Το «Υπάρχω» στο πρίσμα των γεγονότων

Το «Υπάρχω» στο πρίσμα των γεγονότων
Χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα σπεύδουν στις κινηματογραφικές αίθουσες για το «Υπάρχω», την κινηματογραφική βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη με τον Χρήστο Μάστορα να υποδύεται τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή

Πραγματικά γεγονότα και μυθοπλασία στην κινηματογραφική βιογραφία του Καζαντζίδη, «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.

Ας ξεκινήσω απ’ το εξής: η ταινία «Υπάρχω» για τον Στέλιο Καζαντζίδη, που σκηνοθέτησε ο βετεράνος Γιώργος Τσεμπερόπουλος, τείνει να δημιουργήσει μια «καζαντζιδομανία» στα τελειώματα του 2024, αν υπολογίσει κανείς το τι γίνεται στις αίθουσες προβολής της. Χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλη τη χώρα, όχι απαραιτήτως μεγάλοι σε ηλικία, συνοδεύουν τον Μάστορα/Καζαντζίδη όσο τραγουδάει στη μεγάλη οθόνη, ενώ αμέσως μετά το τέλος της ταινίας ξεσπούν σε χειροκροτήματα, λες και το είδωλό τους μόλις τελείωσε ακόμη μία σπάνια «ζωντανή» του εμφάνιση ενώπιόν τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που πιστεύω πως δεν θα έχει όμοιο στην ελληνική κινηματογραφία και για μια εισπρακτική επιτυχία που, όπως όλα δείχνουν, θα ξεπεράσει κι αυτήν της «Ευτυχίας» του Φραντζή. Μα το «Υπάρχω» είναι σαφώς ανώτερη κινηματογραφική βιογραφία από την «Ευτυχία».

Και εξηγούμαι. Η Κατερίνα Μπέη είναι μια ικανότατη σεναριογράφος. Το ’χει, που λένε, τόσο με την πλοκή και τους διαλόγους όσο και με την έρευνα που φαίνεται να έχει κάνει. Κι αν στην «Ευτυχία» μοιραία το πράγμα ανοίχτηκε σε πολλές άλλες προσωπικότητες που περιστοίχιζαν την Παπαγιαννοπούλου (άρα μεγαλύτερο κάστινγκ), στο «Υπάρχω» η κατάσταση είναι πιο συμμαζεμένη, αφού η ιστορία εστιάζεται στο προσωπικό δράμα του ασυμβίβαστου καλλιτέχνη, ο οποίος δεν δίστασε να τα βάλει με τις παντοδύναμες δισκογραφικές εταιρείες της εποχής και το «παρακράτος» της νύχτας.

Τα πρόσωπα

Τα αληθινά πρόσωπα που εμφανίζονται στην ταινία, ενσαρκωμένα από άξιους ηθοποιούς (ο υπεύθυνος του κάστινγκ έκανε σπουδαία δουλειά), είναι πέραν του ίδιου του Καζαντζίδη και των τεσσάρων γυναικών της ζωής του (η μητέρα του Γεσθημανή, η Καίτη Γκρέυ, η Μαρινέλλα και η χήρα του Βάσω), ο μικρός αδερφός του, Στάθης Καζαντζίδης, το πρώτο αφεντικό του στο εργοστάσιο που του είχε χαρίσει μια κιθάρα, ο μουσικός Μάνθος Βενέτης, ο τυφλός μαέστρος Στέλιος Χρυσίνης, ο Μάτσας και ο Λαμπρόπουλος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου (τον βλέπουμε σ’ ένα πλάνο να βγαίνει –υποτίθεται– από την Columbia), o Μανώλης Χιώτης, ο στιχουργός Χρήστος Κολοκοτρώνης, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Ακης Πάνου, ο Χειλάς (ιδιοκτήτης της περίφημης Τριάνας του Χειλά) και ο Γιώργος Λιάνης (ο Λιάνης παίρνει συνέντευξη από τον Καζαντζίδη εν έτει 1978 και είναι κάπως άστοχο να τον θεωρεί πρωτόβγαλτο δημοσιογράφο ο τραγουδιστής, μιας και ο Λιάνης από το 1975 ήδη υπήρξε μάρτυρας στη δίκη κατά της χούντας, καταθέτοντας σημαντικά δημοσιογραφικά ντοκουμέντα).

