Το βρόμικο ’19

Στις πολιτικές παρακαταθήκες του Κυριάκου Μητσοτάκη ανήκουν τα χειρότερα στοιχεία της πολιτικής προέλευσής του. ∆ηλαδή της εµφυλιοπολεµικής ∆εξιάς και της ∆εξιάς του πατρός του. Ο δεξιός Κυριάκος δεν θεωρεί ότι κυβερνά και διαχειρίζεται µια δηµοκρατία στην οποία και άλλοι έχουν δικαιώµατα, αλλά θεωρεί ότι παίρνει αποφάσεις για το κράτος που είναι ιδιοκτησία του. Και ως ιδιοκτήτης, µε πονηρή µάλιστα αντίληψη περί των ιδιοκτησιακών, µετακινεί τα όρια της ιδιοκτησίας του όπου τον βολεύει και σίγουρα έξω από τα όρια της δηµοκρατίας.

Ως δεξιός Κυριάκος, αλλά επιπλέον και Μητσοτάκης, έχει µεταφέρει την οικογενειακή παράδοση της πολιτικής ανωµαλίας έως το 2022, φροντίζοντας να την καλύψει κάτω από τον µανδύα του κεντρώου φιλελεύθερου και πολιτικού των σέλφι.

To 2019 το µιντιακό σύστηµα και η κοτσαµπάσικη ελληνική επιχειρηµατική ελίτ ανέβασαν στην εξουσία τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Επί τέσσερα χρόνια διαστρέβλωναν την πολιτική, οικονοµική και κοινωνική εικόνα της χώρας, αποδίδοντας στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ευθύνες που δεν είχε. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφταιγε για όλα και κυρίως γι’ αυτά που σίγουρα δεν ήταν ευθύνη του. ∆ιαµορφώθηκε µια εικονική τηλεοπτική πραγµατικότητα η οποία δεν ασκούσε κριτική για λάθη που ενδεχοµένως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τον ενοχοποιούσε για όλα, ακόµη και για λιµούς, σεισµούς, πληµµύρες και καταποντισµούς. Την ίδια ώρα ο Μητσοτάκης, ο οποίος γέννησε τις πολιτικές που κατέστρεφαν τη χώρα (ακόµη και ως υπουργός), απέκτησε παρθενορραφή. Σαν να κατέβηκε από τον ουρανό ως Χερουβείµ, ξεκίνησε τη µάχη µε αυτόν που τα κανάλια υποδείκνυαν καθηµερινά σαν διάβολο. Ξαφνικά ο Μητσοτάκης δεν ήταν αυτός που απέλυε από το δηµόσιο και είχε συστρατευτεί µε τις ακραίες δυνάµεις της τρόικας, αλλά ένας «τι γκόµενος είσαι», ένα ηµίγυµνο σώµα «η Μαρέβα µου κι εγώ» στην παραλία, µια επικοινωνιακή αµερικανιά που στόχευε στους απολίτικους και τους εύπιστους.

Η συνταγή πέτυχε και ο Μητσοτάκης ανέλαβε πρωθυπουργός. Φυσικά δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά που εµφάνιζαν τα µετέπειτα πετσωµένα ΜΜΕ. Ηταν ένας αδίστακτος πολιτικός που στη διεκδίκηση της εσωκοµµατικής εξουσίας πέταξε µε σκαιό τρόπο την αδερφή του έξω από τον δρόµο της διαδοχής, που συµµάχησε µε την ακροδεξιά του Καρατζαφέρη για να αποκτήσει οµάδες κρούσης και που τελικώς, όπως αποδεικνύεται, είναι ανίκανος να διαχειριστεί τα προβλήµατα που γεννά η πολιτική του.

