Μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που περιέγραφε ο πρωθυπουργός την πρώτη Κυριακή των εκλογών έφεραν οι δεύτερες κάλπες των αυτοδιοικητικών εκλογών, με την πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης του Μεγάρου Μαξίμου να πετάει στη φωτιά τον Κώστα Μπακογιάννη για να σώσει το ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που υπέστη ένα βαθύτατο πολιτικό πλήγμα και την πρώτη τόσο εκκωφαντική ήττα του.
Η παταγώδης αποτυχία του προσωπικού στοιχήματος του «13 στα 13 στις περιφέρειες και 3 στα 3 στους δήμους» που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έβαλε για τις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές είναι από το βράδυ της Κυριακής γεγονός.
Στις περιφέρειες, με την προσθήκη του εκλεκτού του Αντώνη Σαμαρά, Δημήτρη Πτωχού που κατάφερε τελικά να πάρει την Πελοπόννησο, οι επίσημες υποψηφιότητες των γαλάζιων κατάφεραν να επικρατήσουν μόλις σε οκτώ, με τον πρώην πρωθυπουργό μάλιστα να προκύπτει ενισχυμένος. Ακόμα και αυτή η επικράτηση όμως, δεν αρκεί για να ισοσκελίσει την καταπόντιση του Κώστα Αγοραστού στη Θεσσαλία, εκεί όπου βούλιαξαν και οι κυβερνητικοί εκβιασμοί. Στους δε δήμους, ο Κωνσταντίνος Ζέρβας πήρε την άγουσα από τη Θεσσαλονίκη, ακολουθώντας την ήττα του Κώστα Μπακογιάννη, με αρκετούς μικρότερους δήμους να φεύγουν από τα γαλάζια χέρια με αντίστοιχες ανατροπές της δεύτερης Κυριακής.
Τα ίδια τα πολιτικά κριτήρια που είχε θέσει προσωπικά ως πήχη ο Κυρ. Μητσοτάκης για τις αυτοδιοικητικές εκλογές κατέγραψαν μία σημαντική ήττα της κυβέρνησης. Το «σίγουρα δεν ήταν μία ιδιαίτερα καλή βραδιά για τη Νέα Δημοκρατία» ήταν απλώς το προκάλυμμα του πρωθυπουργού στις δηλώσεις του, αφού η ένταση με την οποία επιχείρησαν να υποβαθμίσουν την πολύκροτη καταψήφιση κομβικών επιλογών του, είναι ευθέως ανάλογη των ρωγμών της «απόλυτης ηγεμονίας» που επικαλούνται στο Μοσχάτο.
Στο πλαίσιο της διαχείρισης της επικοινωνίας της «όχι και ιδιαίτερα καλής βραδιάς», σύσσωμα τα λιγοστά κυβερνητικά στελέχη που εμφανίστηκαν το βράδυ της Κυριακής επιχείρησαν να κάνουν το άσπρο-μαύρο. Πίσω από το κατασκεύασμα της «αντισυσπείρωσης» που επιστράτευσαν για να καμουφλάρουν την καταψήφιση των κυβερνητικών επιλογών σε σειρά περιφερειών και δήμων.
Εκτός της «αντισυσπείρωσης», Μάκης Βορίδης, Άδωνης Γεωργιάδης και Θάνος Πλεύρης, ως οι κύριες κυβερνητικές φωνές, πρόσθεσαν μερικές ακόμα εξωφρενικές ψηφίδες μεταστροφής της πραγματικότητας. Στο πλαίσιο αυτής της μεταστροφής, οι αντάρτες βαφτίστηκαν «κυβερνητική επικράτηση». Οι νίκες των Χριστόδουλου Τοψίδη στην Αν. Μακεδονία-Θράκη, Γιώργου Αμανατίδη στη Δ. Μακεδονία, του Κώστα Μουτζούρη στο Βόρειο Αιγαίο και του Ιωάννη Τρεπεκλή στα Ιόνια Νησιά έναντι των επισήμων υποψηφίων της Νέας Δημοκρατίας επιχειρείται να παρουσιαστεί ως ευρύτερη γαλάζια επικράτηση χωρίς πολιτικό μήνυμα απόρριψης της κυβέρνησης. Αλλά και στη Θεσσαλία με την επικράτηση του Δημήτρη Κουρέτα, η κυβερνητική δικαιολογία για την ήττα Αγοραστού ήταν… ο Daniel.
Όλους τους παραπάνω, ο Κυρ. Μητσοτάκης τους «κουβάλησε» ως προσωπικές επιλογές, με την απόρριψή τους να αποτελεί προσωπική ήττα. Τερματίζοντας την επικοινωνιακή διαστρέβλωση του εκλογικού χάρτη, τα κυβερνητικά στελέχη εξέπεμψαν επί της ουσίας το αφήγημα πως «όπου επικράτησε γαλάζιος εκλεκτός έλαβε έγκριση η κυβερνητική πολιτική, ενώ όπου ηττήθηκε, φάνηκε πως δεν ήταν αρκετά δυνατή η επιλογή του προσώπου». Έτσι, με μισόλογα και υπαινιγμούς, το Μέγαρο Μαξίμου έβαλε στο στόχαστρο τον καταψηφισθέντα δήμαρχο Αθηνών, Κώστα Μπακογιάννη, για τον οποίο άλλωστε βολικά λένε πως «μας εκφράζει η πλήρης ανάληψη ευθύνης από τον ίδιο».
Από το πρωί της Δευτέρας, οι ενέργειες του πρωθυπουργικού γραφείου επιστρέφουν στο επιχείρημα με το οποίο αντιμετώπισε την κριτική όλο το καλοκαίρι, αυτό του «Σαρανταένα τις εκατό».
«Να θυμίσω ότι είχαμε εθνικές εκλογές πριν από τρεις μήνες στις οποίες κατεγράφη με απόλυτη σαφήνεια η δύναμη των κομμάτων» το είπε με δικά του λόγια ο Κυρ. Μητσοτάκης στην κατηφή τοποθέτησή του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Μετά όμως από τα αποτελέσματα αυτά, και ειδικά τους καρπούς της σύμπραξης των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, αυτή η σαφήνεια που επικαλείται μοιάζει να τίθεται υπό αμφισβήτηση.