Το ζήτημα της παρακολούθησης πολιτικών στη νομική του διάσταση

Το ζήτημα της παρακολούθησης πολιτικών στη νομική του διάσταση

Ίσως την ώρα που τυπώνονται αυτές οι γραμμές να έχει ήδη προσανατολιστεί η συζήτηση στα ουσιώδη, όπως το πώς και γιατί αλλάζει ο νόμος που ορίζει τις διαδικασίες κάμψης της αρχής του Αρ. 19 παρ. 1 του Συντάγματος αίφνης και δη αναδρομικά με το αρ. 87 Ν.4790/2021.

Αλλά μία νομική ματιά στο κείμενο του Ν.2225/1994 δείχνει κατά τη γνώμη μου ότι περισσότερες απαντήσεις κρύβονται στο Διοικητικό Δίκαιο παρά στις γραμμές των Αρ. 19 και 61 του Συντάγματος ή το Αρ. 343 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου 7, τα οποία -χωρίς ειδική δικανική κρίση αν όχι ικανή νομολογία- δεν θα πείσουν τον κακόπιστο που αγνοεί το ειδικό βάρος της Θεωρίας Συνταγματικού Δικαίου.

Πρωτίστως οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, αντίθετα με τη νομοτυπική προσέγγιση του Αρ. 4 του Ν.2225/1994 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα), όπου θα βρει κανείς πολλές συγκεκριμένες αξιόποινες συμπεριφορές για τη διαπίστωση των οποίων αίρεται το απόρρητο, η παρ. 3 του ίδιου νόμου που αφορά στους λόγους «Εθνικής Ασφάλειας» είναι αξιοπρόσεκτα λακωνική. «Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση», μας διδάσκει το άρθρο, χωρίς να μας εξηγεί -πόσο μάλλον να απαριθμεί- ποιες συμπεριφορές μπορεί να κνίζουν την «Εθνική Ασφάλεια» και ποιος είναι αυτός που κάνει την αρχική εκτίμηση.
Υπάρχει άραγε γνώμη του Νομικού Συμβούλου του Κράτους που εδρεύει εντός της ΕΥΠ επί της αίτησης που θα βοηθήσει την αρμόδια Εισαγγελέα να κατανοήσει το σκοπό εκάστου αιτήματος;

Σίγουρα πάντως τούτες οι «ύποπτες» συμπεριφορές, όποιες και να είναι, δεν σχετίζονται με προσφιλή στην καθημερινότητα των ΜΚΔ εγκλήματα όπως η εσχάτη προδοσία ή οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής και τα συναφή, καθώς τα σχετικά άρθρα (134 και 135 ΠΚ) ερευνώνται με τη διάταξη που αφορά τα σαφώς αριθμημένα εγκλήματα του Αρ. 4 και όχι την «Εθνική Ασφάλεια» του Αρ. 3. Ακόμα και το εξόχως περίπλοκο ως προς την ερμηνεία Αρ. 140 ΠΚ («Όποιος με πράξεις εχθρικές, που η κυβέρνηση δεν τις εγκρίνει ή με μηχανορραφίες εκθέτει με πρόθεσή του το ελληνικό κράτος τιμωρείται…») περιλαμβάνεται στη μακρά λίστα κοινών εγκλημάτων του Αρ. 4 του Ν.2225/1994 και όχι στους λόγους «Εθνικής Ασφάλειας».

Άρα, ας το πούμε χονδροειδώς ως πρώτο συμπέρασμα, ο «προδότης» δεν παρακολουθείται με τις διατάξεις που αφορούν την «Εθνική Ασφάλεια», αλλά με αυτές που προβλέπουν άρση απορρήτου για εγκληματικές πράξεις.

Εξ ίσου ενδιαφέρον: ο κατάσκοπος μπορεί να ενημερώνεται από την ΑΔΑΕ για την παρακολούθησή του, αλλά ο Βουλευτής που παρακολουθήθηκε για λόγους «Εθνικής Ασφάλειας» όχι. Στις περιπτώσεις που απασχολούν την επικαιρότητα, ωστόσο, δεν είχαμε υποψία τέλεσης κάποιου εγκλήματος από δημοσιογράφους και πολιτικό αρχηγό αλλά το ευρύ «άρση απορρήτου επικοινωνιών για λόγους Εθνικής Ασφάλειας».

Η έγκριση παρακολούθησης αυτού του είδους, ήγουν της άρσης απορρήτου για λόγους «Εθνικής Ασφάλειας», προϋποθέτει σαφή αίτηση της αρχής, εν τοιαύτη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, που οφείλει να περιέχει κατά το Αρ. 5 Ν.2225/1994 και το σκοπό της επιβολής της άρσης.