Λείπουν ακόμη και ορθώς, κατά τη γνώμη μου, οι ηθοποιοί που θα μπορούσαν να έχουν υποδυθεί τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι ή τον Μάνο Λοΐζο – συνθέτες «έντεχνους» που ο Καζαντζίδης ευτύχησε να τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση. Από την ταινία απουσιάζουν όμως και άλλοι θρυλικοί τραγουδιστές – συνάδελφοι του Καζαντζίδη. Μια αναφορά υπάρχει μόνο στον Γρηγόρη Μπιθικώτση («μην τυχόν και δώσεις το τραγούδι στον Μπιθικώτση» βλέπουμε τον Στέλιο να λέει σ’ έναν συνθέτη) και τον Πάνο Γαβαλά. Αντίθετα, μεγαλύτερο βάρος δίνεται στον Χρυσίνη (που είχε ανακαλύψει τον Καζαντζίδη στις αρχές της δεκαετίας του 1950) και τον Ακη Πάνου, που τα βρήκαν καλά μεταξύ τους και ο μέγιστος λαϊκός συνθέτης τού είχε δώσει διαχρονικά τραγούδια. Ομοίως, μια μικρή αναφορά υπάρχει και στη Σεβάς Χανούμ ως η «Τουρκάλα», όπως την αποκαλεί η Βάσω Καζαντζίδη στο τέλος του φιλμ.

Μια άλλη πτυχή της πορείας του τραγουδιστή, που αναδεικνύεται στο «Υπάρχω», είναι και το κυνηγητό που υπέστη από τη χούντα, καθώς φορολογήθηκε μ’ ένα εξωφρενικό ποσό και η επιτροπή λογοκρισίας έκοψε το 90% των τραγουδιών που θα έβγαζε από μια δική του ανεξάρτητη δισκογραφική με τον τίτλο Standard. Αυτό μπορεί να εκληφθεί είτε ως μυθοπλασία είτε ως ρεαλισμός. Ενα σχόλιο για τις διαπλεκόμενες σχέσεις των μεγαλοκαρχαριών με την εκάστοτε εξουσία.

Οι ανακρίβειες

Σε ό,τι αφορά τις ιστορικές ανακρίβειες, για τις οποίες ευθύνεται η φιλμική οικονομία, αυτές είναι δύο: είναι γνωστό πως ο Καζαντζίδης σταμάτησε τις εμφανίσεις του στα νυχτερινά μαγαζιά όχι εξαιτίας ενός άγριου τσαμπουκά με όπλα που δείχνει η ταινία, αλλά ενός πάτου από σπασμένο μπουκάλι που εκσφενδονίστηκε και που πέρασε ξυστά από το πρόσωπό του την ώρα που τραγουδούσε την Καθαρά Δευτέρα του 1965 – τα έχει πει ο Καζαντζίδης αυτοπροσώπως σε συνέντευξή του στον Στέλιο Ελληνιάδη και στο περιοδικό «Μουσική» το 1980.

Στην ταινία βλέπουμε ακόμη τον στιχουργό Πυθαγόρα να γράφει επιτόπου στίχους για το «Υπάρχω», το μεγάλο σουξέ του τραγουδιστή με τον Νικολόπουλο. Η αλήθεια είναι όμως πως πρώτα ο Καζαντζίδης είχε ακούσει τη μουσική του τραγουδιού (λέγοντας στον Νικολόπουλο: «Μα, καλά, σλόου ροκ θα τραγουδήσω;») κι έπειτα γράφτηκαν οι στίχοι του από τον Πυθαγόρα. Ψιλά γράμματα θα πει κανείς μέσα σε μια άκρως πετυχημένη κινηματογραφική βιογραφία ή, σωστότερα, λεπτομέρειες που γνωρίζουν μόνο οι παθιασμένοι φαν του τραγουδιστή μαζί με τους ερευνητές του ελληνικού τραγουδιού.

Τέλος, ακόμη μία λεπτομέρεια που προσωπικά, ως βιογράφο της Φλέρυς Νταντωνάκη, με συγκίνησε βαθύτατα: η ταινία τελειώνει με δηλώσεις, πάνω απ’ όλους τους άλλους, των Μάνου Χατζιδάκι – Φλέρυς Νταντωνάκη για το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης. «Φωνές σαν του Στέλιου Καζαντζίδη βγαίνουν κάθε εκατό χρόνια» ήταν η περίφημη δήλωση του Χατζιδάκι που μάλιστα είχε συμπεριληφθεί σ’ ένα άλμπουμ – πορτρέτο του τραγουδιστή. Κι εμείς λοιπόν λέμε σήμερα πως κινηματογραφικές βιογραφίες όπως αυτή του Καζαντζίδη μπορεί να μη βγαίνουν κάθε εκατό χρόνια (η 7η Τέχνη μετράει μόνο 127 χρόνια ύπαρξης, άλλωστε), ανανεώνουν όμως την ξεχασμένη σχέση του ελληνικού σινεφίλ κοινού με την κινηματογραφική αίθουσα κι αυτό από μόνο του είναι βαρυσήμαντο γεγονός.

Documento Newsletter