Οταν ο Μητσοτάκης παρέλαβε την εξουσία δεν είχε στο µυαλό του κάποιο όραµα το οποίο κατέρρευσε υπό το βάρος των εξελίξεων. Αντιθέτως, κινήθηκε µε τον οικογενειακό πραγµατισµό ως ιστορική συνέχεια του πατέρα του. Αλωσε τους αρµούς της εξουσίας, κατέλαβε τα κέντρα της και τα στεγανοποίησε από κάθε έλεγχο. Το κύριο όµως ήταν ότι έστησε ένα βαρύ µηχανισµό ενοχοποίησης και εξόντωσης των πολιτικών του αντιπάλων. Το βρόµικο ’19, κατά τα πρότυπα του βρόµικου ’89 που δηµιούργησε ο πατέρας Μητσοτάκης.

Οταν ανέλαβε την εξουσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφού έθεσε υπό τον έλεγχό του ΕΥΠ, ΕΡΤ και Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (έτσι κάνει ο στρατός όταν καταλαµβάνει την εξουσία), επέλεξε να δώσει ποινική διάσταση σε όλα τα επικοινωνιακά αφηγήµατα µε τα οποία κατηγορούσε τους εχθρούς του. Εργαλειοποίησε τη ∆ικαιοσύνη για να θέσει σε οµηρία όποιον βρέθηκε απέναντί του. Ο Μητσοτάκης έστησε δικαστήρια για να δικάσει τους ενοχλητικούς, αλλά κυρίως για να τους καταστήσει ανίσχυρους και αναξιόπιστους επιδιδόµενος σε δολοφονίες χαρακτήρα.

Ο σχεδιασµός αυτός προφανώς δεν έγινε ξαφνικά το 2019. Πολύ πριν από την εξουσία, ο Μητσοτάκης κινήθηκε εγγράφοντας υποθήκες για το πολιτικό του µέλλον µε τον πιο βρόµικο τρόπο.

Οταν πληµµύρισε η Μάνδρα και χάθηκαν άνθρωποι ο Μητσοτάκης πήγε δίπλα στα πτώµατα για να κατηγορήσει τη Ρένα ∆ούρου. Στάθηκε µπροστά στις κάµερες µαζί µε τη δήµαρχο της Μάνδρας Ιωάννα Κριεκούκη, την πραγµατική υπεύθυνη σύµφωνα µε όσα αποφάσισε την περασµένη Πέµπτη το δικαστήριο, και αφού την κάλυψε δηµιούργησε όλο το άθλιο πλέγµα της ενοχοποίησης µιας αθώας.

Το ίδιο βρόµικο παιχνίδι έπαιξε στο Μάτι, για να καταλήξουµε να διώκονται σήµερα ως πραγµατικοί ένοχοι όσοι ο ίδιος προήγαγε σε βαθµό στην πυροσβεστική.

Κατασκεύασε την Καλογριτσιάδα µε δηµοσιεύµατα αλλά και πολιτικές δηλώσεις για χορό εκατοµµυρίων, προκειµένου να σύρει τον Νίκο Παππά στο ειδικό δικαστήριο. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ακόµη και αυτή η παραποµπή αφορά µια πληµµεληµατική πράξη και όχι όσα ο ίδιος ο Μητσοτάκης προδιέγραφε και προανήγγειλε ως έγκληµα.

Ακόµη λιγότεροι γνωρίζουν, επειδή τα ΜΜΕ του Μητσοτάκη το αποσιωπούν, ότι τα λεγόµενα «3 εκατοµµύρια Καλογρίτσα», για τα οποία η Ν∆ έβγαζε ανακοινώσεις κατηγορώντας εµένα και το Documento, δεν υπήρξαν καν αντικείµενο της δικογραφίας.

Η προανακριτική που έστησε ο Μητσοτάκης στη Βουλή, και στην οποία αρνήθηκαν να µε καλέσουν, µε εµφάνιζε ως αποδέκτη των 3 εκατοµµυρίων και τα κανάλια αναπαρήγαν την «είδηση» χωρίς να κινδυνεύουν να µηνυθούν για το ψέµα, αφού προφασίζονταν ότι αναπαράγουν ανακοίνωση της Ν∆. Η ανακρίτρια δεν µε κάλεσε καν ως µάρτυρα και µε δική µου απόφαση προσήλθα αυτοβούλως.

