«Το Woodstock και ο μύθος του» – Ένα βιβλίο για τη συναυλία-φαινόμενο

«Τον Αύγουστο του 1969, 400.000 νέοι άνθρωποι μαζεύτηκαν σε ένα λασπωμένο χωράφι στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, σ’ ένα φεστιβάλ για την ειρήνη, την αγάπη και τη μουσική, που άλλαξε την πορεία του ροκ κι έμεινε μέχρι τις μέρες μας ανεξίτηλο σύμβολο του ιδεαλισμού της δεκαετίας του εξήντα.

 Οι Σαντάνα, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζόαν Μπαέζ, ο Τζο Κόκερ, ο Ρίτσι Χέιβενς και πολλοί άλλοι ήταν οι πρωταγωνιστές της απογείωσης. Πώς μπορείς όμως να κατανοήσεις και να εξηγήσεις τον μύθο του Woodstock (Γούντστοκ) όταν δεν ήσουν εκεί;».

Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, που οι ίδιοι θέτουν στο οπισθόφυλλο του βιβλίου τους «Το Woodstock και ο μύθος του» (εκδ. Επίκεντρο), δίνουν με γλαφυρό τρόπο, μέσα από τις 221 σελίδες μιας καλαίσθητης έκδοσης με ένα ολοκληρωμένο χρονικό του φεστιβάλ και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, οι Κώστας Μπλιάτκας και Στέφανος Σακελλαρίδης, με τον Διονύση Σαββόπουλο να βάζει τη δική του ξεχωριστή πινελιά με το δικό του σχόλιο. Παράλληλα με τη σύνδεση που επιδιώκουν οι συγγραφείς του βιβλίου, με το γενικότερο μουσικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής, επιχειρείται μια εξερεύνηση της επίδρασης που είχε ο απόηχος του φεστιβάλ και στην Ελλάδα των αρχών του ’70 πάνω στα μουσικά και πολιτικά πράγματα, αλλά και στον τρόπο ζωής.

Εκείνο το …ατελείωτο καλοκαίρι του ’69, ο Κώστας Μπλιάτκας και ο Στέφανος Σακελλαρίδης ήταν μόλις 12 χρόνων και, όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τα παιδιά …βιάζονταν να μεγαλώσουν και να ανακαλύψουν τους καινούργιους ήχους και τρόπους ζωής που έρχονταν από την Ευρώπη και την Αμερική. «Βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε ζηλεύοντας γύρω τους μεγαλύτερους για τα πάρτυ και τα φλερτ, τις περίπλοκες συζητήσεις των πιο “ψαγμένων” από αυτούς, για την κοσμογονία που γινόταν έξω, αλλά και πιο πολύ για τα δισκάκια του βινυλίου και του τζουκ-μποξ. Δύσκολο να εξηγηθούν όλα τα θαύματα του τότε. Ήταν μια εποχή που η ουτοπική αριστερά “έκανε παιχνίδι”. Είχε προηγηθεί ο Γαλλικός Μάης και η Άνοιξη της Πράγας όπως και τα κινήματα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Έβραζε ο κόσμος… Το βιβλίο αυτό τελικά είναι προϊόν μιας ουτοπικής νοσταλγίας δύο δωδεκάχρονων του 1969 για εκείνο το καλοκαίρι, που ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι και το ροκ ήταν ακόμα επικίνδυνο, δείχνοντας απατηλά πως μπορεί να κληρονομήσει τον κόσμο…», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Μπλιάτκας, εξηγώντας πώς «γεννήθηκε» η ιδέα για ένα βιβλίο για το Woodstock στα ελληνικά.

Από τη σκηνή του φεστιβάλ στο «πανί» της μεγάλης οθόνης

Η ελληνικής καταγωγής Eva Varelas ήταν μία απ’ αυτούς που ανατρέχοντας στην ιστορία του Γούντστοκ μπορεί να πει πως «…ήμουν κι εγώ εκεί». Μιλώντας με τον Κώστα Μπλιάτκα για τις ανάγκες του βιβλίου περιγράφει το κλίμα στο φεστιβάλ, δείχνει με νοσταλγία το φόρεμα που φορούσε εκείνη την ημέρα και που το κράτησε πάνω από μισό αιώνα για να της θυμίζει πάντα τη στιγμή και στην ερώτηση αν αισθάνθηκε μέσα στο πνεύμα των χίπις ή μια απλή περιέργεια, απαντά δίχως δισταγμό: «Και βέβαια αισθάνθηκα το “κάτι στον αέρα” γιατί αυτή ήταν η ζωή μου, αφού ήδη εργαζόμουν για τα κοινωνικά δικαιώματα μειονοτήτων. Αγάπη, ειρήνη, αδελφοσύνη, εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ».

Την Κυριακή 29 Νοεμβρίου του 1970, προβλήθηκε στην Αθήνα, στον κινηματογράφο η ταινία από το φεστιβάλ του Γούντστοκ. «Η Χούντα διαισθάνθηκε την απειλή και εκτός από τη λογοκρισία έβαλε και μέτρα αυστηρά μέσα κι έξω από το σινεμά. Έγιναν επεισόδια, για τα οποία θα διαβάσετε στο βιβλίο αλλά εμείς δεν μάθαμε τίποτα» λέει ο Κώστας Μπλιάτκας, ο οποίος είδε την ταινία την άνοιξη του 1971 και οι εικόνες παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένες μέσα του ως σήμερα. «Πάθαμε την πλάκα μας. Ένας άλλος κόσμος ξεδιπλώθηκε μπροστά μας -πολύχρωμος και συμβολικά και εικαστικά- μες στην ασπρόμαυρη μουντή ατμόσφαιρα εδώ. Εντυπωσιαστήκαμε από το πλήθος, από τα εφέ του σκηνοθέτη από τρία – τέσσερα στιγμιότυπα (του Κόκερ, των Σαντάνα, του Χέντρξ, της βροχής και της λάσπης, της ατμόσφαιρας ελευθερίας και έρωτα…)» σημειώνει.

