Την Κυριακή 3 Νοεμβρίου έφυγε από τη ζωή ο θρυλικός παραγωγός, τραγουδοποιός, συνθέτης σάουντρακ και δισκογραφικός παράγοντας Κουίνσι Τζόουνς σε ηλικία 91 ετών. Με μια καριέρα που διήρκεσε εφτά ολόκληρες δεκαετίες, ο Τζόουνς υπήρξε ο πρώτος Αφροαμερικανός συνθέτης υποψήφιος δύο φορές για το Οσκαρ καλύτερου σάουντρακ και τραγουδιού αντίστοιχα: Το 1967 και το 1968 με τις ταινίες «Εν ψυχρώ» του Ρίτσαρντ Μπρουκς που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Τρούμαν Καπότε και «Banning» του Ρον Γουίνστον. Για την ακρίβεια, όλο πρωτιές είχε ο Τζόουνς στην καριέρα του αν υπολογίσει κανείς πως το 1971 ήταν ο πρώτος επίσης Αφροαμερικανός μουσικός διευθυντής της τελετής των βραβείων Οσκαρ, όπως και ο καλλιτέχνης με τις περισσότερες υποψηφιότητες στα Οσκαρ για τις κινηματογραφικές εργασίες του (εφτά φορές).
Γεννημένος το 1933 στο Σικάγο, καρπός της σχέσης ενός ξυλουργού και αθλητή του μπέιζμπολ με μία μεσίτρια και τραπεζική υπάλληλο, με τη μία γιαγιά του πρώην σκλάβα στο Κεντάκι, ο Τζόουνς ασχολήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του με τις ρίζες του και την εξερεύνηση της καταγωγής του. Διόλου τυχαίο που το 2006 δημοσιοποίησε το τεστ DNA που είχε κάνει, σύμφωνα με το οποίο αν και Αφρικανός, είχε κατά 34% ευρωπαϊκές ρίζες από Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και άλλες χώρες. Τις πρώτες μουσικές επιρροές του τις χρωστούσε στη μητέρα του, που τραγουδούσε γκόσπελ, αλλά και σε μια γειτόνισσά τους που έπαιζε πιάνο και τον μάγεψε στην παιδική του ηλικία. Κι όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Σιάτλ, ο νεαρός Κουίνσι σπούδασε μουσική στο Garfield High School και γνωρίστηκε με τον Ρέι Τσαρλς. Εκείνος ήταν 14 ετών, ο Τσαρλς στα 16 και η γνωριμία τους υπήρξε καθοριστική για την πορεία του.
Με Ελβις και Χατζιδάκι
Τη δεκαετία του 1950, κατόπιν υποτροφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, ο Τζόουνς βρέθηκε να συνοδεύει ως τρομπετίστας τον Ελβις Πρίσλεϊ στις τηλεοπτικές εμφανίσεις του και να περιοδεύει στην Ευρώπη με μεγάλες τζαζ ορχήστρες. Για εκείνη την πρώτη περίοδο είχε δηλώσει το εξής: «Είχαμε την καλύτερη τζαζ μπάντα του πλανήτη και λιμοκτονούσαμε. Τότε συνειδητοποίησα πως για να επιβιώσω έπρεπε να μάθω τη διαφορά μεταξύ της “μουσικής” και της “μουσικής βιομηχανίας”».
Σ’ αυτήν ακριβώς τη μουσική βιομηχανία ο Τζόουνς μπήκε για τα καλά όταν ανάλαβε σύμβουλος της μεγάλης δισκογραφικής Mercury Records και γνώρισε τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Λιούμετ, ο οποίος του ανέθεσε τη μουσική της ταινίας «The pawnbroker» (1964). Ηταν η αρχή της μεγάλης θητείας του στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής που θα περιλάμβανε σχεδόν 40 ταινίες και θα οδηγούσε στη μετακόμισή του στο Λος Αντζελες, τη Μέκκα του Χόλιγουντ. Τότε ήταν που ενώ συνέθετε μουσική και σήματα τηλεοπτικών εκπομπών, παράλληλα εργαζόταν στη δισκογραφία ως ενορχηστρωτής θρυλικών καλλιτεχνών όπως η Ελα Φιτζέραλντ, η Σάρα Βον, ο Φρανκ Σινάτρα, αλλά και η Νάνα Μούσχουρη.
Η σχέση του με τη χώρα μας δεν περιορίστηκε μόνο στην εργασία του με τη Μούσχουρη, αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον βραβευμένο με Οσκαρ Eλληνα συνθέτη για το «Ποτέ την Κυριακή» (Never on Sunday). Είναι γνωστό πως ο Κουίνσι Τζόουνς υπήρξε ο παραγωγός του οργανικού άλμπουμ «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (Gioconda’s smile), που ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 1965 υπό τη διεύθυνση του Χατζιδάκι και την ενορχήστρωση του Μπίλι Μπάγερς.
Μυθική παρακαταθήκη
Το 1978 έγινε ο παραγωγός του περίφημου «Μάγου του Οζ» σε προσαρμογή μιούζικαλ, όπου γνώρισε τον Μάικλ Τζάκσον, συμπρωταγωνιστή επί σκηνής της Νταϊάνα Ρος. Η γνωριμία αυτή οδήγησε τον Τζόουνς να κάνει την παραγωγή στο «Thriller» (1982) του Τζάκσον, το πιο ευπώλητο άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής.
Το 1985 είχε την ιδέα και, κυρίως, την ικανότητα να συγκεντρώσει μέσα σε μία μέρα τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς ποπ σκηνής, από τον Μπομπ Ντίλαν και τον Λάιονελ Ρίτσι (φωτογραφία) μέχρι τη Σίντι Λόπερ και τη Μαντόνα, προκειμένου να συμμετάσχουν όλοι μαζί στην ηχογράφηση του «We are the world». Το άτυπο σούπερ γκρουπ ονομάστηκε USA for Africa με τα έσοδα από τις πωλήσεις του σινγκλ (ξεπέρασαν τα 20.000.000 αντίτυπα) να προσφερθούν για την καταπολέμηση του λιμού στην Αιθιοπία.
Μεταξύ πολλών άλλων δραστηριοτήτων ο Τζόουνς, που παρέμεινε ενεργός ακόμη και σε πολύ προχωρημένη ηλικία, κατάφερε να πείσει τον Μάιλς Ντέιβις να ξαναπαίξει λάιβ στο Montreaux Jazz Festival, απ’ όπου και το άλμπουμ «Miles & Quincy Live at Montreaux» (1993), να εκδώσει την αυτοβιογραφία του (2001), να δουλέψει με νεότερους μεγάλους καλλιτέχνες, όπως η Σελίν Ντιόν, ακόμη και να αποκτήσει τη δική του εκπομπή – video podcast (2007), στην οποία μοιραζόταν τη γνώση και την εμπειρία του από τη μουσική βιομηχανία.
Ο Κουίνσι Τζόουνς έκανε τρεις γάμους και απέκτησε εφτά παιδιά από πέντε διαφορετικές γυναίκες. Το 1994 ο Τούπακ Σακούρ, νεαρός ράπερ και αρραβωνιαστικός της κόρης του, εξαπέλυσε βέλη εναντίον του λόγω των σχέσεών του με λευκές γυναίκες. Πέθανε από φυσικά αίτια στο σπίτι του στο Λος Αντζελες και αφήνει μια πραγματικά τεράστια μουσική παρακαταθήκη.