Το «Βαμμένο πουλί» του Γιέρζι Κοζίνσκι πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1965, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους κριτικούς όσο και από τους ανατολικοευρωπαίους που θεωρούσαν ότι παραχάρασσε την ιστορία τους. Η έκδοσή του απαγορεύτηκε στην Πολωνία, τη γενέτειρα του συγγραφέα, ενώ η οικογένειά του ταλαιπωρήθηκε για καιρό από τις άγριες αντιδράσεις. Όταν το βιβλίο δημοσιεύτηκε μετά το 1989 χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν για ώρες σε τεράστιες ουρές για να το αγοράσουν.
Μεταξύ των υποστηρικτών του ήταν ο Άρθουρ Μίλερ ο οποίος το χαρακτήρισε ισχυρό πνευµατικό ράπισµα «γιατί ο Κοζίνσκι καταφέρνει να ισορροπήσει ανάµεσα στο πιθανό και το πραγµατικό», ενώ και ο Ελί Βίζελ το χαρακτήρισε σπουδαίο δείγμα της λογοτεχνίας του Ολοκαυτώματος. Πέρα από τους πολέμιους του βιβλίου για ιδεολογικούς λόγους υπήρξαν κι όσοι υποστηρίζουν ότι ο Κοζίνσκι δεν ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου. Μεταξύ αυτών και ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος Έλιοτ Γουάινμπεργκερ ο οποίος το 2000 στο βιβλίο του «Karmic Traces» ισχυρίζεται ότι την εποχή που εκδόθηκε τα αγγλικά του Κοζίνσκι δεν ήταν επαρκή. Μεταξύ άλλων ο συγγραφέας κατηγορήθηκε για λογοκλοπή και συγκεκριμένα ότι δεν κατέγραψε προσωπικές του εμπειρίες αλλά επιζησάντων του Ολοκαυτώματος και ότι για την πλοκή χρησιμοποίησε ιστορίες από προπολεμικά μυθιστορήματα της χώρας του.
Το βιβλίο σύμφωνα με τον Κοζίνσκι είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Γεννημένος το 1933 βίωσε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κρυμμένος με την εβραϊκής καταγωγής οικογένειά του. Γλίτωσαν από το Ολοκαύτωμα όταν μια ρωμαιοκαθολική οικογένεια τους φυγάδευσε μέσω παράνομου δικτύου διάσωσης των Εβραίων. Το βιβλίο έχει ως χρονική αφετηρία τις πρώτες εβδομάδες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ένα εξάχρονο αγόρι που ζει σε μια μεγάλη πόλη της ανατολικής Ευρώπης στέλνεται από τους γονείς σε ένα χωριό, όπως χιλιάδες παιδιά στην εποχή του, προκειμένου να γλιτώσει από τις θηριωδίες. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπο με την πείνα και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και θα πέσει θύμα της απύθμενης ανθρώπινης κακίας.
Η ανθρώπινη αγριότητα στρέφεται εναντίον του αδύναμου ξένου, εν προκειμένω ενός σκουρόχρωμου μικρού παιδιού το οποίο προσπαθεί να γίνει αποδεκτό σε έναν κόσμο ξανθών. «Τα παιδιά γλεντούσαν τώρα για τα καλά μαζί μας. Μας έριχναν βροχή ξεραμένες γελαδοσβουνιές, σάπιες ντομάτες, ψόφια πουλιά που βρομοκοπούσαν» περιγράφει ο ήρωας, ο οποίος βιώνει την πρόωρη προσωπική του ενηλικίωση τόσο σκληρά όσο βίωσε τη δική της η ευρωπαϊκή κοινωνία κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Σκληρές, ενίοτε και βίαιες, είναι οι πρωτοπρόσωπες περιγραφές του Κοζίνσκι για μια από τις πιο άγριες και παράλογες εποχής της ανθρώπινης ιστορίας. Όπως η Ευρώπη έτσι και ο μικρός ήρωας καταφέρνει να επιβιώσει, όμως στην αναμέτρηση με τον θάνατο θα χάσει κομμάτι της ψυχής του.
Το βιβλίο κυκλοφορεί στη σειρά Μεγάλες Αφηγήσεις των εκδόσεων Μεταίχμιο σε μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου.