Το βαθύ σύμπλεγμα ενός ωτακουστή

Προσπαθώ να εντοπίσω πού βρίσκεται η αφετηρία. Πότε διαμορφώνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον σημερινό εγωπαθή, αλαζόνα ωτακουστή;

Εντάξει, υπήρχε η οικογενειακή παράδοση. Όμως αυτό δε φτάνει. Ο γιος ενός εγκληματία δε γίνεται αυτοδικαίως εγκληματίας, ο γιος ενός άγιου ανθρώπου δε γίνεται αυτομάτως άγιος άνθρωπος.

Κάποιο τραύμα υπάρχει, κάποιο χαώδες σύμπλεγμα. Άλλωστε, και ο πατέρας γιατί «άκουγε» τον Ανδρέα Παπανδρέου, αν όχι από το ακλόνητα ριζωμένο κόμπλεξ απέναντί του;

Το να βάλεις στο αυτί σου τον κοριό δεν είναι η αφετηρία μίας διαδικασίας αλλά η κατάληξη ενός ήδη διαμορφωμένου χαρακτήρα.

Σε χειροκροτούν όρθιοι 157 υπάλληλοί σου ενώ πετάς μπούρδες στη Βουλή. Και αυτοθαυμάζεσαι.

Σκυλεύεις το νεκρό κοριτσάκι στον Έβρο λέγοντας πως το ονόμασαν Μαρία για να κάνουν προπαγάνδα. Και δεν ντρέπεσαι.

Λες ότι ο πρώην πρωθυπουργός παρακολουθούσε πέντε συνεργάτες του. Βγαίνουν και οι πέντε και σε διαψεύδουν. Και καμαρώνεις.

Λες «εσείς, κύριε Τσίπρα, μας βάλατε στα Μνημόνια». Και σε χειροκροτούν. Και ανασηκώνεις το πιγούνι. Και παίρνεις αυτοκρατορικές πόζες. Και απολαμβάνεις τα «κλαπ κλαπ κλαπ».

Ωραία, όλα αυτά είναι ενδείξεις μίας προβληματικής συμπεριφοράς. Πότε όμως διαμορφώθηκε αυτή η αίσθηση ενός κατά φαντασίαν ηγέτη στο μυαλό ενός μετρίου;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε η παιδική μας ηλικία – και στην εποχή μας δε χρειάζεται πλέον να είσαι ο Φρόυντ για να το επικαλεστείς.

Όταν ο μπαμπάς τηλεφωνεί στον Σημίτη και του λέει να βάλει τον γιο του σε θέση στην τράπεζα γιατί «το παιδί δεν κάμει». Όταν ρωτούν τη μητέρα για τον γιο που έγινε πολιτικός και φτύνει τον κόρφο της, όλα αυτά δημιουργούν ένα τεράστιο σύμπλεγμα. Και την επιθυμία της εκδίκησης.

Ναι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκδικήθηκε και τον πατέρα του, και τη μητέρα του, και την αδερφή του που τον θεωρούσαν «δεύτερο» και «λίγο». Τα κατάφερε. Έγινε πρωθυπουργός. Θες παίζοντας με τη λάσπη, θες χορεύοντας πάνω σε καμένα πτώματα, θες με περικεφαλαίες και μακεδονικές σάρισες; Δεν έχει σημασία. Τα κατάφερε.

Και κατάφερε να γράφουν γι’ αυτόν ό,τι θα ονειρευόταν να γράψουν. Τους είπε να τον πουν Μωυσή. Τον είπαν. Τους είπε να τον γράψουν Τσώρτσιλ. Τον έγραψαν. Τους είπε να τον ονομάσουν τσιτάχ. Τον ονόμασαν. Ποια μεγαλύτερη δικαίωση για ένα παραγκωνισμένο παιδί που «δεν κάμει» παρά το να μοιράζει χρήμα και να παίρνει κομπλιμέντα που όλοι του έλεγαν ότι δε θα άκουγε ποτέ του;

Ποια όμως είναι η αρχή; Το κομβικό σημείο που κάποιος παίρνει οριστικά τον δρόμο χωρίς επιστροφή; Νομίζω, η πρώτη από τις δοκιμές μεγαλείου. Η πρώτη που πέτυχε:

Το πρόβλημα ξεκίνησε από τη στιγμή που τους έβαλε να πουν «τι γκόμενος είσαι εσύ!» και το έκαναν. Στο συμπλεγματικό Εγώ του βαθιά καταπιεσμένου γόνου δημιουργήθηκε η αίσθηση της παντοκρατορίας: «Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Τότε λοιπόν γιατί να μην κρυφακούω το πέταγμά του;».