Το χρονικό της αναγέννησης του κτιρίου Φιξ

Μια συζήτηση με την αρχιτεκτόνισσα Καλλιόπη Κοντόζογλου με αφορμή το βιβλίο της «Project Fix. Αναβιώνοντας το μέλλον».

Η Καλλιόπη Κοντόζογλου, υπεύθυνη για τον σχεδιασµό του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, αποτύπωσε την εµπειρία της σε ένα βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ποταµός. Η δίγλωσση έκδοση «Project Fix. Αναβιώνοντας το µέλλον», µε πρόλογο και επίλογο των αρχιτεκτόνων Ηλία Ζέγγελη και Τιµ Ρόναλντς, περιλαµβάνει την ιστορία του κτιρίου –από τη δηµιουργία του και τη µετατροπή του από τον Τάκη Ζενέτο µέχρι την κατεδάφιση του µισού τµήµατος–, πληροφορίες για τον σχεδιασµό του, καθώς και τις εµπειρίες της αρχιτεκτόνισσας κατά την ενασχόλησή της µε τον διαγωνισµό, τον σχεδιασµό και την κατασκευή του ΕΜΣΤ. Η έκδοση του βιβλίου ήταν η αφορµή για µια συζήτηση µε την κ. Κοντόζογλου µε θέµα το σηµαντικό όσο και πολύπαθο τοπόσηµο της πόλης των Αθηνών.

Η ιστορία ξεκινά το 1893 όταν η ζυθοποιία Φιξ µεταφέρθηκε από το Κολωνάκι στη λεωφόρο Συγγρού. Με τα χρόνια η βιοτεχνία απέκτησε τα τελειότερα µηχανήµατα παρασκευής µπίρας και στο κτίριο έγιναν διάφορες προσθήκες και παρεµβάσεις. Το 1957 η οικογένεια Φιξ ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο τον σχεδιασµό της τελευταίας προσθήκης και της ανακαίνισης του εργοστασίου. Το Φιξ του Ζενέτου εδραίωσε το µοντέρνο κίνηµα στη σκέψη των Ελλήνων αρχιτεκτόνων. Η κ. Κοντόζογλου εξηγεί ότι η Αθήνα µετά το τέλος του Εµφυλίου ήταν µια πόλη που διψούσε να ονειρευτεί ένα νέο, αισιόδοξο µέλλον. Ο Ιλισός ήταν ακόµη όχι µόνο ορατός αλλά και απαραίτητος στη ζυθοποιία, που χρησιµοποιούσε το νερό του. «Τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του κτιρίου είναι το µήκος του και η µονολιθικότητα που παρουσιάζει. Εξού και η παροµοίωσή του µε υπερωκεάνιο. Η προσπάθειά µας ήταν να αναδείξουµε τις διατηρητέες όψεις του κτιρίου όχι µόνο απέξω αλλά και στο εσωτερικό του. Ετσι οργανώσαµε τη δηµόσια κυκλοφορία κατά µήκος και καθ’ ύψος της όψης της Συγγρού, που είναι ορατή από το εσωτερικό του µουσείου σε όλο το ύψος στη γωνία του κτιρίου και σε όλο το µήκος στο ισόγειο και στον 3ο όροφο, στην αρχή και στο τέλος της πορείας µε τις κυλιόµενες σκάλες».

Εξηγεί ότι η όψη αυτή αντιµετωπίζεται ως κατακόρυφο αρχαιολογικό εύρηµα. «Αποτελείται από δυο στρώσεις: το “δέρµα” της επιχρισµένης τοιχοποιίας µε τα κουφώµατα και το ίχνος του φέροντος οργανισµού από οπλισµένο σκυρόδεµα, ο οποίος την κρατούσε. Και τα δύο αυτά φέρονται πλέον από τη νέα σκαλωσιά από οπλισµένο σκυρόδεµα που κατασκευάζεται εσωτερικά. Ο χώρος αυτός προσφέρεται ως εκθεσιακός διάδροµος όπου κινείται το κοινό καθώς ανεβαίνει µε τις κυλιόµενες σκάλες από το υπόγειο έως το δώµα του µουσείου».

Οι συνεχείς προσπάθειες για καθαίρεση

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η ζυθοποιία έκλεισε και το κτίριο εγκαταλείφθηκε. Στη συνέχεια περιήλθε σε τράπεζες και για σειρά ετών παρέµενε άδειο και αχρησιµοποίητο µέχρι που απαξιώθηκε. «Ενας ερειπωµένος όγκος αυτού του µεγέθους στο κέντρο µιας πόλης όπως είναι η Αθήνα, τόσο πυκνοκατοικηµένης, εγκαταλειµµένος για δεκαετίες, επόµενο ήταν να προκαλεί το δηµόσιο αίσθηµα. Πολλοί ζητούσαν την πλήρη καθαίρεσή του. Ευτυχώς δεν εισακούστηκαν». Κατά καιρούς ωστόσο έγιναν διάφορες προσπάθειες να γκρεµιστεί έστω ένα µέρος του, µε πιο καίρια εκείνη του 1994 όταν χάθηκαν 100 µέτρα σε µήκος.

