαμε κόσμο προσπαθούσαμε να καταλάβουμε αν διάβαζαν Τομ Ρόμπινς. Τα βιβλία του λειτουργούσαν κάπως σαν εγγύηση ότι εκείνοι που τα προτιμούσαν είχαν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί κουλτούρας και σουρεάλ χιούμορ. Μετά πέρασε ο καιρός και μαζί πέρασαν πολλά βιβλία από τα χέρια μας. Συχνά όμως σε συζητήσεις με βιβλιόφιλους της γενιάς μας το όνομα του Ρόμπινς έπεφτε στην παρέα, μαζί με δυο κουβέντες για το πόσο ωραία δομημένα –αν και φαινομενικά χαοτικά ήταν– το «Άρωμα του ονείρου», ο «Τρυποκάρυδος», «Χορός των εφτά πέπλων», η αντεργκράουντ «Αμάντα» (1967, το πρώτο του βιβλίο), το «Ακόμη και οι καουμπόισες μελαγχολούν» (με το οποίο εκτοξεύτηκε η φήμη του).
Αλήθεια, πόσα μάθαμε για εκείνον τα τελευταία χρόνια από την αυτοβιογραφική «Θιβετιανή ροδακινόπιτα»! Μέχρι τότε προσπαθούσε να μην αφήνει ίχνη της προσωπικής του ζωής, ενώ σπανίως έδινε συνεντεύξεις. Σε μια από αυτές, το 1982 στους ΛάριΜακΚάφερι και Σίντα Γκρέγκορι λέει χαρακτηριστικά: «Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να ζεις μακριά από τα κέντρα της φιλοδοξίας, να παραμένεις μακριά από τα πολιτικάντικα πάρε-δώσε του λογοτεχνικού χώρου και το είδος των κοινωνικών επαφών που μπορεί να σε κάνουν να δώσεις λάθος έμφαση στο έργο σου».
Ο Ρόμπινς, που έφυγε από τη ζωή χτες στα 92 του, ήταν για πολλούς από μας κάτι σαν μακρινός συγγενής. Ένας τύπος που κατάφερε να απελευθερωθεί μέσω της γραφής. Ένας ακόμη φωτισμένος άνθρωπος που μας πήρε από το χέρι και μας έδειξε όψεις του κόσμου που δεν θα γνωρίζαμε αν δεν είχαμε την τύχη να πέσουμε στα βιβλία του.
Σήμερα ξεφυλλίζω και πάλι τα κείμενά του ψάχνοντας ίσως να βρω για άλλη μια φορά τι ήταν εκείνο που τον έκανε τόσο ιδιαίτερο. Προερχόταν από οικογένεια Βαπτιστών της Βόρειας Καρολίνας. Συγκεκριμένα, μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό στα Απαλάχια. «Εξαθλίωση, άγνοια άντρες που έδερναν τις γυναίκες τους και έπιναν πολύ, ένα μάλλον απαίσιο μέρος, γεμάτο φυσική ομορφιά και γραφικούς χαρακτήρες, αλλά βίαιο, ένας φιδόλακκος, και πάνω απ’ όλα θλιβερό» λέει στην ίδια συνέντευξη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Συζητήσεις με τον Τομ Ρόμπινς» (εκδ. Αίολος, μτρφ. Γ. Μπαρουξής). Παρά το σκληρό περιβάλλον οι γονείς του τον ενθάρρυναν να ακολουθήσει τον δρόμο των γραμμάτων.
Ο μυθιστοριογράφος της αντικουλτούρας, όπως τον αποκαλούσαν, από νωρίς εμπιστεύτηκε την τάση του προς το μαγικό στοιχείο κάτι που ενσωμάτωσε με μεγάλη μαεστρία στο έργο του το οποίο συνδιαλέγεται με τη φιλοσοφία. Σε μια ζωή που περικλείει άλλες δέκα φοίτησε σε στρατιωτική ακαδημία (τη δεκαετία του 1950), εργάστηκε ως δημοσιογράφος, ασχολήθηκε με την ποίηση και ήρθε σε επαφή με μπίτνικ συγγραφείς και ποιητές αλλά και μποέμ ζωγράφους. Επηρεασμένος από την ψυχεδέλεια των 60s προσπάθησε να αποτυπώσει στις ιστορίες του την αίσθηση των πραγμάτων που έχει κάποιος όταν παίρνει LSD.
Λέει για τα ψυχεδελικά ναρκωτικά και την επίδρασή τους στη σκέψη του: «Το κυριότερο είναι ότι μου επέτρεψαν να είμαι λιγότερο άκαμπτος, διανοητικά και συναισθηματικά. Ορισμένοι φραγμοί κυριολεκτικά έλιωσαν. Η πραγματικότητα δεν είναι κάτι παγιωμένο, και έμαθα να κινούμαι πιο εύκολα από το ένα επίπεδο ύπαρξης στο άλλο. Τα όρια ανάμεσα στην αποκαλούμενη πραγματικότητα και την αποκαλούμενη φαντασία, ανάμεσα στο όνειρο και την εγρήγορση, το έμψυχο και το άψυχο, δεν ήταν πια τόσο ευδιάκριτα και έκανα κάποια χρήση αυτής της νεοεφευρεθείσας κινητικότητας στα έργα μου».
Ο Ρόμπινς ανήκε σε εκείνη τη γενιά συγγραφέων που έγραφαν για το κέφι τους και όχι γιατί έπρεπε σώνει και ντε να παραδώσουν ένα ακόμη βιβλίο στον εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάζονται. Για εκείνον δεν είχε νόημα να ασχολείται κάποιος με τη συγγραφή κάτω από τέτοιες συνθήκες. Γι’ αυτό ίσως κατάφερε να συνδεθεί με ένα τόσο μεγάλο και ετερόκλητο παγκόσμιο κοινό. Σε συνέντευξη που του είχε κάνει ο Μάικλ Στρέλοου το 1981 τον ρωτούσε αν τον απασχολούσε η αθανασία και αν ήταν για εκείνον σημαντικό να συνεχίσουν να ζουν τα βιβλία του όταν εκείνος θα είχε φύγει από τη ζωή.
Για κλείσιμο κρατάμε την εντελώς «τομρομπινίστικη» απάντησή του: «Στην επόμενη ζωή ελπίζω να με απασχολούν πολύ πιο σοβαρά πράγματα από το αν διαβάζει ο κόσμος τα βιβλία μου ή όχι. Το ήξερες ότι αφού πεθάνεις, τα μαλλιά και τα νύχια σου συνεχίζουν να μεγαλώνουν; Είναι αλήθεια, συνεχίζουν. Αλλά τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, όπως και να το κάνεις».