Εδώ θα πρέπει να σταθούμε, καθώς συζητείται ευρέως στα ΜΚΔ ότι η Εισαγγελέας «απλώς υπογράφει» κάτω από αριθμούς τηλεφώνων.

Κατ’αρχάς, ούτε ο Νόμος απαιτεί τον παροπλισμό μίας Εισαγγελέως με αποκλειστικό μέλημα την άρση απορρήτου επικοινωνιών για να υπογράφει κάτω από αριθμούς τηλεφώνων, ούτε φυσικά ο Νόμος υπονοεί ή αρκείται σε μια τυποποιημένη φράση του τύπου «σκοπός είναι η συλλογή πληροφοριών» ως αιτιολόγηση της άρσης. Εισαγγελέας έχει τοποθετηθεί για να κρίνει ουσιαστικά «το σκοπό επιβολής της άρσης». Και ο σκοπός αυτός πρέπει να είναι τόσο σαφής, ώστε αφ’ενός να επιδέχεται ουσιαστικής κρίσεως και αφ’ετέρου να πείσει έναν Εισαγγελικό λειτουργό ότι το δικαίωμα απορρήτου των επικοινωνιών του Αρ. 19 του Συντάγματος κάμπτεται για κάποιον σοβαρό λόγο.

Στην περίπτωση, λοιπόν, που ως σκοπός περιγράφεται απλά π.χ. ως «η συλλογή πληροφοριών», η Εισαγγελέας θα όφειλε να εκδώσει ασκαρδαμυκτί αρνητική διάταξη. Στην περίπτωση του Αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, μάλιστα, θα περίμενε κανείς ένα επίπεδο επαγγελματισμού των ανθρώπων της ΕΥΠ που όχι μόνο θα αιτιολογούσε την κάμψη του θεμελιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος του Αρ. 19 του Συντάγματος, αλλά θα περιείχε και μια πρόσθετη υποσημείωση ότι το πρόσωπο που θα παρακολουθηθεί έχει ιδιότητα Ευρωβουλευτή που προστατεύεται με ειδικά προνόμια και εγγυήσεις. Η Εισαγγελική λειτουργός, συνεπώς, θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή της τόσα στοιχεία για το σκοπό, που όχι μόνο θα της επέτρεπαν να κάμψει το συνταγματικό δικαίωμα του Αρ. 19 Συντάγματος, αλλά να κάμψει περαιτέρω και τις εγγυήσεις των Συνθηκών που προστατεύουν τους Ευρωβουλευτές.

Αξίζει, συνεπώς να καμφθούν όλες τούτες οι Συνταγματικές και Υπερνομοθετικές εγγυήσεις σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό;

Μόνον η ίδια η διάταξη άρσης του απορρήτου που δεν έχει ως τώρα που γράφω δημοσιευτεί μπορεί να μας απαντήσει.

Εάν πραγματικά ετέθησαν ενώπιον της Εισαγγελέως ουσιαστικά στοιχεία που η ίδια θεώρησε ότι επιβάλλεται να αποστερήσει από έναν Ευρωβουλευτή τις εγγυήσεις που του επιτρέπουν να εκτελέσει το έργο του, έστω, ας μιλήσουμε για Συνταγματική θεωρία. Εάν πάλι δεν ετέθησαν υπ’όψιν της Εισαγγελέως όσα στοιχεία απαιτούνταν για να προκύπτει ο σαφής σκοπός της παρακολούθησης, τότε κακώς ενεκρίθη η άρση. Υπάρχει Πειθαρχικό Δίκαιο να το ερευνήσει.   Εάν τέλος σκοπίμως απεκρύβησαν από την Εισαγγελέα οι σημαντικές πληροφορίες για το πρόσωπο του παρακολουθησομένου από την ΕΥΠ και αυτή μολοντούτο υπέγραψε, έχουμε πιθανό έγκλημα και ας ελεγχθεί αρμοδίως, ποινικά και πειθαρχικά ο κάθε εμπλεκόμενος.

Η μόνιμη παθογένεια του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, όπως συχνά επικαλείται η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, φαίνεται πως συνάντησε τις «μάχες με χρόνιες παθογένειες» στην ΕΥΠ, όπως ανέφερε στην αποστροφή του ο κύριος Πρωθυπουργός και τούτο δίνει χρόνο σε κάθε ένοχο να καλύψει τα ίχνη του, κάτι που έχουμε δει σε πολλές υποθέσεις με τις οποίες ασχολούμαστε εμείς οι Δικηγόροι Ποινικού Δικαίου.

*Ο Κωνσταντίνος Μορτόπουλος είναι Δικηγόρος και Απόστρατος Ανώτερος Αξιωματικός του Νομικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων.

Documento Newsletter