Η κ. Κοντόζογλου εξηγεί τι σήµαινε αυτό σε πρακτικό επίπεδο για εκείνη και την οµάδα της. «Η όψη προς τον σταθµό µετεπιβίβασης πιστεύαµε ότι έπρεπε να µοιάζει µε τοµή ή ακόµη καλύτερα να είναι µια τοµή ώστε η αναφορά στο άλλο µισό του κτιρίου, που λείπει, να είναι άµεση. Οµως αυτό δεν ήταν δυνατόν, καθώς η κατάσταση του φέροντος οργανισµού του εναποµείναντος κτιρίου ήταν τέτοια, µετά την κατεδάφιση του µισού κτιρίου, που δεν µπορούσε να διατηρηθεί και τελικά έπρεπε να κατεδαφιστεί». Η οµάδα συµβιβάστηκε µε την ιδέα µιας επιφάνειας από µπετόν, το οποίο θα άλλαζε χρώµα και υφή µε τον καιρό και θα «πάλιωνε» πιο γρήγορα από το υπόλοιπο κτίριο. Ετσι πρότειναν ένα πείραµα: να προσθέσουν οξείδια του χαλκού και να περιµένουν να «πρασινίσει» το µπετόν µε την υγρασία της ατµόσφαιρας, της βροχής κ.λπ. Σηµειώνει ότι στο στάδιο της µελέτης εφαρµογής η επιβλέπουσα αρχή δεν επέτρεψε την πραγµατοποίηση αυτού του σχεδιασµού γιατί θα ήταν απρόβλεπτες οι συνέπειές του. «Βλέπετε, το κτίριο έπρεπε να σχεδιαστεί για να αντέξει 100 χρόνια».

Ζητώ από την κ. Κοντόζογλου να µιλήσει για τη συµβολή της Αννας Καφέτση στο πρότζεκτ. «Αν η πόλη µας σήµερα έχει αποκτήσει ένα δηµόσιο µουσείο, αυτό το οφείλει στη διευθύντρια του ΕΜΣΤ. Εµείς οι αρχιτέκτονες γνωρίζουµε πολύ καλά πόση υποµονή και επιµονή χρειάζεται κάθε πρότζεκτ για να πραγµατοποιηθεί και πόσο εστιασµένο πρέπει να είναι το βλέµµα στην κεντρική ιδέα, ώστε να µη χαθεί µέσα στον ωκεανό των αλλαγών, τροποποιήσεων, καταργήσεων και συµβιβασµών που συνήθως µεσολαβούν έως ότου η αρχική ιδέα πραγµατοποιηθεί».

Εξηγεί ότι η κ. Καφέτση ήταν το αντίβαρο σε όλες εκείνες τις φωνές που κατά καιρούς αµφισβητούσαν την ανάγκη ύπαρξης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. «Και βέβαια αυτή η αµφισβήτηση-διελκυστίνδα δεν προερχόταν µόνο από τους αδαείς αλλά κατά καιρούς και από το ίδιο το ∆Σ του ΕΜΣΤ ή το ΥΠΠΟΑ» λέει η κ. Κοντόζογλου και προσθέτει: «Το άλλο σπουδαίο πράγµα που η πόλη θα οφείλει στην Αννα Καφέτση όταν λειτουργήσει το κτίριο είναι ο προσανατολισµός του νέου µουσείου προς τα έξω, ο διεθνής, παγκόσµιος – διαπολιτισµικός χαρακτήρας του, όσον αφορά τη συλλογή του αλλά και το πνεύµα των εκθέσεών του».

Υπέρ της επανάχρησης των κτιρίων

Η ίδια δηλώνει υπέρµαχος της επανάχρησης των κτιρίων. Οπως εξηγεί, ο µοντερνισµός έχει παραγάγει µερικά από τα µεγαλύτερα µονολιθικά κτίρια των καιρών µας. «Σήµερα οι αρχιτέκτονες συνεχίζουν να αναφέρονται στα κατορθώµατά τους σε σχέση µε το µέγεθός τους και την επιφάνειά τους. Οι περιοχές ανάπτυξης των πόλεων µετριούνται µε εκτάρια και στρέµµατα, ενώ στις αναπτυσσόµενες οικονοµίες σε τετραγωνικά χιλιόµετρα. Το αλληγορικό κρουαζιερόπλοιο του Λε Κορµπιζιέ έγινε η παραδειγµατική και κυριολεκτική αναφορά σε πολλές συζητήσεις για την πόλη. Οι µεγα-κατασκευές, ως αυτόνοµα συστήµατα µεγάλης πυκνότητας κατοίκησης, εργασίας και τελικά ύπαρξης, έγιναν η βάση πολλών αρχιτεκτονικών προτάσεων. Οι µοντερνιστές πίστευαν ότι η αρχιτεκτονική µπορούσε να απορροφήσει την κλίµακα της πόλης».