«Το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των μεγαλυτέρων έδειχνε ότι αυτή η ταινία θα αγγίξει και θα επηρεάσει τη νεολαία και κυρίως αυτούς που αγαπούσαν το “μοντέρνο” τραγούδι. Τότε και πριν το Γούντστοκ, η ξένη μουσική στην Ελλάδα ένοιωθες ότι σε έκανε σύγχρονο άνθρωπο. Είτε αυτή ήταν από τους Στόουνς και τους Ντόρς είτε από τον Ανταμό και τον Αντριάνο Τσελεντάνο» προσθέτει.

Ξεφυλλίζοντας κανείς τις εφημερίδες της εποχής διαπιστώνει τη διαφορετική «ανάγνωση» των όσων συνέβησαν στο Γούντστοκ από τον Τύπο αλλά και να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα. «Οι Times της Νέας Υόρκης κούνησαν το δάχτυλο σαν αυστηροί ενήλικες στους διοργανωτές κατηγορώντας τους για πρόχειρη οργάνωση και ελλείψεις και αναγνωρίζοντας τη βοήθεια που προσέφεραν οι κάτοικοι των γειτονικών κοινοτήτων, διαθέτοντας στους θεατές νερό και τροφιμα. Το Newsweek, αντίθετα, είχε πιο θετική στάση, βλέποντας το φεστιβάλ τοποθετημένο στο γενικό πλαίσιο της αντικουλτούρας σαν μια γνήσια ριζοσπαστική φωνή στην κοινωνία της Αμερικής […] Το Life κράτησε αντικειμενική στάση με ένα οχτασέλιδο γεμάτο φωτογραφίες», επισημαίνει -μεταξύ άλλων- ο κ. Μπλιάτκας.

Τα …αγέραστα sixties

Τελικά τι ήταν αυτά τα περίφημα sixties; «Είναι πολλά. Και θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα. Η διάδοση των αιτημάτων της ουτοπικής αριστεράς, οι πολιτικές δολοφονίες, ο απόηχος του Μάη του ’68, οι διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, η μίνι φούστα, το χάπι, τα σαρανταπεντάρια. Στη ζωή των ανθρώπων κατά τη δεκαετία του εξήντα μπήκαν διαδοχικά το κασετόφωνο – μαγνητόφωνο (1963-λες κι ήταν …παραγγελία καθώς την ίδια χρονιά ξεκινούσαν τη μεγάλη επιτυχία οι Μπητλς και οι Στόουνς), το μίνι-κομπιούτερ (1963 επίσης, όπως και το άνοιγμα κονσέρβας τραβώντας το “δαχτυλίδι”. Όλα, λοιπόν, τέλειωσαν το 1969. Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι. Το μακελειό του Μάνσον, ο μελαγχολικός επίλογος του Γούντστοκ, το έγκλημα στο Άλταμοντ μπροστά στους Στόουνς, οι πρόωροι θάνατοι μουσικών της ποπ-ροκ και ηθοποιών, η είσοδος της κοινωνίας στην εποχή της τηλεόρασης, ήταν τα …πρωτοβρόχια. Τα “sixties” έζησαν και πέθαναν γρήγορα. Κι όμως επανέρχονται συνεχώς στα βιβλία, στις ταινίες, στη μουσική, στα κοινοβούλια, στις ιδεολογικές αναζητήσεις. Και αυτό δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πια…», απαντά ο Κώστας Μπλιάτκας, συνοψίζοντας σε λίγες μόνο φράσεις μια ολόκληρη εποχή που άφησε το δικό της ανεξίτηλο στίγμα.

Κι αν αναρωτιέται κανείς γιατί συμβαίνει αυτό, την απάντηση τη δίνει ο φημισμένος τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος -«ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του κύματος του Γούντστοκ στην Ελλάδα του ’69 μέσα από τον δίσκο το “Περιβόλι του Τρελού”», όπως λέει ο κ. Μπλιάτκας -μ’ ένα σχόλιό του, που δημοσιεύεται στο βιβλίο: «Ύστερα από χρόνια που πέρασαν, σκέφτομαι ότι το Γούντστοκ ήταν κάτι πολύ δυνατό από κάθε άποψη. Δικαιολογημένα έγινε σημείο αναφοράς. Δικαιολογημένα θεωρήθηκε μια μικρή Αναγέννηση. Ήταν ένας χείμαρρος. Τα νερά βέβαια μετά τραβήχτηκαν, αλλά το σημάδι που έφτασε η στάθμη τους, ψηλά στον βράχο, υπάρχει πάντοτε για να μας θυμίζει ότι η αληθινή τέχνη οφείλει να εκφράζει πάντα την αξεδίψαστη δίψα μας».

*Ο Κώστας Μπλιάτκας είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και σεναριογράφος. Έχει γράψει βιογραφίες και δοκιμία καθώς και κείμενα για παραστάσεις. Ζει κι εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Ο Στέφανος Σακελλαρίδης ζει στην Αμερική, όπου εργάστηκε για πάνω από 30 χρόνια στη Χημική Βιομηχανία και τη Βιομηχανία. Με πλήθος επιστημονικών και τεχνικών άρθρων στο ενεργητικό του, αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο μη τεχνικού περιεχομένου.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ετικέτες