«Το χαμόγελο της Πυθίας»: Μια ιστορία αρχαιοκαπηλίας του Γιάννη Μαρή

«Το χαμόγελο της Πυθίας»: Μια ιστορία αρχαιοκαπηλίας του Γιάννη Μαρή

«Είναι το νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα που έγραψε ειδικά για τα “Ε” ο Γιάννης Μαρής». Έτσι διαφήμιζε το περιοδικό «Επίκαιρα» το «Χαμόγελο της Πυθίας», τη δεύτερη ιστορία αρχαιοκαπηλίας του συγγραφέα (η πρώτη ήταν ο «Ίλιγγος» το 1961, στην οποία το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας γεμίζει με αντίγραφα των εκθεμάτων της μυκηναϊκής συλλογής του, καθώς τα πρωτότυπα έχουν κλαπεί).

Το «Χαμόγελο της Πυθίας» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα «Επίκαιρα» σε 26 συνέχειες από το 1971 έως τον Μάρτιο του 1972, μεσούσης της χούντας δηλαδή, με απόσταση λίγων σελίδων από τις φωτογραφίες του Παττακού να επιθεωρεί τις τιμές στα καθημερινά αγαθά (εξαιρετική όπως πάντα η εισαγωγή του Ανδρέα Αποστολίδη ο οποίος σκιαγραφεί το έργο του Μαρή στο πλαίσιο της εποχής).

Αφηγητής και κεντρικός ήρωας είναι ο τριανταπεντάρης Γιώργος Στεφάνου, μόνιμος κάτοικος της Αριστερής Όχθης του Σηκουάνα, ο οποίος συγκεντρώνει όλες εκείνες τις ποιότητες που στην εποχή του θα τον κατέτασσαν στην κατηγορία του «μούτρου». Μια μέρα στο σπίτι του στο Παρίσι τον επισκέπτεται ο καθηγητής Ότο Φόιερμπαχ εκ μέρους ενός μεγιστάνα, προκειμένου να του ζητήσει να λάβει μέρος στην κλοπή του Ηνιόχου των Δελφών με τη μέθοδο του ριφιφί, τις μέρες που το μουσείο θα παραμείνει κλειστό λόγω Δεκαπενταύγουστου.

«Ήξερε το όνομά μου, ήξερε την παλιά δουλειά μου, που την ήξεραν ελάχιστοι, κι ακόμα το όνομα της φιλενάδας μου!
Σας κάνει εντύπωση;
Αυτός ο άνθρωπος διάβαζε τις σκέψεις μου.
Δεν θα ’πρεπε;
Μαθαίνει πάντοτε κανείς εκείνα που έχουν σχέση με τον άνθρωπο που τον ενδιαφέρει, είπε.
Ο άνθρωπος που σας ενδιαφέρει είμαι εγώ; Προσπαθούσα να φαίνομαι ειρωνικός, αλλά το καταλάβαινα πως δεν τα κατάφερνα.
Ακριβώς. Και μ’ ενδιαφέρετε πολύ. Πολύ περισσότερο από όσο μπορείτε να φαντασθείτε»

Στο βιβλίο δεν παρεμβαίνει η αστυνομία. Με έναν τρόπο η κατάσταση αυτορυθμίζεται. Δεν θα βρει κανείς δηλαδή πουθενά τον αστυνόμο Μπέκα. Όσοι αγαπούν όμως το σύμπαν του Γιάννη Μαρή, στο βιβλίο θα βρουν όλους εκείνους τους μεγαλοαστούς με τα καλοστιλβωμένα ονόματα (όσο πιο αριστοκρατικό το ονοματεπώνυμο, τόσο πιο βαθύς ο εσωτερικός βόρβορος), κορίτσια όπως η Ζιζέλα και η Εύα που ζουν ελεύθερα τον έρωτα αδιαφορώντας για τις μικροαστικές συμβάσεις και αξιωματούχους με σκοτεινές διαθέσεις.

«–Ο καθηγητής Φόυερμπαχ μου μίλησε πάλι για τους φιλότεχνους. Για τους ανθρώπους που έχουν το πάθος των αριστουργημάτων και τα χρήματα να ικανοποιούν αυτό το πάθος τους. Μού έκανε…

Της έκανε, μου διηγήθηκε, μια ολόκληρη διάλεξη γι’ αυτούς. Της μίλησε για κείνους που αγοράζουν αριστουργήματα της τέχνης για να κάνουν σίγουρες επενδύσεις των χρημάτων τους. Για τους άλλους που τα αγοράζουν για να στολίζουν τα μέγαρά τους και να επιδεικνύονται. Και για μια τρίτη κατηγορία, πιο σπάνια αυτή, τους αγνούς.

– Αγνούς;

– Έτσι τους είπε. Εκείνους που έχουν το πάθος του αριστουργήματος για το αριστούργημα. Εκείνους που δεν κάνουν επένδυση ή επίδειξη. Εκείνους που είναι ευτυχισμένοι να έχουν δικό τους το αριστούργημα, να κάθονται απέναντί του, να το απολαμβάνουν χωρίς να το δείχνουν σε κανέναν, χωρίς να το ξέρει κανείς. Είναι εκείνοι, μου είπε, που αγοράζουν τα χαμένα αριστουργήματα. Τέτοιος ήταν αυτός που κράτησε χρόνια την κλεμμένη από το Λούβρο “Τζοκόντα” του Ντα Βίντσι. Είναι εκείνοι στους οποίους καταλήγουν τα έργα της Αναγεννήσεως, που κάθε τόσο διαβάζομε πως χάνονται από τις εκκλησίες της Ιταλίας. Οι φανατικοί. Που ξέρουν πως δεν μπορούν να τα πουλήσουν. Που χαίρονται να τα απολαμβάνουν κρυφά, μόνοι τους, σε κάποιο υπόγειο του μεγάρου τους. Τον άκουγα χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. Πλήρωνα μ’ αυτό τον τρόπο το γεύμα μου. Μόνο αργότερα κατάλαβα το νόημα αυτής της διαλέξεώς του».

Documento Newsletter