Σηµειώνει ότι οι αρχιτέκτονες σήµερα καλούνται να επαναπροσδιορίσουν την κληρονοµιά τους ξαναδίνοντας ζωή σε εγκαταλειµµένα και ερειπωµένα κτίρια υποδοµών. «Το Φιξ ανήκει σε αυτή την οικογένεια των κτιρίων-δεινοσαύρων, η κλίµακα των οποίων, σε σχέση µε το µέγεθος της πόλης την εποχή που δηµιουργήθηκαν, µόνο µε µικρές πόλεις µπορεί να συγκριθεί. Το Φιξ για την Αθήνα είναι µοναδικό». Γιατί όµως αξίζει να επιµείνει κάποιος στην επανάχρηση όταν συχνά η αποκατάσταση είναι αρκετά πιο δαπανηρή από την εξαρχής ανοικοδόµηση; Σύµφωνα µε την αρχιτεκτόνισσα, χώροι τεχνών οι οποίοι δηµιουργούνται µέσα σε παλαιές δοµές είναι συνήθως πολύ επιτυχείς καθώς εµπλουτίζονται από τις ευκαιρίες που προσφέρει η τυχαιότητα των χώρων και ενσωµατώνουν µια αίσθηση του χρόνου που οξύνει την αντίληψη της σύγχρονης τέχνης. «Το µουσείο κατοικεί µια υπάρχουσα ηρωική κατασκευή. Το αποτέλεσµα, µέσω µιας προσαρµογής των χώρων και των στοιχείων, είναι ένα µουσείο που συνδυάζει σπουδαίο χωρικό δράµα µε ιδανικούς εκθεσιακούς χώρους για τη σύγχρονη τέχνη. Από τη φύση του το πρότζεκτ έχει ορισµένα κοινά µε την Tate Gallery του Λονδίνου: ένα εγκαταλειµµένο τοπόσηµο κτίριο µιας ορισµένης αρχιτεκτονικής ποιότητας, που του δίνεται νέα πνοή και ζωντανεύει µέσω ενός νέου τρόπου κυκλοφορίας, ο οποίος τιθασεύει την κλίµακά του και εισάγει το πνεύµα της νεωτερικότητας».

Η ανθρώπινη διάσταση της Αθήνας

Η κουβέντα στρέφεται στην αρχιτεκτονική της Αθήνας µε την κ. Κοντόζογλου να λέει: «Η Αθήνα ως πόλη έχει χαρακτηριστικά που είναι καταπληκτικά. Είναι πολύ ανθρώπινη, σε αντίθεση µε ό,τι πιστεύουν πολλοί Αθηναίοι. Παραπονιόµαστε διαρκώς γιατί λείπει το πράσινο, πράγµα που δεν είναι αλήθεια, αν σκεφτούµε πόσοι µικροί κρυµµένοι κήποι υπάρχουν µέσα στην πόλη. Επίσης έχει πολλές αληθινές γειτονιές, κάτι που λείπει από άλλες πόλεις της Ευρώπης. Εχει περιοχές µε ανάµεικτες χρήσεις που κατοικούνται όλο το 24ωρο κι αυτό τις καθιστά ασφαλείς, καθώς δεν νεκρώνονται τελείως για ώρες».

Μιλάει για την πόλη που είναι προικισµένη από τη φύση της και σηµειώνει ότι από το κέντρο χρειάζονται είκοσι λεπτά για να βρεθεί κανείς στην παραλία ή στο βουνό. «Αυτό είναι κάτι που δεν το έχει καµία άλλη πόλη, ούτε το Παρίσι ούτε το Λονδίνο. Είναι η φυσική τοπογραφία της Αθήνας που το επιτρέπει αυτό. Είναι µια πόλη τεσσάρων εκατοµµυρίων κατοίκων, που, αν θέλεις, µπορείς να τη διασχίσεις από άκρη σε άκρη περπατώντας».

Περιγράφει τις «τοµές» που διαγράφει στο λεκανοπέδιο περπατώντας από το πρωί έως το βράδυ, µε διαδροµές από το µοναστήρι της Καισαριανής έως το Αιγάλεω ή από την Κηφισιά έως το Φάληρο µαζί µε τους φοιτητές της που έρχονται από την Αυστραλία, την Κίνα ή την Αµερική. «Αυτές οι διαδροµές αποκαλύπτουν τις διαφορετικές χρήσεις που συνυπάρχουν στο ίδιο µέρος για τους ανθρώπους και τη ζωή τους στις γειτονιές. Οσον αφορά τα µεµονωµένα κτίρια, προτιµώ αυτά που περνούν απαρατήρητα. Εννοώ ότι αν το κτίριο προσφέρει στην πόλη, ύστερα από λίγο η πόλη το κυριεύει, το καθιστά κοµµάτι του σώµατός της. Το καλό και το κακό ταυτόχρονα µε την αρχιτεκτονική είναι ότι τα κτίρια στην πόλη αφοµοιώνονται. Η δύναµη της πόλης είναι τόσο µεγάλη που δεν επιτρέπει πριµαντονισµούς για µεγάλο χρονικό διάστηµα».

INF0

Η δίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά) «Project Fix. Αναβιώνοντας το μέλλον» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποταμός

Ετικέτες