Το ίδιο βρόµικο παιχνίδι έστησε ο Μητσοτάκης και στην υπόθεση της Novartis. Φίλος και οµοτράπεζος του Φρουζή, βγήκε από την πρώτη στιγµή να δηλώσει ότι τάχα δεν υπήρχε σκάνδαλο Novartis αλλά σκευωρία, όταν ελάχιστα στοιχεία ήταν ακόµη γνωστά. Συστοιχίζοντας µια σειρά από εισαγγελείς που ο ρόλος τους είχε αποκαλυφθεί από το Documento, τους µετέτρεψε σε µάρτυρες κατηγορίας στην προανακριτική της Βουλής για να κατηγορήσει όσους αποκάλυψαν το σκάνδαλο ότι ήταν σκευωροί.

Το παιχνίδι όµως (του) γύρισε ανάποδα, επειδή θεώρησε ότι αρκούν η παρακρατική λειτουργία και η στηµένη κατηγορία για να γίνει η βρόµικη δουλειά. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αποδείχθηκε και το στηµένο κατηγορητήριο αλλά και το πώς συνωµότησαν ενάντια σε αθώους και στο δηµόσιο συµφέρον. Οπως είπε και η ανακρίτρια µέσα στην αµηχανία της, που απελευθέρωσε τον ειλικρινή της φόβο: «Ο κατηγορούµενος έγινε κατήγορος». Βγήκαν στη δηµοσιότητα οι συνοµιλίες µε τον Νίκο Μανιαδάκη να αφηγείται πώς τον εκβίασε ο Στουρνάρας και πώς θα τιµωρούσαν τους εισαγγελείς.

Η µεγάλη προσµονή του Μητσοτάκη να «τελειώσει» τους ενοχλητικούς µεταλλάχθηκε στην πενιχρή από άποψη νοµικών επιχειρηµάτων παραποµπή του Παπαγγελόπουλου, της Τουλουπάκη και των εισαγγελέων που δεν µπορούν να σταθούν σε δικαστήριο.

Το πραγµατικό αποτέλεσµα από όλες αυτές τις βροµιές δεν ανταποκρίνεται στον σχεδιασµό Μητσοτάκη. Αντί να εξασφαλίσει την παντοκρατορία του οδηγώντας τους εχθρούς του στην εξόντωση, είναι απολογούµενος στα θεσµικά όργανα της Ευρώπης για τις πρακτικές επίθεσης στους δηµοσιογράφους και στο κράτος δικαίου.

Σε ένα µόνο σηµείο το σχέδιο Μητσοτάκη έχει ευοδωθεί. Εχοντας δύο πολιτικούς κρατούµενους στο ειδικό δικαστήριο, τους πρώην υπουργούς Νίκο Παππά και ∆ηµήτρη Παπαγγελόπουλο, οδεύει το γρηγορότερο προς τις εκλογές. Πιστεύει ότι έστω κι έτσι και µε την πιθανή µετεκλογική συµβολή του Νίκου Ανδρουλάκη θα καταφέρει να κρατηθεί στην εξουσία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει διδαχθεί από τις οικογενειακές πολιτικές πρακτικές, αλλά όχι από την οικογενειακή ιστορία. Το βρόµικο ’19 θα έχει την κατάληξη του βρόµικου ’89: την πολιτική απαξίωσή του. Και µπορεί ο πατέρας Μητσοτάκης να είχε το σθένος και την ικανότητα να επιβιώσει πολιτικά, ο γιος του όµως πρέπει να βρει το σθένος να αντιµετωπίσει την καθολική χλεύη που θα τον ακολουθήσει µετά την ήττα.